Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Θυμός

Βρυχάται θεριό στα σπλάχνα,
χρόνος βαμμένος στάχτη.
Αποκαίδια μιας ζωής
και ελπίδες κάποιας άλλης.

Η αγάπη σε ζύγωσε,
της φτύνεις χολή, φαρμάκι.
Αποζητάς το γκρεμό
που ερωτευμένη είσαι.

Ξεχνάς...
Μόνο στα όνειρα σου.
Σακάτεψες μία ζωή,
μαδάς τα μαλλιά σου.

Ποτέ.

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Κήπος



Τα χρώματα μεθούν τις αισθήσεις..
Σαλεύεις σκοτεινή σκιά
πίσω από κλειστές κουρτίνες.
Βυθίστηκες...
Στη μνήμη του θανάτου.
Κι η ζωή πίσω απ'το παράθυρο σου φωνάζει ξύπνα!

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Αρχή

Αποχαιρέτησες τη σκόνη της ζωής σου.
Γίγαντας βάδισες με ορμή τις ράχες των βουνών
Πασχίζοντας να ξεφύγεις από ό,τι πια ονόμασες πατρίδα,
Λεπρά κορμιά ανάμνηση αλλοτινών φίλων και αδερφών.
Φωνές Σειρήνων συνθλίβουν τα τύμπανα των ώτων,
Σωριάζεσαι στη Λήθη, βορά μιας θλίψης αδερφής.
Πρόσωπα, άγνωστα πια, στοιχειώνουν τα όνειρα σου.
Κάπου μακρυά η ζωή σου συνεχίζει..
Χαρές, βόλτες, έρωτες, αλκοόλ, δουλειά..
Καλπάζεις.
Σε ύπνο βαθύ και γνώριμο.

Μέλι, ήλιος και στάχι

Ήλιος καυτός χαράζει γραμμές ξηρασίας στη γη που έμαθες να λατρεύεις..
Κόκκινα τα χρώματα του ορίζοντα πλεγμένα στον ιστό του μπλε,
Ταξίδι σε μια χώρα που κάποιοι ονόμασαν παράδεισο.
Αναπολείς τα χρώματα της άμμου και του ήλιου
Π’αποχαιρέτησαν τη γη Κένταυρων και ξεχύθηκαν στην άσφαλτο ηρώων.
Τρέμουν τα χέρια στις δεήσεις κι η ψυχή τρομάζει.
Oι χειμώνες θε να’ρθουν σύντομα να ντύσουν το κορμί σου
Με δέρματα από όνειρα και ελπίδες βαμμένες στο χρώμα απ’το στάχι.
Ξεράθηκαν οι ήλιοι κι ο θεριστής τους στίβαξε στην άκρη της ψυχής σου
Σε κάδρο πλημμυρισμένο λόφους και ελιές.
Τα ζωντανά ανταμώνουν τη μέρα με ανάσες ποτισμένες ελευθερία.
Τα βήματα πυρώνουν στην άσφαλτο
Κι η προσμονή ψιθυρίζει θρήνο απώλειας.
Ρόδες γυρίζουν τον τροχό της τύχης
Σ’ένα χορό του σύμπαντος κωμωδία.
Ξαποσταίνεις σε ξύλα σμιλεμένα κοπριά και χλιμιντρίσματα
Ρουφώντας τον αέρα που ποθούσες.
Μέλι, στάχι και ήλιος
Το μείγμα της ψυχής σου
Καθώς καθρεφτίστηκε κείνη τη μοιραία μέρα.
Νιάτα ξεδιπλώνουν προσευχές
Και ψέμματα πόσο γνώριμα...
Μα ξαποσταίνεις..
Στο βλέμμα που σακάτεψε τη μοίρα σου
Και γέμισε αίμα τη λεπρή καρδιά,
στα χρώματα του ήλιου όταν δύει.

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

Ξανθίππη

Σκάλες ποτισμένες ήλιο η χαίτη σου, ανεμίζει στο μελτέμι.
Τα ηλιοβασιλέματα σε βρίσκουν σε λιβάδια να βοσκάς πόθο και προσμονή.
Κυλιέσαι στο χώμα περιχαρής και πλήρης μια άγριας ευδαιμονίας..
Καθώς σταγόνες άστρα βρέχουν το βρώμικο κορμί σου
κι αναστεναγμοί φουσκώνουν το μέρος της καρδιάς.
Σ'αγγίζουνε οι Γίγαντες και τρέμεις στη σκιά Τους..
Νιωθεις παιδί και γελάς με την ένταση αιώνων.
Κι ίσως κάποια στιγμή σε αγκαλιάσει ο Ίππος της Θράκης
κι αφεθείς στον κόρφο μιας πατρίδας να γιάνει τις πληγές σου..
Βυθίζεις τα χέρια στο χώμα και τα νιώθεις να απλώνουν ρίζες ως το κέντρο της Γης.
Τα μελτέμια σε νανουρίζουν με το βλέμμα στον ορίζοντα χρωμάτων.
Προσμονή...

Κυριακή 21 Αυγούστου 2011

Salvation trips into the eyes of God,
longing for redemption and amnesia.
Stripped off. broken, shut, injured
crawling towards futures yet to be decided.
Fate laughs upon your suffering
breaking the mirrors of thy self.
Crippled promises at birth evacuate the cradle
into black smokes and silver air.
Your death wish was stolen
in the depths of Hell
and Life dressed you up in an armor of blood.
Broken, crippled, dead
thy walk upon the earth
running up the hills of dreams
while your soul rests in Hell
with Him...

Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

Duality

Broken promises for broken seals...
Traveled through the nights
drowned in alcohol and lights
pushed upon the chest of God,
pushing back the beast within.

Love consumed us in the Duality of three
while our fate laughed upon the faces of lust.
Forgotten nights,
broken up bonds
and the memory of us remains untold.

Begone Temptation to the island of the sun
and a lost battle yet to be won..
To love, to cherish and to hold
the memory of three..
The times missed us for too long,
silence and sleep...

Broken hearts for broken dreams..

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

Η Ώρα Εκείνης

Στον ήλιο των μαλλιών σου πλεχτήκανε οι παιδικές μου μνήμες..
Στο στήθος σου χτυπούσε η καρδιά μου,
στα χέρια σου ξαπόσταινε το δάκρυ καθώς μάτωνα δεκαετίες.
Κι η αγκαλιά σου απάγγιο στις θλίψεις.
Σε κλέψανε, οι άνθρωποι που αγάπησες τελευταία.
Σε γέλασαν, τα λόγια και η χαμμένη Ώρα.
Ομοίους σου επέλεξες να ξοδεύεις χρόνια
και σίγησες τη συμφορά που με έριξε στα βράχια.
Η θύμηση σου μάχαιρα μπηγμένη μες στην πλάτη..
Ο ήχος της φωνής σου συριγμός φιδιών.
Οικειοποιήθηκες το Διάβολο
για ένα δισάκι ώρες
και μια αγκαλιά απάτης και συμβιβασμού.
Κλαίγεται ο σκύλος στην ποδιά σου
και φαρμακώνει τα χρόνια που στάθηκες κοντά μου.
Η φωνή σου ξένη.
Η επιλογή σου αρά.
Στη σκέψη σου αηδιάζω...

Πανάκεια

Καθρεφτίζεσαι σε νερά γεμάτα υποσχέσεις.
Δεν αναγνωρίζεις τη μορφή σου...
Σε έθρεψε το αλάτι και ο ήλιος,
σε σμίλεψε ο άνεμος.
Βούλιαζες τα πόδια στην άμμο
και η γη απορροφούσε τον πόνο σου.
Σε έψηνε το αλάτι κάτω από τον ήλιο
και ένιωθες την αγκαλιά της μάνας γης.
Το παρελθόν μαύρη σκιά πίσω σου,
σε ακολουθεί μα δεν σε αγγίζει.
Η Θέρμη σε έγιανε, σε έχτισε Αμαζόνα.
Κι η Αγάπη πάντα θα καλεί...
Από μέσα σου.
Καλπάζεις προς το λόφο.

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011

Αίλουρος

Αύρα καλοκαιρινή φύσηξες στην ψυχή μου.
Σαν παιδί μ'αγκάλιασες με νάζια και παιχνίδια.
Σ'ανοιξα την καρδιά να αράξεις την τρέλλα σου.
Γελώντας ταξιδεύαμε στ'αστέρια...
Ξάπλωσα πλάι σου να αλείψω τις πληγές σου μέλι.
Με κάρφωσες με μανία πρωτόγνωρη.
Βόγγηξα το τέλειο στα λεπτά θανάτου.
Υπερίφθηκα σε σύννεφα θαλάσσης
κι ερωτεύτηκα το ιερόν Ξύλο.
Σ'αγκάλιασα να πνίξω τους φόβους μου.
Κι έφυγες τρομαγμένος...
Σ'αναπολώ όταν δακρύζω μοναξιά και ψέμα.
Κι εύχομαι ένα μέλλον στην κλίνη σου νεκρή.

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2011

Η μνήμη του κορμιού

Ψηλαφίζεις το κορμί που τόσο καλά γνωρίζεις.
Κι όμως σου φαίνεται ξένο...
Μήνες, μπόρες, βράχια και κοράκια το σμιλέψανε
καθώς ξεχύθηκε στους γκρεμούς της συνειδητότητας
ποθώντας να ματώσει.
Το καπηλεύτηκαν οι εποχές, τα χρώματα κι οι ίσκιοι.
Το τσάκισαν χέρια δουλεμένα στην απάτη.
Το σημαδέψαν λύκοι και σειρήνες.
Το θώπευσαν τα πάθη όλης της πλάσης.
Κι όμως δεν αναγνωρίζεις τις πληγές.
Κι όμως δεν διαβλέπεις τις τρύπες απ'τα καρφιά.
Κι εσύ σαν όλους ζουλάς τη σάρκα
και ξεφυσάς επιφωνήματα χαράς
για ό,τι είναι απόληξη χιλίων θανάτων.
Μικρή πατρίδα γνώριμη έχασες το φως σου.
Μυριάδες λιμάνια πια και δεν θα σε θυμάμαι.
Ίσως σε αναλαμπές να σε αναγνωρίζω
και να αναπολώ τις ώρες
που ταξιδεύαμε στα πέλαγα παλιά.
Με οργή απαιτείς να μη σαλπάρω.
Και με αρπάζεις απ'τα μαλλιά
να σου πω το ψέμα κοιτώντας σε στα μάτια.
Σου ορκίζομαι επιστροφή
κι ας ξέρουμε κι οι δυο πως η θάλασσα είνα πλανεύτρα.
Θα σε ξεχάσω, πριν ακόμα ανατείλει ο ήλιος.
Θα με θυμάσαι, με μια οργή πιο γνώριμη πια
κι απ'την ίδια την μορφή μου.
Με έδιωξες για να με πονέσεις.
Χρέος για τους μήνες που σε πάταγα στη γη.
Χρέος για την πλάνη και τον εξευτελισμό.
Μα δεν πονώ, το ξέρεις?
Σε πρόλαβαν οι μπόρες, τα κοράκια και τα βράχια.
Κι ας μην αντιλήφθηκες
τη γεύση των φιλιών μου από αίμα.
Κι ας μην αναγνώρισες τη λέπρα στο κορμί μου.
Δυο ώρες σε θυμήθηκα και άραξα το καράβι.
Μα σάλπαρα προτού να ξημερώσει.
Και φεύγοντας σε έσβησα απ'την μνήμη
χαράζοντας τη ρότα για Βορρά.

