Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Σιγή

Σαλεύει η σιγή, οχιά της λύπης.
Στάζει αίμα η χούφτα σου
χαρακιά μονογράμματος...
Ο καιρός γαρ εγγύς,
μηδενός τέλους ελπίζεις.
Λευκό μαντήλι σκούριασε
στα δάχτυλα απ'ατσάλι.
Τα βήματα θυμάσαι,
μήνες πριν
που θανάτωσες τη Μία σου Ελπίδα.
Κυλίστηκες στην Άβυσσο και γυμνώθηκες ζωής
φέροντας πληγές του Φαραώ στο μέτωπο.
Σιγή. Πίκρα και οργή.
Και μια ανάσα σάπια που περνά ανάμεσα απ'τα φύλλα.
Σφίγγει τη λεπίδα η καρδιά
και γραφεται στο δέρμα
βουβό μονόγραμμα ζωής.

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

Η ψυχή του Διομήδη



Ράγισε το κρύσταλλο που φέγγιζε η έπαρση
καθώς κατάπινες χολή και φαρμακωνες το αίμα.
Οπλές προσγειώθηκαν βαριά στην καρδιά σου
και στρίψανε με οργή να την κομματιάσουν.

Ερέββινα μάτια, πια σου μιλούν σαν να'ναι στο μυαλό σου
και λυγάει η καρδιά σε βλέμμα καθάριο που ανατριχιάζει.
Καθρέφτης. Φέρνει σύγκριο και κόβεται το αίμα.
Δεν κρύβεσαι, μα σκύβεις το κεφάλι στην αρετή που τόσο σε τρομάζει.

Ξεκάθαρα τα βήματα.
Βαζίζουν, τρέχουν ή καλπάζουν.
Με σταθερότητα που θα ζήλευε ο βράχος του Σινά.
Αλήθεια και σε ανατριχιάζει,
καθώς μιλά μες στην καρδιά σου ο ευγενής όλων των θηρίων.

Κι υποτάσσεσαι στο μεγαλείο.
Λυγά η καρδιά και κλαις από συγκίνηση.
Καθάρια ζωή...

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

Τα χρόνια σε καρφώσανε σε ξύλο της σιγής.
Κρεμιέσαι φύλλο από αίμα.
Σταγόνες δροσίζουνε το μέλλον κρύας γης.
Στο δάκρυ αλμυρίζει γνώριμη φυγή.

Όνειρα θυμάσαι έπλεκες και αναστέναζες περιχαρής
καθώς η γριά σκύλα τράβαγε χαιρέκακα τα χείλη
να φανούν τα δόντια συμφοράς.

Και ήλπισες. Στην αδελφή ψυχή.

Τα χέρια σου βαμμένα δάκρυα απ'την καρδιά
και κόκκινο χώμα της πληγής.
Στέκεις στην άκρη της ζωής
και παρατηρείς αυτούς που ανασαίνουν.

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Νεράιδα



Χρώματα πλεγμένα στα μαλλιά.
Σκιες από γαλάζιο.
Μικρόσωμη στέκεις και σαπίζεις
όρθια σε βρεγμένο χώμα.

Οργισμένη ξερνάς οχιές
κι η λάσπη βουλιάζει κάτω απ'τα πόδια σου.
Κι αν κρύφτηκε ο ήλιος
σε ανάσες πιεσμένες
σκοντάφτεις στα φίδια που ελευθέρωσες.

Με ένα κλαδί σκαλίζεις τις ψυχές
ζωή να τους ρουφήξεις.
Κι αρπάζεις όσα μπορείς να φορτώσεις στην πλάτη
φτύνωντας τα άδεια χέρια που μένουν πίσω σου.

Χρώματα πλεγμένα στα μαλλιά
και σφίγγεις το μαχαίρι.
Γυρνώ την πλάτη και καθώς με γονατίζει ο πόνος
ψιθυρίζω "Μαινάδα..."

