Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

Έρημος



Παραπατάει η ζωή στο δρόμο από μεθύσι...
Άγρια η ψυχή αποζητά με μανία αυτό που δεν γνωρίζει.
Τί ψάχνεις πάλι και χάνεσαι στους δρόμους της φυγής...
Ποιά ανάγκη σε έζεψε και τρέχεις να προλάβεις....

Κόκκινα ξανά τα χείλη σου, φτερούγισμα κάποιου πόθου
και αναρωτιέται η λογική πόσο, αυτή τη φορά, θα κρατήσει...
Σαν όνειρο που κάποτε ματώνει και λεκιάζει τα σεντόνια...
Και τη θύμηση, μελανή ιέρεια της ελπίδας.

Και σαν θα'ρθει η άμπωτη με τα χέρια κενά θα βρίζεις
το όνειρο που κηνυγάς και στα βράχια όλο τσακίζεις
το έρημο, γυμνό σκαρί που κορμί ονομάζεις,
και τη μοίρα που αρέσκεσαι γριά σκύλα να φωνάζεις.

Κι ας συζητάς στον ύπνο σου με τους αρχαγγέλους,
κείνοι ψέμματα θα λεν γιατί ποθούν την ύλη
και ας ορκίζονται πως το φως που θωρρείς θέλουν να σου κλέψουν,
κορμί ζητούν και την αγκαλιά που χωρά το σύμπαν.

Και σαν θα ανοίξει ο ουρανός θα πέσουν σαν φλεγόμενοι κομήτες
να κατακάψουν την έρμη γη, να τη λεηλατήσουν
και πίσω τους θα αφήσουνε κρανίου τόπο,
κράζωντας πως αυτή η γη τους πρόδωσε και δεν τους χωρούσε...

Αποκαίδια γέμισαν οι τσέπες σου και λέρωσαν τα χέρια,
τα πασαλείβεις στη μούρη σου, άσχημη να δείχνεις,
γιατί αν θαρρούν πως τους μοιάζεις θα σε κηνυγήσουν
και τότε η έρμη γη θα γενεί πάλι κρανίου τόπος.

Κόκκινα τα χείλη σου, από αρρώστια της ζωής
και απορεί η λογική πότε θα σιγήσουν
οι αρχάγγελοι που θαρρούν πως τους μοιάζεις
και μεθούν την ψυχή σε ξέφρενη ανάγκη...

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

Μπλε



Σε όνειρο σαν να'δα ηλιαχτίδα
να κλέβει μία σταλιά ζωής,
αέρινη πεταλούδα.

Φτερούγισε στο χέρι μου
και ψιθυριστά μου είπε
το όνομα της νύχτας.

Και σαν χαμογέλασα
με κοίταξε και ψιθύρισε
πως γαλάζια μοιάζω...

Και γέλασα εγκάρδια
με αυτό που μου μιλούσε
κι είπε δες τα χέρια σου
εγώ δε σε γελάω.

Σαν κοίταξα τις χούφτες μου
κρύσταλλοι μπλε φωτός αστράφτανε στο κέντρο
και ώρα πολύ έπαιζα σαν να'τανε δυο μπάλες.

Πλησίαζα τις χούφτες μου,
ενώνονταν αστράφταν
και σαν τις απομάκρυνα,
στρογγύλευαν και πάλι.

Γελούσε η πεταλούδα,
της θύμιζα παιδάκι...
Και απαλά φτερούγισε στον ήλιο
να μπλεχτεί.

Σαν ξύπνησα απόρησα
σαν είδα μια πεταλούδα
να τρεμοπαίζει τα φτερά
έξω απ'το παραθύρι...

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Σκοτάδι



Ραγίσανε κομμάτια κρύσταλλα
και πλήγωσαν τα μάτια
κόκκινα δάκρυα ξεπλένουν την αλήθεια
που κυλά στις φλέβες φαρμάκι, πίσσα.

Ο ήλιος σα να χλώμιασε και κρύφτηκε δειλός
τυφλώνεσαι νομίζεις και πανικοβάλλεσαι...
Απλώνεις τα χέρια να πιαστείς από κάπου
να ξέρεις πού βαδίζεις,
μα γύρω σου μόνο νεκρά μέλη,
σκοντάφτεις στα κουφάρια.

Λιώνουν τα μάτια και στραγγίζουν
βρεμμένα τα χέρια σου απ'το αίμα
γλιστρούν και πέφτεις.
Πέφτεις... Πέφτεις... και βγάζεις κραυγή βοήθειας...

Τα κουφάρια γύρω σου βουβά
στροβιλλίζεσαι στη δύνη
και οι τοίχοι βαμμένοι μαύροι πια,
τα πόδια σου γυμνά παγώνουν...

Τυφλή πια, τσιρίζεις για βοήθεια...
και πέφτεις... πέφτεις...
στο πάντα απ'το σκοτάδι.