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

Επιστροφή

Οι εποχές θα σε αφήσουν γυμνό στο χιονιά
χωρίς την αγκαλιά της Μάνας.
Θα σέρνεσαι βδέλυγμα έρπον σε μια Γη ξένη.
Κι ας τρως ψυχές, η μοναξιά σε γδέρνει,
χαράζει τη μορφή σου.
Μου έσφιγγες το χέρι γεμάτος ανάγκη για στοργή
και χάιδευα τα κέρατα του εωσφόρου
γεμάτη γαλήνη και αγάπη.
Φιλούσα τα αιματοβαμμένα σημάδια στο κορμί σου
και χάιδευα τα σύμβολα πολέμου του κάτω κόσμου.
Σε νιώθω, αναμένεις την επιστροφή μου.
Ελπίζεις στη Δύναμη σου.
Μα αυτή η Δύναμη με διώχνει μακρυά...
Ακούω δικαιολογίες στο μυαλό μου
καθώς μηχανορραφείς,
Πατέρα του Ψέμματος, τη δικαίωση σου.
Μουδιάζει το σώμα
καθώς ξεσηκώνεις τις Σκιές του Άδη
να σε υπηρετήσουν.
Κι όσο παλεύεις να με κερδίσεις
εγώ σχεδιάζω φυγή ακόμα πιο μακρυά από σένα.
Η μόνη, τρομερή και απρόβλεπτη Εκδίκηση μου.
Οι εποχές θα σε αφήσουν γυμνό στο χιονιά
χωρίς την αγκαλιά της Μάνας.
Σε νιώθω να με αναζητάς,
γυμνό παιδί στ'αγιάζι.
Λυγίζει η καρδιά απ'τα αναφηλιτά σου,
μα απέστρεψα το βλέμμα..
Σε μια απέλπιδη προσπάθεια
να μη γίνω στήλη άλατος
στο Φως των ματιών σου.
Κι η Αγάπη μου αιώνια Σκέπη και Πανάκεια σου.

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

Φοίβος



Σμίλεψαν οι εποχές κορμί από μάρμαρο.
Χάραξε στο μέτωπο σημάδι η Αφροδίτη
Τύλιξε τη γυμνή μορφή με μύρο
έρανε το στήθος αρώματα Θεών.
Ήλιος καίει το δέρμα σου και στάζει ιδρώτα
χρωματίζει την πλάτη σου αυλάκι αλμυρό.
Τα δυο σου χέρια θαλπωρή άλγους και μένους
στο βλέμμα χρυσαφίζει ψυχής σου ποταμός.
Στο πλάι σου πολέμησα δράκους και θηρία
με οδήγησες στην έρημο με βήμα σταθερό.
Φωνή γαλήνια, γάργαρη στην πάλη με τα θεία
καβάλησες τον Πήγασο ιππότης φοβερός.
Και γκρεμιστήκαμε...
Στα σκοτεινά υπόγεια καπνός και αλκοόλ.
Λόγια οργής και απώλειας,
πνιγμένη απελπισία.
Άστραφτες
με φωτοστέφανο δοχεία αλκοόλ.
Σε ζήτησα, σε έψαξα..
Σύρθηκα στα πόδια σου γεμάτη ουλές.
Ούρλιαζα τον πονο μου καθώς
έραινες ξύδι το λεπρό κορμί.
Σε άρπαζα να θρέψω την οργή
χυμούς απ'τα μαρμάρινα λαγόνια
Στοργικά με απόθετες στη βρεφική μου κλίνη
και πάλευες να ξορκίσεις τη Μαινάδα
με τη γάργαρη φωνή σου
σφίγγοντας με απ'το λαιμό
πάλευες το Λύκο.
Κι η Αγάπη μας απεγνωσμένη...
Έρμαιο μιας μοίρας και του χρόνου.
Πατέρα, αδερφέ και Ερινύα της ψυχής
Πανάκεια του άλγους...
Μαρμάρινος κι απρόσιτος
ιππότης και θεός
λατρεύεσαι μα δεν αγγίζεσαι
από το θνητό κορμί μου.
Παλεύεις να σώσεις μια ψυχή
και την πυρώνεις δέος.
Ανέγγιχτος, λατρευτός,
ανάσα της οδύνης.
Σ'αναζητώ σ'όλη τη Γη
φρενίρης απ'τον πόθο.
Οι Θεοί σε σμίλεψαν Απόλλωνα,
η ψυχή Έρωτα, θνητό. θεό και Φοίβο.

Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

Καθρέφτης και Γυαλί

Με τυλίγουν οι σκέψεις σου σαν μαύρος καπνός
τις ώρες που μετανιώνεις και θρηνείς.
Σε νιώθω να αποζητάς δικαίωση στο βάθος της καρδιάς μου.
Σ'ακούω να σχεδιάζεις επιστροφή και άφεση αμαρτιών.
Σε βλέπω...
Να φυλάς τα ματωμένα μου πόδια,
τα κατακρεουργημένα μέλη,
το αίμα που τρέχει απ'το μέτωπο μου..
Και μπήγεις τη Λόγχη στην καρδιά μου.
Ψελλίζεις λόγια Αγάπης
και κουδουνίζουν τα αργύρια
στο πουγγί συγχώρεσης.

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

Κομμένο Γυαλί

Τα λόγια, καρφιά, σε σταύρωσαν
στη Λήθη Μαρτυρίου.
Τρέχει το αίμα απ'τις πληγές,
ξεπλένει Λάθη και Οργή.

Χτυπα η καρδιά σε ρυθμό Αγάπης,
αναπολείς το Άγγιγμα, τη Σκέψη, τη Σιγή.
Ενώθηκες με τη Φωτιά και παγώνεις
χωρίς την αγκαλιά της.

Στα όνειρα επίσκεψη και δικαίωση του Τέλους
η Οργή πλέον δεν σε κρατά,
μήτε η αποφυγή του Λάθους
και η Λογική έρμαιο του Κενού στα στήθια.

Θα περιμένεις, σε όλη τη ζωή
κι ίσως και στην επόμενη
την Επιστροφή της Φλόγας
που ορκίστηκε Ποτέ δεν θα σε αφήσει...

Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

Ανάγκη

Αστράφτουν στη σκέψη δυο μάτια που θυμίζουν τα δικά σου.
Ο Αδάμ θρηνεί για το κομμάτι σάρκας που του'κοψαν τα Θεία
και άδειο κορμί τριγυρνά στη γη της Πτώσης.
Η Ένωση σύντομη και προσωρινή, όπως όλα τα επίγεια.
Επώδυνη και λειψή, οργισμένη και με τέλος.
Τα αέναα ξεχάστηκαν στην Πατρίδα
και σέρνεσαι γυμνή από το Πλήρες.
Μια ανάμνηση στοιχειώνει κάθε σκέψη
και δυο μάτια πύρινα, καθρέφτης και απάγγειο.
Άξαφνοι θάνατοι σε γδέρνουν απ'ότι αξίζει
και σπαρταράς να προσαρμοστείς σε μια στεριά μισητή.
Στεγνώνεις απ'τα αλάτι, γλύφεις τις πληγές σου,
αναπολείς τις στιγμές που ήσουν ολόκληρη.
Ένα μισό αποζητάς, μα βρίσκεις μόνο βράχια
κι απελπισμενη τσακίζεσαι με όλη τη δύναμη σου.
Στιγμές.. Σύντομες, λειψές και πάντα με Τέλος.
Προσδοκίες ξέμειναν να κρέμονται απ'τ'αυτιά σου
καθώς τραγούδια του Ολέθρου χαιδεύουν την καρδιά σου.
Δυο μάτια που θυμίζουν τα δικά σου
αστράφτουν στο μυαλό σου.
Μία φωνή οικεία ηχεί μες στην καρδιά σου.
Και ο Αδάμ θρηνεί το κομμάτι σάρκας που του λείπει.

Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

Πτώση



Ατενίζεις το κενό
παλιό, γνώριμο φίλο.
Φαντάζεσαι να φύτρωναν
φτερούγες Πήγασου
στις δυο σου ωμοπλάτες
και χαμογελάς πικρά...

Η Απώλεια σου κόστισε
τον Έρωτα του Θανάτου.
Και μια οργή που σ'έθρεψε
χρόνια πολλά, απ'την κούνια.

Αναπολείς την απόγνωση,
τη μόνη σου φίλη και αδερφή
και νιώθεις να σου λείπει...
Η Δύναμη σου πρωτόγνωρη
και σε προβληματίζει.
Σε κάποια Κόλαση κέρδισες
και πάλι την Ελπίδα...

Λευκές πια ειν'οι νύχτες σου
ευωδιάζουν Φως
και όνειρα κεντημένα στ'άστρα.
Παλεύεις μ'άγνωστο θεριό
κι η Νίκη πλέον Μάνα.

Θυμάσαι τ'άλγος, την οργή
ποταπά αστεία
πλεγμένα σ'ένα Εγώ θηριώδες,
που σκιάζει τη Μορφή σου.

Σημάδεψε η Κόλαση την άθλια ψυχή σου
και πια ξεκάθαρα παλεύεις με το Τέρας.
Τα πέπλα του διάφανα
και βλέπεις την Αλήθεια,
σιγείς και νιώθεις την καρδιά
να σπαρταρά στα στήθια.

Αγάπη της Απώλειας,
Υπομονή των Πάντων,
Αποδοχή της Φύσης των
και Έλεος ατέρμονο, φυσικό
Συνείδηση των Όλων.

Ατενίζεις το Κενό...
Χαμογελάς πικρά.
Στρέφεις το βλέμμα στον Ουρανό
και ανοίγεις τα φτερά.