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Λευκό



Βαδίζεις
πλεγμένα τ'αστέρια
σε χέρια λευκά
ανάσα σιωπής
φτερά χτυπάς
η νύχτα εισπνέει χρώμα ζωής
ήχοι αγγίζουν ασήμι ψυχής
Σαλεύει ο χρόνος
ζυγός της ελπίδας
χορεύει η νύχτα
νύμφη ξανθή
δυο χέρια σαν κρίνα
γλώσσα λευκή
απόνερα λέξης
σκέψη υγρή
δακρύζει στο χρόνο
διαμάντι ζωής
Ξεχνιέται ο ήλιος
σε κλίνη χαράς
κι οι ήχοι ραγίζουν
σε μάτια υγρά
Καλπάζει ο χρόνος
άτι λευκο
ο δρόμος αστρένιος
μακρύς ουρανός

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Πηγάδι


Εικόνες τρυπάνε το μυαλό
κι ο πόνος σαν τρυπάνι.
Χτυπά τα μηνίγγια και σφίγγεται η λογική
να αποτρέψει την κατάρρευση.

Η απώλεια φαντάζει δεύτερη μάνα σου
και βάδιζε πάντα αγκαζέ με την εκλογίκευση,
σαν δυο κυριούλες που σε ακολουθούν
και εσύ τους προσφέρεις τσάι.

Μπήκαν στο σπίτι σου,
μουσαφίρηδες και δεν σε άφησαν έκτοτε.
Πουτάνα εκλογίκευση.
Κάθαρμα φόβε, προαγωγέ της.
Και η απώλεια τα χρόνια που βαραίνουν το κορμί σου.

Τούτη τη φορά σφαδάζεις πιότερο από κάθε άλλη.
Κι αδυνατείς να σύρεις έστω ένα βήμα.
Σαν να τέλειωσε η ζωή σου, την κατάπιε το πηγάδι
και όσο και να μπήγεις τα νύχια στις πέτρες
βουλιάζεις και πιο κάτω.

Διδάχτηκες, δεν μπορώ να πω,
μα στο διάολο τα μαθήματα!
Και όχι δε θα προσέχω στο μέλλον.
Αποζητάς το παρελθόν
και σπαρταράς απώλωλη στα μελανά νερά.

Μία χαρά ξέθαψες απ'τα πτώματα της ζωής σου
κι αυτή επιπόλαια την πέταξες στο βόθρο της φυγής.
Το μέλλον φάνταζε όμορφο, ή απλά ξένο
και ρούφηξε την πραγματικότητα στο στρόβιλλο φυγής.

Πουτάνα εκλογίκευση και ο φόβος προαγωγός της.
Και καταλήγεις μισότρελλη να ουρλιάζεις όχι άλλο!
Τέλος οι θυσίες και οι γενοκτονίες της ψυχής
για όσα κρίνονται λειψά.
Να πάει να πνιγεί το όλον.

Μα ό,τι αφήνεις ίσως να μη γυρίσει.
Ό,τι ξερνάς με λύσσα δε σε αναζητά.
Κι ότι αγαπας δεν το διώχνεις.
Μπήξε να νύχια στις πέτρες και γδάρε τη μορφή σου.

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

Καμμένη γη



Τα σύννεφα διαλύθηκαν
και εφάνη γη φωτιάς,
χωρίς νερό και σκιά,
με ματωμένα βράχια.

Λαλούν σκιές απώλειας
και εθνικού λοιμού
καθώς βαδίζεις σε σοκάκια
από χώμα μακρινής πατρίδας.

Σταυροί χρωματίζουν τον ουρανό
και στα πλακόστρωτα ηχούν τακούνια λήθης,
καθώς η ευσέβεια φορεί μανδύα λύκου
και περιπαίζει πραματευτές απ'την δασώδη Δύση.

Έπλεξες την αγάπη σου σε κοσμήματα φτηνά
και πρόσφερες χαμόγελα στα άλαλα πλήθη,
καθώς ξεψυχούσε και η τελευταία ελπίδα στα σωθικά σου.
Σταυρούς καρφώσανε στην πλάτη, ενθύμιο της καμμένης γης.

