Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

Στον λέοντα



Καθρέφτες περικύκλωσαν τα μάτια σου
και θόλωσαν απ'το αίμα.
Κραυγές απόγνωσης τρυπάνε τα αυτιά σου
και τα βουλώνεις με σάρκες απ'το στήθος σου.

Κυλά ο χείμαρρος να πνίξει ό,τι νιώθεις,
μήπως σωθείς απ'τη σαπίλα που γέμισε τα στήθια.
Μα δεν ξεπλένεται η πίσσα απ'τα δάκρυα
και δεν αντέχει η ανάσα την καρδιά σου.

Σ'ένα σακί ό,τι γνώρισε η λήθη
και το τυλίγεις με σκοινί από νυχιές
που ξέφευγαν τις νύχτες στο χώμα
καθώς ξέθαβες τα πτώματα του χτες.

Αστειεύεται ο λέοντας της φρίκης
και γελά καθώς τρέφεται απ'την ψυχή σου
κι εσύ άλαλη στη φρίκη της αλήθειας
καταπίνεις το αίμα που σε πνίγει.

Θα το ξεράσεις με μανία στη γριά σκύλα
καθώς θα σκούζεις στο πάτωμα απόγνωσης
και θα ξεσκίζεις την οργή σου με τα νύχια
που σε οπλίσαν τα λιοντάρια της πομπής.

Και θρεμμένη απ'το αίμα των ψεμμάτων,
τις σάρκες της διαπόμπευσης
και το φαρμάκι του γέλωτα
θα αναστηθείς τη νύχτα της σφαγής.

Μια νεκροζώντανη Μαινάδα της απώλειας
θ'αδράξεις τις ψυχές των λεόντων,
θα τους σύρεις απ'τις χαίτες της ντροπής
και θα ουρλιάζουν στους αιώνες των αιώνων
καθώς θα ψάχνεις ποιά κόλαση αρμόζει στην πομπή.

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Κοράκι

Γαμψά νύχια και γλώσσα φιδιού
σε κρατούν δέσμια.
Δάσκαλος της οδύνης.
Κλωτσάς σαν παλιάλογο
να εκδικηθείς το ψέμμα.
Ουρλιάζεις σαν Μαινάδα
να πνίξεις με τη λύσσα.
Η πρόκληση ζοφερή,
κατατρώει την ψυχή σου.
Τα χρώματα παρηγοριά
κι η μόνη σου ελπίδα...

Μεταμορφώσεις



Οι αλλαγές κουράζουν έλεγες
και από τότε μεταμορφώθηκες χίλιες φορές.
Λευκό, μπλε, ουράνιο τόξο.
Πορεία προς άγνωστη στροφή
και πολλοί μικροί θάνατοι.

Κι η μάχη φαντάζει πλέον φοβερή.
Κάγκελα γύρω απ΄το θεριό
και ψίθυροι προδίδουν πώς να το σκοτώσεις.
Μία φωνή τόσο γνωστή...
Ψιθυρίζει αλήθειες που σκοτώνουν.
Ψέμματα που συντρίβουν.
Την οργή και το δράμα του Εγώ που ζητάει αίμα.
Και λιώνει αργά το τέρας μες στα χρώματα.

Εν τρίτο της ζωής σου κι απορείς το μέλλον τί θα φέρει.
Χρυσόδετο βιβλίο με αναμνήσεις του εαυτού σου.
Κι απορίες για το ουράνιο τόξο και το άτι.
Η αλλαγή και η πειθώς εμπειρική.
Οι δάσκαλοι σιωπήσαν.

Σαθρό θέατρο η ύλη και αστείο τραγικό.
Οι αυταπάτες έσβησαν και τα θέλω.
Περιπατείς την ίριδα και ανοίγεις την καρδιά σου...
Σου απόμεινε μονάχα όλο το σύμπαν.
Και τα χρώματα της ίριδος να λούζουν το κορμί σου.

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Χρώματα



Στα τέλη πότισες χολή και το θεριό ούρλιαζε για αίμα.
Τα τέρμηνα αιώνες και το φως σκιά της μέρας.
Σιχάθηκες τον ήλιο και το λευκό του δωματίου.
Τοίχοι γαλάζιοι ξέβαψαν, το μπλε σου εξατμίσθη.

Δάσκαλος σου'λαχε λύκος της απαξίωσης και γύπας της οδύνης
φτύνει στα μούτρα σου φαρμάκι που τυφλώνει.
Και θάφτηκες σε στρόβιλο της μόνης σου οδύνης.
Κι όσο κι αν ζήταγες η πόρτα ήταν κλειστή κι ας έκλαιγες με λιγμούς.

Το θεριό ούρλιαζε για ένα κομμάτι κρέας, τα σωθικά του ήλιου.
Να σου χαιδέψει τα μαλλιά μια λέξη εγωισμού.
Να σε θρέψει μια αγκαλιά εγωκεντρισμού.
Το κέντρο, το τέλειο και το παν.

Και σύρθηκες απ'τα σπάργανα στα τέσσερα θεριό της λύσσας.
Στάζοντας αίμα απ'τα μέλη που διαμέλησες.
Και έθαψες τα κουφάρια όσων δε σε τάισαν
με μια χαρά απόγνωσης και μαύρης σου κατάρας.

Ζητάς, ζητάς και κλείνεσαι. ζητάς ζητάς, δε δίνεσαι.
Κι η αγάπη μύθος του τίποτα και της χαμμένης σου πατρίδας.
Εφιάλτης ήτανε και σε έθαψε αιώνες.

Ο δάσκαλος φόρεσε προβιά προβατου και πλησίασε,
πρόθυμος να θυσιαστεί τα δόντια του εγώ σου.
Και τράβηξες τα χείλη σου σε σαρδόνιο χαμόγελο.
Καινούργια, φρέσκια λεία............

Με λύσσα τον άρπαξες απ'το λαιμό να ξεσκίσεις τις ροδαλές σάρκες,
μ'απέμεινες με την προβιά, στήλη άλατος να κοιτάς το δράκο.
Φλόγες σε καίνε και αλυσίδα βαριά σε δένει στα πόδια.
Σκύβεις το κεφάλι και καταπίνεις το δηλητήριο που παραλύει τα θύματα σου.

Μα στον ύπνο σου τρέχει απ΄το στόμα σου και αργά τον σκοτώνει.
Και κείνος χτυπά τις φτερούγες του να φύγει, μα απομύζησες κάθε πνοή ζωής.

...............................................................................

Εφιάλτης σε ξυπνά τα βράδυα και ουρλιάζεις.
Βλέπεις πως είσαι δράκοντας που ξεσκίζει σάρκες.
Κι ας κλείδωσες τη Μαινάδα στο πιο βαθύ κελί,
κείνη ψιθυρίζει στην καρδιά ξόρκια οργής.

Τα χρώματα που βλέπεις σαν κλείνεις τα μάτια γαλήνια,
γαλάζιο, μπλε, μωβ, πράσινο και κίτρινο.
Χαιδεύουν τη ψυχή σου και παραλύουν το κορμί σε χορό λευκού.
Μα ο δάσκαλος χτυπά τα κάγκελα να ξυπνήσει το θεριό
κι εσύ καλύπτεσαι με χρώματα να αποφύγεις το φευγιό.