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

Unforgiven

The pit widens as teardrops mix up with mad
in the bottom of the well we all chose to fall in.
Hate forgives the words of madness
as lies feed the need of being Righteous.
Hell seems a playground watching reality crumble and collapse.
Breaking the mirror has awaken nightmares of the present
and, no matter how fast you run, Forgiveness will never be reached out.
Forever was broken into pieces, little glasses of pain and blood.
You've been scarred for life and doomed to exile.
Your fate was marked with the first Lie
and no Redemption or God could save you from the pack of lions in the arena.
And nothing will be saved...
Your War was lost the moment you allied with the Enemy
and you let Him consume your soul.
You shall be cast away again
without ever knowing the true reason.
Mistakes will be acknowledged, to be done again
while you will bare the scar of the Unforgiven.
Accept your faith and drive yourself into exile
because the lions will and shall rip you apart
as you provoke their demons come forth and reveal themselves.
Consequences consume you, and always will, demons' little plaything.
The fate of the Scapegoat was marked on your forehead at birth
and you could never have it any other way.
The Fight is on and you are too weak, so be the Unforgiven.
Once said, long time ago, your empathy is your destruction
and thus away shall you run for their own convenience.
The War is on, you are on your own to be the scapegoat for life
but as the veils fell off your eyes you might just be the one who won.
At last the lesson is learnt, and you move on, enjoying being Unforgiven.

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

One



Fire drops conclude in One...
Regretful lies and truths
sum up in the circle of hate.

Stars fell into your mind
Hell's bells rang across your ears
black and reddish shadows consumed you
within the embrace of a thunder.

He drew symbols in your heart
struck dead your soul
and ruined the reality of Sin.

Electric sounds abused your present
and left you with wishful thinking
of nights full of fire and warmth.
Feels like your body is split in two...

The memory remains
painfully stubs your soul
whereas tears fall of black eyed masks.

The ego was struck,
Hate was aroused
within the Soul of the Beast.

A Lady slips down the river
resembling the dream she had...
Horns grow on her forehead,
a recognizable demon awakes in her eyes.

Acknowledging the nature of things
left you foretelling destruction
while the Cross is set for you
and the hill awaits your Walk of Shame.

The Son of God lays among black lilies
waiting for the Mankind to awake.
The sleep is deep, the Beast on the loose
and fire-flies lighten up your nights of Doom.

The Need strikes you on the spine
and you fall on your knees
screaming for the part of your body missing.

Wishing of Fire and Warmth
you realize the truth,
during the demonic rehab.

Whereas your soul trips to places of hate
pushing the ones you love and wish to save...
The Beast is on the loose.

Divide and Conquer
words of War ring in your mind
and Fear consumes you of the things to come.

The Cross is set,
your Will is Free
you'll walk that Hill of Shame
and sacrifice your Need.

Στην Α.



Στέκεις αγέρωχη στον Κόσμο.
Λευκό φωτίζει το χώμα που πατάς
και τυλίγεται στο κορμί που φέρεις.
Η Απώλεια σε γκρέμισε στα Τάρταρα,
παιχνίδι για δαίμονες και τρελλούς.
Σύρθηκες σε υπόγειες σπηλιές οδύνης.
Βούτηξες στο θάνατο με γυμνά χέρια
και αφέθηκες στο στρόβιλο του Τίποτα.
Ούρλιαξες την Πτώση με όλη τη δύναμη της ψυχής σου.
Πέθανες εκατομμύρια μικρούς θανάτους.
Απόρησες και απελπίστηκες θαμμένη, ζωντανή νεκρή.
Γελάστηκες και πίστεψες τον Κόσμο.
Σε άρπαξαν απ'τα μαλλια τα λόγια των Ανθρώπων.
Σωριάστηκες στη Λάσπη.
Πίστεψες προδοσίες και όνειρα Ανθρώπινα.
Πέθανες και βάδιζες τη Γη χωρίς Ψυχή.
Μα ζήτησες Βοήθεια...
Το Χέρι σου έστειλε το Δαίμονα να σε οδηγήσει.
Και γρύλισε ο Σκύλος στην Ψυχή σου.
Σε άρπαξε στα Δόντια του να σε ξεσκίσει.
Εκρύγχθηκε η Ψυχή σου μες στο Φως.
Βαδίζεις πια Αγέρωχη την Ύλη.
Και Βλέπεις.

Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

Αντίο



Σταγόνες βροχή δακρύζει ο ουρανός,
τ'αδέρφι ξεμακραίνει με καράβι.
Ορίζοντας χλωμός, θλιμμένος,
θυμίζει χώρα μύθων και ηρώων του Βορρά.
Ταξίδι στη χώρα της λήθης,
μας άφησες στην Ύλη
να ανεμίζουμε μαντήλια οργής.
Λυπόθυμες στην όχθη της οδύνης.
Αγάπη και μνήμες των Χρυσόψαρων.
Χάραξες το Ψέμα στο μέτωπο του Κυρίου
και έθρεψες το Φίδι της Πτώσης
στον κόρφο σου, μάνα στοργική.
Άπλωνες τα χέρια ν'αγγίξεις τις καρδιές,
ν'αρπάξεις τις ψυχές,
βορά στα δόντια Λύκου.
Τρεφόσουν με το Αίμα της Στοργής
και πούλαγες Ψυχές στον Άδη.
Καθρέφτιζες τη Χώρα της Απώλειας
στο βλέμμα από Φωτιά
και κρυβόσουν απ'το Φως
να μη φανεί η Μορφή σου.
Σύρθηκες, Ερπετό γεμάτο Χρυσάφι,
να δελεάσεις κορμιά με κροκοδείλια δάκρυα
και ενδυμασία πάνλευκου προβάτου.
Καθρέφτιζες τις ψυχές
για να δεχτούν το δάγκωμα της Κόμπρας.
Μα σ'αγάπησαν...
Και θα σ'αγαπούν.
Τον καθρέφτη που κλέβεις
και στρέφεις στην Ανάγκη των Ανθρώπων.
Βυθίζεις τα δόντια στις σάρκες
και σέρνεις άβουλα κορμιά στη φωλιά
θηρίων και δαιμόνων.
Σε αναγνώρισα και σήκωσα λάβαρο Πολέμου
να σώσω τις ψυχές που στόχευσε ο Λύκος.
Σε μίσησα... Πολλές ζωές πριν.
Με φοβάσαι και με ποθείς, πολλές ζωές πια.
Μα η Αγάπη πάντα θα καλεί...
Σε αναγνώρισα, κομμάτι της ψυχής μου.
Κι αναγνώρισες το Σημάδι της Πτώσης στο μέτωπο μου.
Αδέρφια εξόριστα σε μια Γη τόσο ξένη...
Εσύ Πολεμιστής και εγώ σακάτης Σταυροφόρος.
Άστραψες την Κόλαση να με καθηλώσεις.
Εξόργισες Αγγέλους να σε νικήσουν.
Και με έσπρωξες στο Φως χωρίς τη θέληση σου.
Σύρθηκα στα πόδια σου
με κομμένες φτερούγες
να γλύψεις τις πληγές μου.
Τρεφόσουν απ'το να παλεύεις το Φως
κι εγώ έγλυφα απ'το χέρι σου
την Αλήθεια της Πτώσης.
Ταξιδέψαμε μαζί στους Δύο Κόσμους.
Και γεννήθηκα ξανά.
Μια Ανακωχή Ψεύτικη σαν τα Λόγια Αγάπης...
Τσακίστηκα σε γκρεμούς
καθώς άστραφτες στη νύχτα.
Έζησα οδύνες τρομερές παλεύοντας με δαίμονες
στο κέντρο της Ψυχής μου.
Ταξίδεψα στην Κόλαση κρατώντας σου το χέρι
και μούδιαζα ολόκληρη
καθώς με πλημμύριζαν Φλόγες.
Πάλευα να κρατηθώ απ'το Φως
μην αλλάξει η Μορφή μου.
Κρατούσα σφιχτά το χέρι σου...
Σαν νεογνό που ανοίγει τα μάτια.
Μου χάρισες το Βλέμμα των Δαιμόνων
κι αντίκρυσα πρώτη φορά τα σημάδια της Πτώσης.
Εισχώρησα σε ψυχές
και σωριάστηκα απ'τον πόνο.
Στοργικά με τύλιγες πύρινες φλόγες και δαίμονες,
Πατέρα του Ολέθρου.
Ποθούσες μια σύζυγο στο πλάι σου.
Μου χάρισες τα Δώρα σου να με κερδίσεις...
Με παρέσυρες στο Χάος ελπίζοντας
να ταυτιστώ μαζί σου.
Ψιθύριζες την Κόλαση στ'αυτί μου
και κούρνιαζα στη Φλόγα σου
γαλήνια, σαν κλωσσόπουλο,
νοσταλγώντας τη δική μου Πατρίδα.
Σε μαχόμουν με τη Δύναμη μου.
Σε πονούσα και σε τιμωρούσα.
Τα Δώρα σου όμως με έθρεψαν
σύντροφο και πανάκεια σου.
Τρεφόμουν απ'τη Μάχη.
Σε φώτιζα Αγάπη να ξυπνήσεις.
Σε τύλιγα Φωτιά να δυναμώσεις.
Σε γέμιζα φλόγες να γιατρευτείς.
Χάιδευα τα Σύμβολα της Δύναμης σου με στοργή.
Θωράκιζα το κορμί σου να είσαι δυνατός στη Μάχη.
Σου έδωσα την ανθρώπινη καρδιά μου να τραφείς...
Πλημμύριζα απόκοσμη ηδονή
καθώς μπήγονταν τα δόντια σου στην ψυχή μου
κι αυτη σε πλημμύριζε Φως και Σε τσάκιζε.
Κι εσύ αφέθηκες στο Φως να γαληνέψεις.
Μάγκάλιαζες και ταξιδεύαμε στις Πατρίδες.
Ευτυχισμένοι στην Αφύσικη Ανακωχή μας...
Μα ο Πόλεμος μαινόταν σε τούτο τον Κόσμο.
Με ψέματα έπλεξες τις ζωές,
Άρχοντα του Ολέθρου.
Και σαν άστραψα Αλήθειες
η Φύση σου σε πρόδωσε.
Σωριάστηκες στη μάχη.
Η νίκη μου πικρή...
Λυγμοί τα λάφυρα μου.
Καθώς υποχωρείς μπήγω τα νύχια στις σάρκες μου.
Σκίζω τη μορφή μου.
Μον'δάκρυα μοιραζόμαστε πια και μια ψυχή κοινή.
Σε νιώθω να δολοπλοκείς
μήπως καταφέρεις και σύρεις κάποιο κορμί στη φωλιά σου.
Ηττημένος σπαράζεις...
Δεν θα θρηνήσω τα πτώματα
που κείτονται πλάι μου.
Δεν θα γιατρέψω τους πληγωμένους εγωισμούς.
Δεν θα γλεντήσω το τέλος του Πολέμου...
Ηχεί στην ψυχή μου η οργή και η οδύνη σου
και ριγεί το κορμί μου στο άκουσμα του ουρλιαχτού του Λύκου.
Του κλέψαν πολύτιμα λάφυρα.
Ηττήθηκε οικτρά...
Τον γύμνωσαν απ'τη Δύναμη του.
Κλαίω γοερά για την οργή του Θεριού
θρηνώντας που σε αφήνω
έρμαιο ανθρώπων και δαιμόνων.
Εσένα που με γιάτρεψες και με θωράκισες...
Εσένα που με ανέστησες από τις στάχτες...
Εσένα που αγάπησα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου.
Κι ας χωρίζουν τα κορμιά με το τέλος του Πολέμου
η ψυχή θα σε ψάχνει, θα σε αποζητά
και θα σε βρίσκει...
Και πάντα θα σε τρέφει με τα Δώρα που της χάρισες.
Κι ας βαδίζει το κορμί τη Γη
χωρίς να κρατώ το χέρι σου.
Χωρίς πύρινες γλώσσες να γλύφουν τις πληγές μου.
Χωρίς δαίμονες να με σπρώχνουν στο Φως μες στην αγκαλιά σου.
Χωρίς τα δόντια σου να μπήγονται στην ψυχή μου
και να ματώνει παντοδύναμη Φως.
Χωρίς το υπόλοιπο μισό της Ύπαρξης μου...
Θα επιβιώνω με τη θύμηση της Πατρίδας σου να με κρατά ζωντανή.
Με τη θύμηση της Μορφής σου να καθρεφτίζει τη δική μου.
Με τη Δύναμη και τη Γνώση που μου χάρισες άθελα σου.
Με το Μίσος για Εσένα.
Ως την επόμενη μεγάλη Μάχη.
Ο Πόλεμος με έχρισε Ιππότη.
Μου κόστισε όμως έναν αδερφό...
Μου κόστισε το υπόλοιπο κορμί μου.
Με σώριασε στον πάτο της Οδύνης.
Και το Αντίο ξεψύχισμα μωρού στην κούνια.