Κρύβεσαι πίσω απ'ότι θωρρείς γνώριμο
και αφουγκράζεσαι τη γη.
Βογγάει απ'τη λειψιδρία και φέρει ζυγό θυσίας.
Ο ήχος από κύμβαλα κενά πονάει τα αυτιά σου,
σκύβεις την κεφαλή να προφυλαχτείς από βεγγαλικά χαράς.

Ανασαίνεις σάπιο αέρα καθώς χάνεσαι στο πλήθος,
πανικόβλητη σε στρόβιλλο φωνών που δε γνωρίζεις.
Τρέχεις να σωθείς από τη λαίλαπα
και πληγώνεις τα πόδια σου στα αγκάθια της θρησκείας.

Στα σύννεφα ξεφυσάς ανακούφιση
και αποστρέφεις τη μνήμη από μέρες ήλιου.
Και σαν πατάς το χώμα της πατρίδας
ανασαίνεις ελπίδα γνώριμη, λειψή από σφαγές.

Μα η ανάμνηση θα στοιχειώνει τα όνειρα σου.
Οι φόβοι και τα πνεύματα που πάλευαν στις σκιές
και ρούφηξαν τη ζωή απ'τα σπλάχνα σου,
μήπως και άνθιζε σπόρος στην καμμένη γη...

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Δυαδικότητα



Αν η Ζωή σε απάνταγε σε κάποιο σταυροδρόμι
Λευκή θα έκραζε γιατί θρηνείς τα σάπια?
Θέατρο έλεγες η ύλη και γελούσες,
μα μες στην ύλη οι πληγές σου ζουν.

Διττή η φύση του ανθρώπου, ωσάν του Λόγου.
Κι Εκείνος έσπασε στον πόνο της σάρκας.
Κι Εκείνος έσφαλε απ'τους ψίθυρους Μαινάδος.
Κι Εκείνος δείλιασε αντικρύζοντας το Μίσος,
γιατί η ύλη κατατρώει την Ψυχή.

Κι ίσως το Πνεύμα να οριζόταν σύμμαχος,
μα'ναι κι εχθρός χειρότερος της ύλης,
καθώς δικαιώνει τα σάπια και παρασύρει
στο χορό Μαινάδων, ενώ η σάρκα αιμορραγεί.

Κι ίσως θρηνείς γιατί τη δυαδικότητα
πάντα την έσπαζες σαν να'τανε παιχνίδι
κι είτε χαιρόσουν σε ηδονές,
είτε σπάραζες καθώς θηρία τρέφονταν απ'τι σάρκες σου.

Και σαν φωτίζει η Πατρίδα μες στο Νου σου
τότε και μόνο τότε χαμογελάς ευτυχισμένη
κι αποστρέφεις τη μορφή σου απ'τα παιχνίδια
που ονόμασες άδικα αυτό που ζεις.

Αν ήταν παιχνίδια όπως αρέσκεσαι να τα ονομάζεις
δε θα ματώνανε τα μέλη σου.
Δε θα ακουγόταν το ουρλιαχτό σου μες στη νύχτα
και δε θα σπάραζες άδεια στο χείλος του θανάτου.

Αποζητάς συνέχεια να ξεφύγεις
καθώς κομματιάζεις την ίδια τη Ζωή
και αποστρέφεις τον εαυτό σου
απ'τον εαυτό σου και ονειρεύεσαι
Πατρίδα και Φυγή.

Τα Αδέρφια που συνάντησες τα δίκασες με μίσος
γιατί ματώναν και πονούσαν όπως εσύ.
Κι απέμεινες Τυφλή μπροστά στους Αόματους
κατηγορώντας τους πως βλέπεις μόνο Εσύ.

Και σαν θα άκουγες τα λόγια Της
θα σκίαζε το πρόσωπο σου
μια Αλήθεια που αρνιόσουνα να δεις
και κοιτάζωντας τη μορφή σου στον καθρέφτη
θα μέτραγες για πρώτη φορά τα αγγεία της Ζωής.

