Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Νεράιδα



Χρώματα πλεγμένα στα μαλλιά.
Σκιες από γαλάζιο.
Μικρόσωμη στέκεις και σαπίζεις
όρθια σε βρεγμένο χώμα.

Οργισμένη ξερνάς οχιές
κι η λάσπη βουλιάζει κάτω απ'τα πόδια σου.
Κι αν κρύφτηκε ο ήλιος
σε ανάσες πιεσμένες
σκοντάφτεις στα φίδια που ελευθέρωσες.

Με ένα κλαδί σκαλίζεις τις ψυχές
ζωή να τους ρουφήξεις.
Κι αρπάζεις όσα μπορείς να φορτώσεις στην πλάτη
φτύνωντας τα άδεια χέρια που μένουν πίσω σου.

Χρώματα πλεγμένα στα μαλλιά
και σφίγγεις το μαχαίρι.
Γυρνώ την πλάτη και καθώς με γονατίζει ο πόνος
ψιθυρίζω "Μαινάδα..."

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Λευκό



Βαδίζεις
πλεγμένα τ'αστέρια
σε χέρια λευκά
ανάσα σιωπής
φτερά χτυπάς
η νύχτα εισπνέει χρώμα ζωής
ήχοι αγγίζουν ασήμι ψυχής
Σαλεύει ο χρόνος
ζυγός της ελπίδας
χορεύει η νύχτα
νύμφη ξανθή
δυο χέρια σαν κρίνα
γλώσσα λευκή
απόνερα λέξης
σκέψη υγρή
δακρύζει στο χρόνο
διαμάντι ζωής
Ξεχνιέται ο ήλιος
σε κλίνη χαράς
κι οι ήχοι ραγίζουν
σε μάτια υγρά
Καλπάζει ο χρόνος
άτι λευκο
ο δρόμος αστρένιος
μακρύς ουρανός

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Πηγάδι


Εικόνες τρυπάνε το μυαλό
κι ο πόνος σαν τρυπάνι.
Χτυπά τα μηνίγγια και σφίγγεται η λογική
να αποτρέψει την κατάρρευση.

Η απώλεια φαντάζει δεύτερη μάνα σου
και βάδιζε πάντα αγκαζέ με την εκλογίκευση,
σαν δυο κυριούλες που σε ακολουθούν
και εσύ τους προσφέρεις τσάι.

Μπήκαν στο σπίτι σου,
μουσαφίρηδες και δεν σε άφησαν έκτοτε.
Πουτάνα εκλογίκευση.
Κάθαρμα φόβε, προαγωγέ της.
Και η απώλεια τα χρόνια που βαραίνουν το κορμί σου.

Τούτη τη φορά σφαδάζεις πιότερο από κάθε άλλη.
Κι αδυνατείς να σύρεις έστω ένα βήμα.
Σαν να τέλειωσε η ζωή σου, την κατάπιε το πηγάδι
και όσο και να μπήγεις τα νύχια στις πέτρες
βουλιάζεις και πιο κάτω.

Διδάχτηκες, δεν μπορώ να πω,
μα στο διάολο τα μαθήματα!
Και όχι δε θα προσέχω στο μέλλον.
Αποζητάς το παρελθόν
και σπαρταράς απώλωλη στα μελανά νερά.

Μία χαρά ξέθαψες απ'τα πτώματα της ζωής σου
κι αυτή επιπόλαια την πέταξες στο βόθρο της φυγής.
Το μέλλον φάνταζε όμορφο, ή απλά ξένο
και ρούφηξε την πραγματικότητα στο στρόβιλλο φυγής.

Πουτάνα εκλογίκευση και ο φόβος προαγωγός της.
Και καταλήγεις μισότρελλη να ουρλιάζεις όχι άλλο!
Τέλος οι θυσίες και οι γενοκτονίες της ψυχής
για όσα κρίνονται λειψά.
Να πάει να πνιγεί το όλον.

Μα ό,τι αφήνεις ίσως να μη γυρίσει.
Ό,τι ξερνάς με λύσσα δε σε αναζητά.
Κι ότι αγαπας δεν το διώχνεις.
Μπήξε να νύχια στις πέτρες και γδάρε τη μορφή σου.

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

Καμμένη γη



Τα σύννεφα διαλύθηκαν
και εφάνη γη φωτιάς,
χωρίς νερό και σκιά,
με ματωμένα βράχια.

Λαλούν σκιές απώλειας
και εθνικού λοιμού
καθώς βαδίζεις σε σοκάκια
από χώμα μακρινής πατρίδας.

Σταυροί χρωματίζουν τον ουρανό
και στα πλακόστρωτα ηχούν τακούνια λήθης,
καθώς η ευσέβεια φορεί μανδύα λύκου
και περιπαίζει πραματευτές απ'την δασώδη Δύση.

Έπλεξες την αγάπη σου σε κοσμήματα φτηνά
και πρόσφερες χαμόγελα στα άλαλα πλήθη,
καθώς ξεψυχούσε και η τελευταία ελπίδα στα σωθικά σου.
Σταυρούς καρφώσανε στην πλάτη, ενθύμιο της καμμένης γης.

Κρύβεσαι πίσω απ'ότι θωρρείς γνώριμο
και αφουγκράζεσαι τη γη.
Βογγάει απ'τη λειψιδρία και φέρει ζυγό θυσίας.
Ο ήχος από κύμβαλα κενά πονάει τα αυτιά σου,
σκύβεις την κεφαλή να προφυλαχτείς από βεγγαλικά χαράς.

Ανασαίνεις σάπιο αέρα καθώς χάνεσαι στο πλήθος,
πανικόβλητη σε στρόβιλλο φωνών που δε γνωρίζεις.
Τρέχεις να σωθείς από τη λαίλαπα
και πληγώνεις τα πόδια σου στα αγκάθια της θρησκείας.

Στα σύννεφα ξεφυσάς ανακούφιση
και αποστρέφεις τη μνήμη από μέρες ήλιου.
Και σαν πατάς το χώμα της πατρίδας
ανασαίνεις ελπίδα γνώριμη, λειψή από σφαγές.

Μα η ανάμνηση θα στοιχειώνει τα όνειρα σου.
Οι φόβοι και τα πνεύματα που πάλευαν στις σκιές
και ρούφηξαν τη ζωή απ'τα σπλάχνα σου,
μήπως και άνθιζε σπόρος στην καμμένη γη...