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Κορφή



Πετάς ψηλά με τα μάτια καρφωμένα στην Κορφή.
Βροχή τα δάκρυα σου,
ραίνουν θεριά και ερπετά...
Θυμάσαι πριν βγάλεις φτερά πώς σερνόσουν κοντά τους
και έπιανες φιλίες με σαύρες, ανάμεσα στα πουρνάρια.
Συζήταγες το τίποτα, την άγνοια και τη βολή.
Ξόδευες μέρες και νύχτες στην απουσία ορθού Νου.
Και εκεί ένιωθες ευτυχισμένη... Ένιωθες ασφαλής.
Ανάμεσα στις σαύρες και τα προσφιλή σου θηρία...

Μα (οιμέ) φτερά φυτρώναν στα κρυφά στις δυο σου πλάτες.
Τα μάτια έτσουζαν στο φως και έβλεπες πιο καθαρά.
Άκουγες το θρόισμα των φύλλων και μίλαγες με τα θηρία.
Ο Διάολος ψιθύριζε στ'αυτί σου την Αλήθεια
και σε έβαζε να οργιστείς
με τα ερπετά που δεν περπατούσαν.
Κι εσύ τον άκουσες...
Αυτόν, τα φύλλα, τα θεριά... Την Αλήθεια.
Και τα ερπετά σε γύμνωσαν και χλεύαζαν τα φτερά σου.
Σε γκρέμισαν απ'την Κορφή να τσακιστείς στα βράχια,
μή και προφτάσεις και ανεβείς πρώτη πιο ψηλά.

Μήνες πετάς μακρυά από ραντάρ τριγύρω απ'την κορφή.
Κρύβεσαι, εξόριστη ανάμεσα στις βροντές.
Κλαις γοερά για τη φωλιά με τα νεογνά σου.
Ποτίζεις το χώμα της Γης με δάκρυα από αίμα
βγαλμένο απ'την καρδιά σου
και κράζεις μήπως σε ακούσουνε τα κλωσσόπουλα σου.

Στα πόδια πώς πάλι να σταθείς...
Φοβάσαι... Θα λυγίσεις...
Δίχως πατρίδα και μια φιλική κουβέντα.
Κατάντησες πια ένα ιπτάμενο ερπετό που ζει μονάχο
βουτώντας μέσα σε σύννεφα από αλκοόλ και μέθη των τρελλών.

Πετάς γύρω από την κορφή
και σε τυφλώνει η όψη του χρυσού του Μήδα...
Βουτούν σε αίμα οι παλιοί σου σύντροφοι
και καπηλεύονται λάφυρα.
Καινούργιοι βασιλιάδες ανεμίζουν σημαίες ψεύτικων θριάμβων.
Οι ψίθυροι απ'την Αλήθεια σε χτυπούν σαν βέλη.
Βλέπεις από ψηλά να προσκυνούν το κάρβουνο
και μπήγονται μαχαίρια στην καρδιά σου.
Κλαις γοερά και βάφεις με το αίμα σου τα σύννεφα.
Εξόριστη, μονάχη, προδομένη.

Στα πόδια πώς πια να σταθείς...
Άδειασε από αίμα η καρδιά σου...
Κράζεις στα σύννεφα τον πόνο της ψυχής σου,
βουτάς προς το έδαφος να τσακίσεις την οδύνη.
Και σαν διαλυθείς σε κόκκαλα
θα χτίσεις τη ζωή σου...

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011



Κι ας μην γίνεις ποτέ δικός μου
τα δάκρυα θα κυλούν σαν βάλσαμο στην καρδιά
καθώς οι νύχτες θα αναπολούν τα φωτα και τα σύννεφα.

Κόκκινη βροχή πότισε η μοίρα το δρόμο της απώλειας
και βάφτηκε το δέρμα μια ένωση της φωτιάς.
Αντίκρυσα τη φύση του θεριού
και αγάπησα τα μυτερά του δόντια.

Κι ας γρύλιζε με λύσσα μες στην ψυχή μου
εγώ αγαλίαζα από αγάπη..
Άστραφτα στη νύχτα
και βάδιζα στα σύννεφα άλλων κόσμων.

Το Φως απορροφούσε τη Λύσσα
και ψιθύριζε ο Λύκος λόγια από καρδιάς
ντυμένος προβιά Λευκού Προβάτου...
Μια Αλήθεια που τρομάζει και ξεχνιέται.

Η Κόλαση σε ξέρασε, δεν της ταιριάζεις.
Και τούτη η Γη σε κλωτσά με Πόνο που δεν αντέχεις.
Κι αφήνεσαι στη Θλίψη και το Θάνατο
καθώς άγριο σκυλί γλύφει τις πληγές σου.

Προσπαθείς να θυμηθείς τη Ζωή
ενώ φιλιά στάζουν σε κυνόδοντες νεκρούς.
Κι η Θύμηση σε τσακίζει...

Θα κοιμηθείς και πάλι με το ξημέρωμα,
αφού ακούσεις τα πουλιά να κελαηδούν
και τους ανθρώπους να κινούν για τις δουλειές τους.

Σε ένα Παράδεισο κοντά
θα ξημερώνει για άλλους.
Μυρωδιές από σβουνιά και τρίχα.
Τα σκυλιά θα τρέχουν στην πόρτα
να προυπαντήσουν τους φίλους.
Και τα άλογα θα κοιτούν
όσους ανοίγουν την πόρτα.

Θα ξημερώσει.
Πάλι...
Σε μια ζωή γεμάτη Οδύνη και Χαμό.
Αφέθηκες στον Άρχοντα του Χάους
μα ούτε Αυτός σ'αγγίζει Πετρωμένη.

Ουρλιάζουν Λύκοι στα όνειρα του ξύπνιου,
μα εσύ θυμάσαι τον Παράδεισο.
Και η καρδιά σε πρόδωσε ξανά.
Νεκρή αφήνεσαι στη Δύνη,
να σε σπαράξει Πόνος,
μή και νιώσεις πως ακόμα ζεις.

Και ας μήν γίνεις Ποτέ δικός μου
οι Θάνατοι θα σε φυλούν κάθε νύχτα.
Και η καρδιά θα σε πονά
καθώς θα αφήνεται ξανά
στη Δύνη του Απολυτου Τίποτα.

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

Σακάτης Χρόνος

Τρεκλίζεις στα σοκάκια μεθυσμένος.
Ζαλάδα και αναγούλα στην ψυχή...
Στις σκοτεινές γωνιές ξερνάς τα δάκρυα σου.
Τρομάζεις απ'τις σκιές της ζωής.

Σε ρώτησαν οι φίλοι πώς περνάς,
απάντησες η επιβίωση πονά...
Καρφώνοντας το βλέμμα στο κενό
σκοτείνιασες τη μάσκα που φοράς.

Σωριάζεσαι σε ήσυχες γωνιές,
ακούς τα βήματα του κόσμου.
Πίσω από βλέφαρα κλειστά
ζεις τους εφιάλτες κάθε δρόμου.

Διάολοι σ'αρπάζουν απ'τα μαλλιά,
γελούν καθώς οργίζεται η μορφή σου
και σαν τσιρίζεις από μίσος και χαρά
τσακίζουν τη σαθρή ύπαρξη σου.

Ο πόνος σου σε έφτιαξε σακάτη.
Η πίκρα σε ονόμασε αρά.
Δαιμόνια τύχη σε χάραξε στην πλάτη.
Σακάτης χρόνος τρεκλίζει και γελά.

