Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

Φυγή

Από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου φεύγεις.
Τρέχεις να ξεφύγεις απ'τον εαυτό σου και το παρελθόν.
Και ό,τι σε πλήγωσε, σε πρόδωσε και σε άφησε γυμνή.

Λιγόστεψαν οι χαρές,
ό,τι σε παράσερνε σε στρόβιλλο ευτυχίας
σου σκάλισε το δέρμα με ξυράφι.
Ουρλιάζοντας απ'τους πόνους
αποτίναξες το χρέος με αηδία.

Παραπατώντας σκίζεις και πετάς τις σάρκες σου
στο διάβα της φυγής.
Μπήγεις τα νύχια να κόψεις κομμάτια απ'την καρδιά,
εκείνα που πονάνε.

Σε δίκασε η επιπολαιότητα και το κυνήγι ευτυχίας.
Άνοιξες την καρδιά σου να θρέψεις την ανθρωπότητα.
Μα δεν άντεξες τον πόνο.
Γκρεμίζεις τον καθρέφτη που έχτισες
και αρχινάς να τρέχεις
προς τα λιβάδια νηνεμίας και λήθης.
Δυο φίλους θα'χεις να καλπάζετε μαζί
και τη θάλασσα να σου ξεπλένει τις πληγές σου με αλμύρα.

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Έρ(ω/πη)τας

Τρύπες στο δέρμα σου ξερνούν πύον
οι έρωτες που έζησες σ'αφήσανε παρά πληγές
και μαρτύριο να ουρλιάζεις απ'τον πόνο,
ανάμνηση διείσδυσης ευτυχίας.

Θαρρούσες πόνεσες σαν σου ξέσκιζαν τα σπάχνα,
μα ο πόνος ούτε που υπήρχε στη ζωή σου...
Η αρρώστια και η μοναξιά τσιρίζουν απ'τον πόνο
και γρονθοκοπούν τον τοίχο σε κάθε σου ανάσα.

Σαλπάρανε με κουρσάρικο οι αναμνήσεις
και βδέλυγμα της φύσης αντικρύζεις στον καθρέφτη σου.
Κάποιος σου κλέβει τα όμορφα της ζωής
και σου χαρίζει λέπρα.

Αντέχεις? Ή θα κρυφτείς στη σπηλιά που θες να λες ζωή?
Αντέχεις? Ή προτιμάς να μαζεύεις δηνάρια για τα γηρατειά σου?
Ξάφνου το νόημα της ζωής άστραψε στην καλή ασφάλεια υγείας
και στον παράδεισο των παυσίπονων...

Κι ο ήλιος πια φαντάζει καρκίνος,
ο καλύτερος σου φίλος μάσκα οξυγόνου,
τα παιδιά σου φορείς ιώσεων
και η ίδια σου η ζωή μια λοίμωξη αηδίας.

Έσπασε η αυταπάτη της αφθαρσίας και τρέχεις να βγάλεις βιβλιάριο υγείας.
Φοβάσαι. Την ίδια τη ζωή και πιότερο τους ανθρώπους.
Τα μιαρά αυτά πλάσματα που κατατρώνε αρρώστιες
και όταν ψωφάνε τις σάρκες τους τις τρώνε τα σκουλήκια.

Τί είναι εν τέλει ο άνθρωπος?? Σάπια σάρκα που τρέφονται μικροοργανισμοί.

Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

Η αγάπη πάλι θα καλεί *

Η ζωή σε χαιρετά με το χάδι της προσμονής
και γλύφει ο ορίζοντας τις πληγές σου,
σκλαβωμένος στο βλέμμα που ψιθυρίζει
"η αγάπη πάλι θα καλεί"...

Κι όπως λιώνουν οι χειμώνες
και μουσκεύουν το κορμί σου
τα ρίγη σε καθηλώνουν στη θέση της φρίκης,
ονειροπολώντας φυγή σε άγρια δάση.

Σκύβεις το κεφάλι και σφίγγεις τα δόντια,
καθώς ανοίγεις τα χέρια
και οι παλάμες σου δείχνουν τον ουρανό.

"Δεν υπάρχει ομορφιά
παρά μόνο στο βλέμμα
που τη φρίκη κοιτάει
κι όμως αντέχει..." *

*Διάφανα Κρίνα
'Κι η αγάπη πάλι θα καλεί'