Κέρνα τους Δαίμονες

Η ζωή σε ρούφηξε...
Σαν στρόβιλλος.
Η πραγματικότητα δεν υπάρχει...
Λαμπιρίζει στη νύχτα σαν πετράδι ψεύτικο.
Νομίζεις πως ξεχνάς, μα σαν ξημερώνει η οδύνη πνιγηρή θηλιά.
Ακούς τα πουλιά που αναγγέλουν τη μέρα
και ξεσπάς σε λυγμούς.
Ο χρόνος δεν υπάρχει.
Μετράς τους μήνες με βάση τις χαμμένες ψυχές.
Νέκρωσες και σε ραίνουν μύρο οι αναμνήσεις.
Κερνάς τους Δαίμονες το κρασί της Αλήθειας
και παρατηρείς πώς φωτίζουν αργά, μα σταθερά.
Αλλάζεις.
Ξορκίζεις την ύλη και βυθίζεσαι σε ένα Φως που φαντάζει ξένο.
Η αγάπη σε καλεί μπλεγμένη σε λυγμούς.
Η Απώλεια σε τσακίζει.
Κέρνα τους Δαίμονες χολή από τη Λόγχη...

Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

Η Πόρνη της Βαβυλώνας



Σε είδα...
Να αστράφτεις Σκύλα της Κολάσεως.
Πνιγμένη στο αίμα απ'τα πτώματα της ύλης.
Οργή ξεσπούσαν τα μάτια σου
και φλόγες δαιμονισμού.
Το στόμα σου εξαπέλυε δράκους μίσους.
Τα δάχτυλα γραπώναν το θεριό,
με πόθο μανιώδη.
Ύπουλη και ψεύτρα.
Ιερόσυλη και πόρνη.
Παραδόθηκες στο Δαίμονα χωρίς αντίσταση
και απαίτησες το θρόνο στο πλάι του.
Ζήτησες το κεφάλι της Σαλώμης
τυλιγμένο σε σάβανο φτιαγμένο από πέπλα.
Και το διωγμό της Συζύγου και του Τέκνου.
Καθώς σε κοίταζα απορούσα...
Πώς η παιδική μου ψυχή
λυπότανε που ο Δαίμονας σε είχε αγκαλιά...
Και δάκρυσα για τη μοίρα σου,
καθώς ένιωθα
το μέταλλο να σκίζει το λαιμό μου.

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Φώς



Κρατώντας ένα φακό ψάχνεις στο σκοτάδι.
Δακρύζεις...
Καθώς δαίμονες ξεχύνονται και σμιλεύουν την ψυχή σου.
Φαντάζουν όμορφοι καθώς φεύγουν απ'τα πρόσωπα των ανθρώπων...
Φαντάζουν ξένοι καθώς τους βλέπεις να σβήνουν.
Μια υποκρισία γνώριμη και μια οργή πόσο δική σου...
Γελάς, μα βαθειά μέσα σου κλαις.
Για τον πόνο των ανθρώπων και τα πάθη.
Γνωρίζεις τα πρόσωπα τους, χαράχτηκαν σε ένα σταυρό.
Στάξανε το αίμα τους στο χώμα που πατάς.
Κι αναρωτιέσαι...
Ποιός φακός θα φέξει τη δική σου την ψυχή.
Ποιό μαγικό πέπλο θα τραβηχτεί ν'αστράψεις.
Τα βουνά και το νερό σε καλούν.
Ηχεί το κελάρυσμα από γάργαρα ρυάκια...
Κάθεσαι με διπλωμένα πόδια στη γη
και τραγουδάς στις νύμφες τραγούδια της αγάπης.
Κι εκεί αγαλιάζεις...
Λεύτερη από σκιές και φωτιά.

Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Γνώση



Οι αλήθειες σωριάζονται στα δάχτυλα των ποδιών σου.
Δαίμονες κρατήσαν μπροστά σου καθρέφτες
και σου έδειξαν το Πρόσωπο του Ανθρώπου.
Μια μοναξιά σαν λεπίδα σκίζει την ψυχή σου.
Κι η Ύπαρξη απορεί...
Για την ανάσα που ποθείς να ξεράσεις...
Να πνίξεις... Να σωθείς...
Να ξεριζώσεις από τα σωθικά σου το Σημάδι της Πτώσης.
Μα αντ'αυτού τυλίγεσαι με το Φίδι της Γνώσης
και σπας με την καρδιά σου τους καθρέφτες
που υψώνουν οι θνητοί να σου κρυφτούν.
Ένας Αδερφός βρέθηκε στο δρόμο σου
και σημαδεύει την Αγάπη,
γρυλίζει και σκίζει τη σάρκα του
να ξεχυθούν δαίμονες και ταραχή,
ποθεί την πατρίδα...
Κι εσύ τον αγκαλιάζεις σφιχτά
να τον ταξιδέψεις στους δύο κόσμους.
Στο Φως αγαπά, στο Σκότος αγαλιάζει...
Κι απορείς ξανά...
Βαδίζεις τον Κόσμο νιώθοντας απορία και δύναμη.
Βλέπεις...
Τα σημάδια της Πτώσης που ως πρώτα σου ήταν ξένα.
Κι οι σκεπτομορφές σε συντροφεύουν πια,
μάχονται κ σε δυναμώνουν.
Ψιθυρίζουν στα αυτιά σου αλήθειες και χαμογελάς γλυκά.
Πλέον αναγνωρίζεις την αλήθεια...
Ρουφάς λαίμαργα την Γνώση
και αγνοείς τον Πόνο απ'την πίεση του Διαβόλου.
Αντιδρά το είναι σου στους ψιθύρους,
μα εσύ ακούς και μαθαίνεις...
Κι ας πονά το κεφάλι και ας μουδιάζει το σώμα.
Ενεργοποιείται το κέντρο της ύπαρξης σου
και βυθίζεσαι στο Εν,
καθώς θεοί και δαίμονες μάχονται στο μυαλό σου.
Κι οι άνθρωποι σαθρές, κενές μαριονέτες...
Προσεύχεσαι και αντανακλάς Φως.

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Ο Σκύλος της Κολάσεως



Γρυλίζει μέσα στο αυτί σου η Κόλαση...
Ριγά το παιδικό κορμί στην ανάσα του Κέρβερου
και κύματα φωτιάς σε παρασέρνουν στην Γη της Απώλειας.
Κόκκινο και μαύρο και Σκιές...

Τυλίγεται το κορμί με πέπλα ενέργειας,
άγνωστης ως χτες...
Και πλησιάζει μια παλιά γνωστή να σου κλέψει τη Συνείδηση.
Αντιστέκεσαι και φωνάζεις δυνατά τη Δύναμη σου.

Συνεχίζεις το ταξίδι, βυθίζεσαι..
Σε χρώματα και σύμβολα ξένα.
Ακούς φωνές και συζητήσεις,
από οντότητες που δεν ήξερες καν πως υπαρχουν.

Προχωράς, τουρίστρια στη Γη της Απώλειας.
Στο πλάι σου ο Σκύλος της Κολάσεως
σου κρατά σφιχτά το χέρι.
Σε οδηγεί στον κόσμο της Φωτιάς.

Σαστίζεις... Μα δεν φοβάσαι...
Άγνωστος Κόσμος...
Τόσο ξένος...
Σε καλούν να παραδοθείς στη λάβα...
Μα εσύ γελάς
και σφίγγεις το λουρί Φωτός να ημερέψει ο Σκύλος.

Μια πύρινη γλώσσα θωπεύει το κορμί σου
αγωνιά να εισχωρήσει στο είναι σου...
Εισπνέεις τις ανάσες από φλόγες και γεμίζει το κορμί σου Σκότος.
Βυθίζεσαι... Μα δεν παραδίνεσαι...
Πνίγεις το Σκύλο και ξυπνάς βλέποντας τον Κόσμο με άλλα μάτια.

Εν



Η νόηση παραδόθηκε σε συγκοινωνούντα δοχεία
και μέθυσε στο κρασί της Συνειδητότητας.
Γεύεσαι τους καρπούς του Δέντρου της Γνώσης του Καλού και του Κακού
και επιστρέφεις στις αρχαίγονες μνήμες της πτώσης
στη Γη της ύλης, του όνειδους, του πόνου και της πίκρας.
Αναγνωρίζεις το ερπετό στα μάτια κάποιου φίλου
και σφιχταγκαλιάζοντας μια ψυχή ταξιδεύετε σε πολύχρωμα σύμπαντα.
Δυο χρώματα που συγκρούονται στους αιώνες
τυλίγονται και σχηματίζουν τον πυρήνα του Ενός.
Χρώματα και λάμψεις καταπίνουν το παρόν
καθώς σύμπαντα ξετυλίγονται στα πόδια της ψυχής
και υπερίπτανται ψυχές στην αιωνιότητα των κόσμων των πνευμάτων.
Δυο κορμιά που αστράφτουν απ'τη θερμότητα της θέωσης
και ενώνονται στον κύκλο του Ενός.
Η ανθρωπότητα φαντάζει ένα θέατρο αστείο
και ταξιδεύουν, επισκέπτες, παρατηρητές σε πάνω και κάτω κόσμους.
Η Αγάπη και η Διαστροφή τυλίγονται σαν φίδια
και η ελεύθερη βούληση τιμόνι στο ταξίδι.
Ξυπνάς και φαντάζει το παρόν ανέκδοτο πικρό...
Καθώς διαλύονται οι αυταπάτες της ανθρώπινης φύσης
και πέφτουν οι μάσκες από τις μαριονέτεςτων θεών.

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

Αυγή

Ο Εχθρός στέκεται απέναντι σου.
Με φλόγες και μαγγανίες πασχίζει να σε κερδίσει...
Κι εσύ γελάς...
Από καρδιάς...
Ότι η αγάπη vinci omniat και αγαλιάζεις..
Σου θυμίζει μια πατρίδα, το Φως και τα αδέρφια σου...
Η Λάμψη σου κερδίζει τις ψυχές, καθώς χαμογελάς στο Σκότος.
Και γελάς...
Κατάμουτρα στον πόθο, στην ανάγκη, στο μίσος, στη ματαιοδοξία.
Κουρνιάζεις στην αγκαλιά φτερών και αγαλιάζεις.
Χαζεύεις τη λάμψη στα πράσινα μάτια,
αγωνιάς να αφεθείς στον πόθο και να γευτείς τη λάβα.
Μα στέκεσαι στον Κύκλο της Ζωής και σε φυλούν φτερούγες.
Κοιτάς τ'αδέρφι της Φυγής και Του στέλνεις Αγάπη...
Κεντημένη χρώματα από το οικείο σου Σύμπαν.
Καθώς οι Φλόγες της Κολάσεως φέγγουν στα μάτια Του,
εσύ θυμάσαι τον Εαυτό σου
και σου αποκαλύπτονται Αλήθειες...

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

Ευθύνη

Καθώς πίνεις το δηλητήριο και ρουφάς με μανία το θάνατο
αναρωτιέσαι την ευθύνη που φέρεις σε δυο πληγωμένες φτερούγες...
Τις μαδάς μετρώντας τα δάκρυα και απέμεινες γυμνή και παγωμένη.
Στέκεσαι πίσω από το τζάμι γεμάτη αίματα, μπογιές πολέμου και οργής.
Κοιτάς το μέλλον που σε καλεί, μα είσαι καθηλωμένη,
σε μια αγκαλιά και μια κραυγή απελπισίας.
Γιατί το μέλλον φέρει το παρελθόν ζυγο βαρύ στην πλάτη
και μπήγει καρφιά στα μέλη σου η κάθε σκέψη.
Ξόδεψες χρόνια, πόνο, καρδιά και απέμεινες να κοιτάς το τζάμι
καθώς ό,τι αγάπησες και πίστεψες καλπάζει μακρυά σου,
σε ξεχνά, σε εχθρεύεται, σε αμφισβητεί...
Και καθώς λυγάς, κουφάρι ματωμένο,
συνειδητοποιείς πως φεύγοντας
σου'κλέψαν την ψυχή...
Κ νεκροζώντανη στον κόσμο περιφέρεσαι,
μια ανάμνηση της ζωής που φώτισε την ύπαρξη σου...
Κουφάρι ματωμένο που γελά και σκορπίζει στους ανέμους,
καθώς όρνια σκίζουν ό,τι απόμεινε από τις σάρκες σου
κι εσύ γελάς που ο θάνατος σε εχθρεύεται ακόμη...
Μα κι αυτός θα σε έβλεπε υπεύθυνη για όλα
και λύτρωση δεν θα βρισκες ούτε νεκρή στο μνήμα.
Ματώσανε οι πλάτες σου, μαδήσαν τα φτερά σου
και σωριάζεσαι, ελπίζοντας να'σαι νεκρή,
χωρίς να σπας το τζάμι...

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

Απώλεια

Λυγάς...
Τί να πρωτοξεχάσεις...
Ποιόν πόνο να παλέψεις...
Ποιό θάνατο να πνίξεις στο ποτό...
Παρόντα και μέλλοντα και θέλω κείτονται νεκρά...
Στιβαγμένα κουφάρια που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις.
Φίλοι, αγάπες, έρωτες, ζωή, όνειρα, ελπίδα.
Μόλις χαράξει μια χαρά ξεσπάνε κεραυνοί και την κόβουν στα δύο...
Παλεύεις να επιβιώσεις, μα σε πατάνε στο χώμα...
Ξανά και ξανά και ξανά...
Φεύγουν, προδίδουν, κλέβουν, ψεύδονται, γελάνε ή σε διώχνουν...
Και πάντοτε ξεχνάνε.
Σαν τα χρυσόψαρα...
Μα εσύ στη γυάλα της μνήμης και του άλγους κολυμπάς σε κύκλους,
προσπαθώντας να πνίξεις την ανάσα σου...
Να μην νιώθεις άλλο...

Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

Ανάγκη

Ξεθάρρεψε η προσμονή και πρόβαλε στην πόρτα,
ήλιος του καλοκαιριού στέκει αγέρωχα σαν πρώτα...
Θερμαίνει την άδεια σου ψυχή, της δίνει ευωδίες
να κοιμηθείτε αγκαλιά με όνειρα και αξίες..

Κι ας άλλαξε η όψη σου, καθρέφτης και σε ψάχνει
βαθειά βαθειά ως στην ψυχή αλήθεια να ξεθάψει.
Στο βλέμμα του ο εαυτός που άφησες νεκρό...
Ο πόνος και ο οδυρμός από το ξένο παρελθόν.

Κι ανασαίνεις τη σιγή του πόθου και του λάθους.
Απολαμβάνεις τη φωνή του πατρικού σου βάθους.
Οικεία και ασφαλή τα μέλη του Μοριά
και αφήνεσαι στο άγγιγμα της προσμονής και της λευτεριάς.

Να ξαποστάσεις στη ζεστασιά της ομορφιάς του κόσμου
και να εισπνεύσεις ευωδιές του απόλυτου σου κόσμου.
Κι αφήνεσαι... Στη προσμονή, στη θλίψη, στην ανάγκη..
Να καθρεφτίζει ο αναστεναγμός την πιο μεγάλη αγάπη...

Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Ματαίωση

Σωριάστηκε η Ελπίδα στα γόνατα κακεντρέχιας...
Ματώσανε τα πέλματα της στερνής χαράς
σ'αγκάθινο μονοπάτι.
Σκίζεις τα ρούχα σου, γδέρνεις το πρόσωπο,
κλαίγοντας ουρλιάζεις.
Στα δάκρυα ξεπλένεται τ' όνειρο απ'το αίμα.
Τρεμάμενα μέλη στηρίζουν την ψυχή μή σωριαστεί.
Κι ο Θάνατος υγρός.

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

Φώτα



Βρυχάται το φως αναμνήσεις που δεν πονούν
γεμάτες συναισθήματα από παιδικά τραγούδια..
Μια αλήθεια που δεν κρύβεται πίσω από μάσκες χρόνων
και ανακουφίζεται στην παιδική ηλικία.
Κοιτώντας τη θάλασσα, θυμάσαι τον εαυτό σου.
Πριν ποτίσει χολή η αλήθεια το γυαλί.
Πριν σκίσει η Μαινάδα το δέρμα με ξυράφι.
Πρίν χτίσει το θεριό το Κάστρο...
Κι ανασαίνεις...
Τη θάλασσα με όλη την ψυχή σου...
Ξεχνάς...
Το άλγος που στιβάχτηκε στην πλάτη του λεπρού.
Ανασαίνεις...
Νεότητα και όνειρα... Αλήθεια...
Κοιτώντας το νερό θυμάσαι τον εαυτό σου.
Αγέρωχο και όμορφο, καθάριο, αγνό...
Σαν να σβηστήκαν οι γραμμές από το βιβλίο της ζωής σου...
Σαν να ξεχάστηκαν τα χρόνια του θανάτου...
Σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Σαν να μην πέθανες ποτέ.
Γελάς...
Με μια αλήθεια δίχως πόνο ή θυμό...
Και κουρνιάζεις στην πολυθρόνα ευτυχισμένη.
Καθάριο νερό...

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Το άτι της φυγής

Ματωμένα χέρια στραγγίζουν τη ζωή από τα σπλάχνα.
Βάφουν τα μάτια να δείχνεις όμορφη
μή και σαγηνέψεις το Βαρκάρη και σε ταξιδέψει στη λήθη...
Στον ποταμό που απαλύνει την οδύνη και πνίγει τους λυγμούς.
Ταξίδι στη χώρα της αναισθησίας και της φυγής...
Ταξίδι...
Φλερτάρεις το κενό σαν γνώριμο εραστή
που χρόνια σε καλεί στην κλίνη του Θανάτου
στην αγκαλιά της λήθης και της σιγής.
Κει θε να'σαι, ψιθυρίζει, δίχως καρδιά και άλγος,
Πριγκίπισσα μαρμάρων και νεκρών.
Πορφύρα απ'το αίμα σου θα βάψει
το θρόνο που θα κείτεσαι...
Τσιμέντο και γρασίδι.
Τα γατιά της γειτονιάς
θα γλείψουν το κουφάρι σου σε ένα στερνό αντίο.
Κι η δροσιά απ'το ξημέρωμα θα ραίνει το άψυχο κορμί σου.
Μια αγκαλιά απόλυτη στου Άδη το βυθό...
Το σκότος πάπλωμα ελαφρύ όπως τότε στην κοιλιά της μάνας...
Επιστροφή στην αρχή του τέλους της ζωής σου.
Στο τελευταίο τρεμόπεγμα των βλεφάρων σου
ένα άτι θα καλπάζει,
το όνειρο που θάφτηκε στον τάφο της καρδιάς σου.
Και τα παιδιά που αγάπησες θα σε αλείψουν μύρο...
Σφουγγίζοντας τον πόνο σου με την παιδική καρδιά τους
σ'ένα χαμόγελο θα αστράψει η ψυχή σου
καλπάζοντας στο όνειρο ζωής...

Τρίτη 17 Μαΐου 2011

Αμνησία

Προβάλλει ο ήλιος ξανά...
Διακρίνεις το φως πίσω από τσιμέντα και κάγκελα.
Ακούς πουλιά να τραγουδούν
και σκουπιδιάρικα να γδέρνουν την άσφαλτο.

Γεμάτη η ζωή σου χρώματα, τραγούδια και αλκοόλ.
Τεστοστερόνη βουτηγμένη σε ψέμματα και μίσος.
Λίγο χώμα να καλπάζεις και ουρανό να κοιτάς σαν πέφτεις.
Πόνο στο κουρασμένο σώμα να σου θυμίζει την απώλεια.
Δύσπνοια και βήχα του θανάτου της ελπίδας.
Λόγια φιλικά που σκίζουνε τα σπλάχνα
και φωτογραφίες που θυμίζουν τη ζωή σου...

Οσμίζεσαι τη μέρα που ξεκινά και αναστενάζεις.
Θυμάσαι?
Όχι πια...

Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

Τρικυμία



Σύρθηκες...
Κουφάρι της απώλειας
στο χείλος γκρεμών και Αβύσσων,
με τα μαλλιά λιτά,
έρμαιο ανέμων και δακρύων.

Άγγιζες τα βράχια να νιώσεις πόνο
μπήγωντας τα νύχια στις σχισμές αλμύρας.
Αγκάλιασες τα πτώματα ονείρων
και κυλίστηκες αλλόφρωνη σην άμμο,
Ιερεια της οδύνης...

Θυμόσουν σπαροδικά...
τα λόγια αντηχούσαν σαν κύματα τρικυμίας.
Βύθιζες το κεφάλι στον ωκεανό να κοπεί η ανάσα
και πάλευες να πνίξεις την οδύνη.
Φοβόσουν...

Μια λύσσα Κολασμένη σε έσερνε στα βράχια.
Ποθούσε το κορμί να ματώσει
σε παρόν και μέλλον τρικυμίας.
Τα δάχτυλα έσφιγγαν την καρδιά
και πότιζαν την άμμο αίμα.

Βαδίζεις...
Στην άμμο της απώλειας
με τα μαλλιά να ευωδιάζουν τρικυμία
και το κορμί να τρέμει
από τη λαχταρά να ματώσει...

Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Γκρεμός

Ψιθυρίζει ο αγέρας το τραγούδι της απώλειας...
Λογάκια βουτηγμένα στο αίμα απ'το πτώμα του χθες.
Παγωμένες κοίτονται οι ευχές και οι ελπίδες
που μήνες πριν ζωγράφιζες σε γαλάζιους τοίχους.

Εκείνη...
Η πύρινη σκιά που ούρλιαζε φωτιές τις νύχτες...
Εκείνη...
Ο γκρεμός που ατένιζε ο φόβος σου και πάγωνε το αίμα.
Εκείνη...
Η αλήθεια που έβραζε σαν πυρετός του νου.
Η αλήθεια που σε χαστούκισε στα μούτρα...

Ψηλαφίζεις το κορμί σου να μετρήσεις τις πληγές.
Να γνωρίσεις το θάνατο που που σ'άρπαξε απ'το χέρι,
σαν μικρό παιδί που χάθηκε στο πλήθος.
Τα δάχτυλα σου βάφονται στο αίμα.
Χαράζεις στο μέτωπο σύμβολα πολέμου
και ξεχύνεσαι στον γκρεμό,
αλαλάζοντας κραυγή απόλυτης ευτυχίας.

Κυριακή 10 Απριλίου 2011

Το βλέμμα του Ουρανού



Ξαποσταίνει η ψυχή στο βράχο της λήθης.
Γλυκό κρασί, μεθύσανε τα χείλη και οι λέξεις.
Οσμίζομαι ευτυχία...

Τα χρόνια κυλήσανε σε άδεια ποτήρια
και φώτα μες στη θάλασσα.
Σαν χαμόγελο το φεγγάρι κοκκινίζει...

Αγγίζεις τη νιότη με νύχια γαμψά,
θωπεύοντας το στήθος της προσμονής.
Μελάνι καλλιτεχνεί αλήθειες...

Τα βλέφαρα βαραίνουνε σε νότες από γαλάζιο.
Τα δάχτυλα ψάχνουν τη θέρμη της ζωής.
Ζαλίζεσαι...

Κι οσμίζεσαι ευτυχία.

Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Μεθύστε

"We must let go of the life we have planned, so as to accept the one that is waiting for us." Joseph Campbell

Πολύ λίγοι άνθρωποι πραγματικά ζουν τη ζωή τους...

Εγκλωβίζονται σε πρέπει και θέλω, που συνήθως δεν είναι καν δικά τους...
Φτιάχνουν μικρόκοσμους με αστραφτερούς φράχτες, λευκά χαμόγελα και συμβατικές συζητήσεις. Σπάνε τους καθρέφτες και ψυχαναγκαστικά καθαρίζουν τα σπίτια και τα ρούχα τους. Αποστρέφουν το βλέμμα από την ασχήμια, την αλήθεια, τη ζωή. Και αργοπεθαίνουν...
Καταλήγουν σε ένα καφενείο να μιλάνε για πολιτική, μεθώντας και αναπολώντας παλιές κατακτήσεις, ή κάνουν μετάνοιες στην εκκλησία σε μια απέλπιδη προσπάθεια να γεμίσουν το κενό τους. Οι πιο "επιμελείς" απολαμβάνουν τους καρπούς των "κόπων" τους ταξιδεύοντας, ή παλεύοντας με την απραξία και τα εγγόνια σε εξοχικά, ή χωριά. Χαραγμένες ρυτίδες στα πρόσωπα τους ουρλιάζουν για τη ζωή που τελειώνει και δεν έζησαν.

Και σαν κλείσουν στερνή φορά τα βλέφαρα τους, δακρύζουν καθώς ακούν τον ψίθυρο των καταραμένων ποιητών:

"Να αδράξω την αλήθεια μέσα σε μία ψυχή και σε ένα σώμα"
Arthur Rimbaud

Τρίτη 22 Μαρτίου 2011

Κιμωλία

Βαμμένα τα χέρια λευκή σκόνη.
Διαλύθηκε η κιμωλία στα χέρια
σαν όνειρο που στράγγιξε σ'ένα λυγμό.

Ανέμιζαν οι τούφες στον αγέρα
καθώς τσίριζε το ξύλο μες στο τζάκι
κι απέμεινες στήλη άλατος μπροστά στη φρίκη.

Κόμπος η προδοσία στο λαμό σου
μέτρησε τα λόγια της φυγής
κι απόθεσες οργή και μένος
στο κούτσουρο της ντροπής.

Σαστισμένη η πόρνη ρώταγε τ'όνομα σου
και ζέσταινε την οχιά στη φλόγα
καθώς λυγούσαν αδύναμα γόνατα σου
σωριάστηκες λεπρή στο κάθε ψέμα.

Δυο κορμία ζάσταινε η φλόγα
κι έμπηξες Καιάδα φωνή
να ξορκίσεις τον πόνο απ'τα στήθια
να λιώσει στη φλόγα η οργή.

Μαρμάρινη ψέλλισες δυο λόγια φιλικά.
Κι απέστρεψες το βλέμμα του θανάτου.
Χαμόγελο από κερί και έλιωσε μεμιάς
στα βήματα του αοράτου.

Βαμμένα χέρια απ'την κιμωλία.
Σφίγγεις τον σπόγγο και στάζει δάκρυ.
Ξεπλένεις τα σχέδια της ζωής.

Υψώνεις το χέρι και χαράζεις
το τέλος στον πίνακα της σιωπής.

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Μένος



Οργή βράζει στα σπλάχνα σαν της κολάσεως πίσσα.
Βυθίζεις τα νύχια στις σάρκες σου να αντέξεις το μένος.
Σφίγγεις τα δόντια να ματώσουν οι λέξεις
και ο νους χτυπά κύμβαλο φωτιάς.

Σωριάστηκες στο βόθρο της αλήθειας
και πνίγεσαι στα λόγια που ήθελες να πιστέψεις.
Ψέμματα και ευσεβείς πόθοι
όνειρα και μήνες βρωμερής λήθης.

Τσακίστηκες στα βράχια όπως προείπες...
Κουφάρι ανεμίζεις στον θαλασσινό αγέρα
κι οι γλάροι τσιμπούν κομμάτια σάρκας,
βορά στα νεογνά τους.

Θα θρέψεις τους ταξιδευτές της θάλασσας,
χωρίς τη θεληση σου
καθώς θα σε χλευάζει η πλάση,
σκαρί σακατεμένο.

Ουρλιάζεις...
Το χρόνο που βούτηξες στο βόθρο των ονείρων
και κατασπάραξε την τελευταία σου πνοή.
Βήχεις καρκίνο σαν να θες να σου βγουν τα σπλάχνα.
Να ξεράσεις την καρδιά άλλο να μη νιώθεις.

Μα ο θάνατος απάνθρωπος, αποστρέφει το βλέμμα.

Ουρλιάζεις...
Τη λύσσα της κολάσεως σε σκέψεις και γιατί.
Ορμάς στον τοίχο και ραγίζεις το άδειο σου κρανίο.
Μπήγεις τα νύχια στο στήθος να ξεριζώσεις την καρδιά.
Ουρλιάζεις στους θεούς για δικαιοσύνη.

Κι αφήνεσαι...
Σε θάνατο γεμάτο με χολή
να πνίξει τη ζωή σου.
Μαινάδα της απώλειας
ξεχύθηκες πάλι να θερίσεις τους παραβάτες.

Κι η Δίκη σου Ατσάλινη Ρομφαία
θα πέσει στα κεφάλια των ληστών,
πληγή δίχως λυτρωμό.
Κι ίσως τότε χαμογελάσεις
και στάξει μέλι στα στήθια...

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Ελευθερία



Ράγισε τ'ατσάλι του ζυγού
και χάσκει το κορμί σου λεύτερο στη νύχτα.
Απειλητικά ακούγονται ουρλιαχτά θηρίων
και κραυγές από άγνωστα μέρη.

Κουλουριάζεσαι στη βάση του κορμού
και κλαις με αλμυρό δάκρυ.
Σκαλίζεις στο χώμα το σήμα του αφέντη
πληγώνοντας τα νύχια σου στις πέτρες.

Μια λευτεριά που πόθησες και τσίριζες τη νύχτα
μα φαντάζει απειλή στο θρόισμα των φύλλων.

Καλπάζεις.
Όσο πιο γρήγορα μπορείς.
Νιώθεις την καρδιά σου να κοντεύει να σπάσει.
Απομακρύνεσαι απ'τη σπασμένη αλυσίδα
με ταχύτητα φωτός
και τα πνευμόνια σου γεμίζουν ευτυχία.

Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Βρώμη

Ποτήρια σπάνε στα δυο
σαν μια καρδιά που δέχτηκε βέλος.
Ερωτεύεσαι.
Τη μουσική, τα φώτα, το αλκοόλ.
Το βράχο που κρύβεται πίσω απ'το οχυρό.
Χαζεύεις τις πλαγιές στο στήθος του
και ανασαίνεις πύρινη αδημονία.
Αυλάκια πόθου χαράζουν την πλάτη, τους μηρούς, τα μπράτσα.
Ζαλίζεσαι.
Με μουσική, φώτα και αλκοόλ.
Οι λέξεις υγραίνουν τη γλώσσα που βουτά σε γλυκό μεθύσι.
Τα αγγίγματα πυρώνουν το νου.
Αναστενάζεις ξεφυσώντας μουσική, φώτα αλκοόλ.
Και φεύγεις.
Αφήνοντας τη βρώμη σε κουβά στο χώμα να καλέσει το άτι προσμονής.

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

Ξημέρωμα

Σκυφτά βαδίζει η προσμονή,
τη σέρνεις απ'το χέρι,
δε θέλει πια να περιπατεί
στα αγκάθινα τα μέρη.

Κουράστηκε η απόγνωση
να σπρώχνει το καρότσι
και ξάπλωσε κατάχαμα
θεριών να γίνει βρώση.

Στέκεις πλάι τους και απορείς
για το συνάφι φίλων
που φορτώθηκε η καμπούρα σου
αντί για ένα πιστό σκύλο.

Πόσες φορές σε πρόδωσαν,
πότε η μια, πότε η άλλη.
Τώρα κείτονται χαμέ κι οι δυο,
γελούν με το δικό σου χάλι.

Πετάς στα μούτρα τους ό,τι κρατάς
όνειρα και ζωή
και αφού τις βρίζεις με οργή
τρέπεσαι σε φυγή.

Μονάχη θα λύσεις τούτη τη φορά
το Γόρδιο Δεσμό.
Δε θα σταθείς να τον κοιτάς ελπίζοντας σε θαύμα
μήτε θα τον κόψεις ξαφνικά σαν παρλιακή μαινάδα.

Βαδίζεις σχεδόν τρέχοντας
μακρυά απ'το συνάφι
και δεν γυρνάς, μήτε ματιά,
στα περασμένα λάθη.

Τίποτα

Αν μ'αγαπούσες τ'αστέρια θ'αλλάζαν χρώμα
και φτερουγίσματα θα μ'αγκάλιαζαν σφιχτά,
αντ'αυτού τρέμουν τα πόδια μου,
τα γόνατα λυγάνε
μπρος στο γκρεμό αιώνιας μοναξιάς.

Πληγές δε θα έχασκαν στον ήλιο και στ'αγιάζι,
ούτε θα ούρλιαζα τον πόνο μου με οργή,
λόγια σκληρά δε θα καρφώναν πάνω σε ξύλο
τη ματωμένη μου, απ'το βλέμμα σου, ψυχή.

Με αναμνήαεις δεν θα μου'φτυνες στη μούρη
όσα εγώ ποτέ δεν έμοιασα με Κείνη
και δε θα γύρναγε η σκέψη σε κάποια χρόνια
που όπως λες για πάντα θ'αναπολείς.

Αν μ'αγαπούσες η ζωή μου δε θα φοβόταν
κάθε ανάσα σου μην τυχόν μου την κλεψουν,
δε θα'χα λιώσει κερί πεθαμένου
δε θα σάπιζα μια ζωντανή νεκρή.

Μια αυταπάτη η αγάπη σου.
Αυτό ήταν. Λόγια κενά και δίχως σημασία.
Μένος του δράκου με γλώσσα όλο λύσσα
και απαξίωση όποιας δικής μου αξίας.

Ύπνος βαθύς, μα εγώ εδώ σπαράζω,
αγκαλιά με την ανάμνηση Εκείνης,
μπήγω τα χέρια στην καρδιά μου και ουρλιάζω
το παράπονο της στερνής μου οδύνης.

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

Ατενίζεις το μέλλον και διακρίνεις απουσίες.
Ή μήπως αυτό είναι το παρελθόν?
Απογοήτευση. Ή απελπισία?

Αναπολείς λόγια που ψέλλιζες χρόνια πριν.
Πριν μια ολόκληρη ζωή...
Ή πριν πολλές ζωές?

Κι απορείς ποιά είσαι.
Κοιτάς τον καθρέφτη
και αναγνωρίζεις μόνο τη θλίψη.

Βαριά φωνή.
Αγκιστρωμένη στην πέτρα που έχεις για καρδιά.
Αναλογίζεσαι υποχρεώσεις και κληροδοτήσεις.
Να'ναι όλα τακτοποιημένα.

Και θ'απομείνουν μόνο φωτογραφίες.

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Σκοτάδι

"Πνίγεται όποιος βυθίζεται και δεν κολυμπά."
Ο πνιγμός δεν είναι η χειρότερη εκδοχή...
Σιωπή, σκοτάδι, λήθη, ανυπαρξία.
Όμως δεν πνίγεσαι. Τουλάχιστον όχι κυριολεκτικά.
Κι όσο ακίνητος κι αν μένεις δε θα λυτρωθείς.

Μια μάνα έπεσε σε ποτάμι με το οκτάχρονο αγοράκι της.
Το'δεσε γερά στο κορμί της να μην μπορεί να κολυμπήσει.
Βυθίστηκαν αγκαλιά στο σκοτάδι.

Ο ποιητής της Πρέβεζας βούτηξε στη θάλασσα και πάλευε να πνιγεί.
Πάλευε. Η ακινησία ήταν αδύνατη στην τελική απελπισία του.
Η θάλασσα τον πρόδωσε. Αυτοπυροβολήθηκε κοντά στο καφενείο του χωριού.

Ο Εθνικιστής λόγιος έφιππος βυθίστηκε στην αγκαλιά του Ποσειδώνα.
Κι αυτός δεν αρνήθηκε την αγάπη του.
Τον αγκάλιασε το σκοτάδι.

Κι απορείς. Ατενίζοντας τσιμέντα από ψηλά και πατώντας πλήκτρα.
Γυμνή δίχως αγκαλιά και σωστή κουβέντα.
Ποιό υγρό στοιχείο θα σε αγκάλιαζε σαν την κοιλιά της μάνας.
Κείνο το υγρό σκοτάδι σιγουριάς που χαράχτηκε στη μνήμη της ύπαρξης σου
και σφαδάζεις έξω από αυτό, τσιρίζοντας τη μοναξιά σου.
Ακάλυπτη στον κόσμο.

"Πνίγεται όποιος βυθίζεται και δεν κολυμπά."
Κουνάς τα χέρια ψάχνοντας να βρεις μια έξοδο στο σκοτάδι.
Ή από το σκοτάδι?...

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Ελπίδα




Θαμμένη στα συντρίμμια η ανάσα σου αργοσβήνει.
Πνίγουν οι καπνοί τη θέληση για ζωή,
όπως τα φίδια το μυθικό Ηρακλή στην κούνια.
Τυλίγεται η πίκρα στο λαιμό σου.
Να σκάσει το νεογνό να λυτρωθεί η προδομένη.
Άδικο μένος, μα στην αλήθεια δεν χωρά το άδικο.

Στριφογυρνάς, αδυνατώντας να παραδωθείς σε ψεύτη Μορφέα
που παζαρεύει άπονα τα όνειρα του ξύπνιου.
Πονάς. Μα δεν ποθείς τη λήθη.
Γραπώνεσαι με τα νύχια στον γκρεμό,
ελπίζοντας πως μόλις σηκωθείς
θα αντικρύσεις τα Ηλύσσια Πεδία
και πίσω απ'το λόφο τη Διηάνειρα να καλπάζει.

Και τα κεριά θα σβήσουν,
Σαν τη ζωή που τέλειωσε.
Κι η ευχή θα φυσήξει για τη ζωή που αρχίζει.


Πονά το κορμί. Ραγίζει.
Το γδύσανε από φίλους και σιωπές που τρέφαν την ψυχή.
Και αγκαλιές θηρίων.
Μα οι θάνατοι γλυκείς.
Σαν την αυγή της μέρας που μυρίζει βροχή.

Ελπίζεις και προσμένεις.

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

Εγκατάλειψη

Τσιρίζει η σιγή στα αυτιά σου.
Σέρνεις κύμβαλο αλλαλάζων στα σοκάκια της απώλειας
κι απλώνεις το χέρι για ελεημοσύνη.
Άφαντη η συμπόνοια.
Πρόσωπα γεμάτα χαιρεκακία σε προσπερνούν.
Τρέχουν να αρπάξουν τα τιμαλφή απ'το κουφάρι που κείτεται στο δρόμο
και ανατριχιάζεις στη σκέψη πως έπεται η σειρά σου.
Μήνες αγωνίστηκες να φτάσεις σε τούτη την πόλη των νεκρών.
Αφέθηκες στα όρνια και στις αμμοθύελες να σμιλέψουν το κορμί σου.
Και οι ληστές σε απάλλαξαν απ'την Αξιοπρέπεια.
Οι πληγές σου χάσκουν στον ήλιο και αναπολείς τις ώρες που σε ξέσκιζαν κοράκια.
Οι κραυγές τους σε καθήλωναν στο χώμα.
Τα ράμφη τους τραβάγανε τα ρούχα σου
και η οργή τους απομυζούσε την ψυχή σου.
Τσιρίζει η σιωπή στα αυτιά σου.
Δεν αντέχεις την αναμονή για το ξημέρωμα.
Εκλιπαρείς τη νύχτα να σου ορμήξουν σκύλοι και να σε διαμελίσουν.
Τότε το πλήθος θα σε αναζητήσει παντού, θα μάθει το όνομα σου.
Θα ψάχνει με αγωνία να βρει το κουφάρι σου και να αρπάξει την καρδιά σου.

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής σου

Ξανά...
Ανττικρύζεις συντρίμμια. Εποχές και αναμνήσεις.
Κι ανάμεσα τους αποκαίδια όνειρα.
Μα η απώλεια εσαεί υπέρτατη ηδονή...
Ελευθερία.
Και η καινούργια αρχή βάλσαμο.

Σ'απογυμνώνει η ζωή από όσα έχουν σημασία.
Από κάθε τι μικρό που χαρίζει ευτυχία.
Για να βρεθεί κάτι καινούργιο να σε συντρίψει.
Κι η κούραση επική...

Μαθαίνεις... Να ζεις χωρίς.
Και πάνω που ονομάζεις κάτι ευτυχία
η γριά σκύλα σου ορμά και σε ξεσκίζει.
Μα πλέον μειδιάζεις αχνά,
καθώς γνωρίζεις την πορεία σου
και τα θέλω που δεν έχεις.

Φαντάζεσαι ευτυχισμένα μέλλοντα,
μα σε αγχώνει το όνειρο, όπως και η ουσία.
Θέατρο η κωλοζωή, μή δίνεις σημασία.

Μον'άντεξε γιατί τα χειρότερα έπονται
και δεν θες να στερηθείς του γέλιου.

Η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής σου.

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Σκοτώνουν τ'άλογα μόλις γεράσουν



Παραπαίεις.
Βήματα μουδιασμένα και μέλη που σε πρόδωσαν ξανά.
Σάπιο σαρκίο φορείς και πλήττεται στις μπόρες.
Παγώνεις ως το κόκκαλο και τρέμεις.
Μουδιάζεις.

Λόγια συμπόνοιας δεν θα αντιχοίσουν στα αυτιά σου.
Χάδι φιλικό δε θα νιώσεις στα πονεμένα μέλη.
Σκυφτά θα σύρεις το ποδάρι στην ουρά στη φάμπρικα
και θα τσιρίζει στα αυτιά σου η κατσάδα της μη παραγωγικότητας.

Χαζεύεις απ'το παράθυρο τις στάλες
κι ονειρεύεσαι αγρούς γεμάτους ψέμματα.
Βαρύς ο ζυγός της άγνοιας,
φτύνει στη μούρη σου χολή η οχιά
καθώς μετρά τα αργύρια που θα δώσει στο δήμιο.

Παραπαίεις.
Όπως το όνειρο που κάλπαζε σαν έκλεινες τα βλέφαρα.
Σκοντάφτεις.
Στην κρίση και στο βόλεμα.
Πνίγονται τα μάτια καθώς βαρούν την πόρτα οι αλήθειες.
Τυφλώνεσαι απ'τα δάκρυα,
να μη βλέπεις στη χώρα των τυφλών.

Σέρνεις το ποδάρι και λυγάς.
Στα γόνατα μπήγεις τα νύχια στο χώμα
και ουρλιάζεις.
Σκοτώνουν τα άλογα μόλις γεράσουν.