Σ'εκείνον που μιλά με τα θηρία



Στα όνειρα ιδρώτας πνίγει την ανάσα
καθώς ζυγώνει η σκιά.
Θεριεύει ο τρόμος και οι χτύποι σε κουφαίνουν
σαν να βαρούν στα μηνίγγια σου σφυριά.

Απώλεια σαν να'ναι ο εφιάλτης και προδοσία
στο αίμα σου χολή.
Ξυπνάς ουρλιάζοντας ιδρωμένη και ψάχνεις
μια δικαιολογία να κρυφτείς.

Το ψέμα δικαιώθηκε στην ανάγκη
και ο σκοπός αγίασε τα μέσα.
Μα κρίνεις και κατακρίνεις αυτά τα λόγια
καθώς φλέγεσαι στην αμφιβολία.

Ζυγώνει η σκιά και παραλύεις
σαν να ζητά να κλέψει την ψυχή σου,
την ψυχή που απλόχερα χάρισες
σε Αυτόν που ψιθυρίζει στα Θηρία.

Με εικόνες θα απάνταγες σαν ρώταγε τί θέλεις,
Σμαραγδένια αύρα σε φόντο από της φύσης τα μεγαλεία.
Να αγκαλιάζει την πλάση και να γιατρεύει,
να αγγίζει τη φύση των θηρίων,
με μια ματιά που εισχωρεί στην ουσία των πραγμάτων
καθώς αστράφτει τα έμβια σε ακτινογραφία.

Σε αυτό το δάσος να ξαποστάσεις θέλεις,
να σ'αγκαλιάζει το φως της ύλης.
Να βυθιστείς στο κορμί από σμαράγδι
με το χέρι απλωμένο να αγγίζει τα θηρία.
Κι όπως την κεφαλή θα γέρνεις στον ώμο
να αστράφτεις λευκό φως που ιαίνει.

Κι ο Φόβος θα γελάσει σαν ακούσει
τα ονείρατα της παιδικής ψυχής
και σαν από παιδική φοβία
θα κατασπαράξει το φως
που δειλά προσπαθεί να βγει.

Σαν να σε είδα να προχωράς ξυπόλητη σε χώμα
και να ζυγώνεις την ψυχή από σμαράγδι.
Δέντρα σκεπάζαν την εικόνα και σαν να ήταν
ο χώρος γύρω του ποτισμένος από πράσινο χρώμα.
Και τον έβλεπες, άγγιζε την πλάση
με μια ψυχή που εισχωρεί στη φύση
και σαν μαγνήτης σε τραβούσε να εισχωρήσεις
στη σμαραγδένια μπάλα με την ελπίδα να ευτυχήσεις.

Κλείνεις τα μάτια και θυμάσαι την εικόνα
κάθε που ιδρώνεις στον ύπνο σου απ'τον τρόμο.
Και απορείς αν τα μάτια της ψυχής σου
έπρεπε να τα'χεις σφραγίσει.
Γιατί Εκείνος που ψιθυρίζει στα Θηρία
νερό και χώμα είναι που σαπίζει
και σαν πλησιάζεις την ευτυχία που τότε είδες
νερό και χώμα στα χέρια απομένεις να κρατάς.
Με κάποια ψέματα δωράκια της στιγμής
και το Φόβο σκιά σου σε κάθε βήμα.

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

Αντίο

Ξεμάκρυνε έφιππη η τελευταία ελπίδα
και σφίγγεις γερά τους δυο αγκώνες σου
μη και διαλυθείς.

Τα λόγια που δεν ξεστόμισες πύον στο λαιμό σου
και ο πυρετός σε ανακουφίζει στο κρεβάτι της σιγής.

Να πεις... Να πεις...
Για όνειρα, για ελπίδες, για αγάπη...
Για την απελπισία της απώλειας και τον έρωτα μιας ζωής...
Να πεις... Να πεις...
Μη φεύγεις, δεν αντέχω...
Σε κωφό κι άλαλο κύμβαλο της καχυποψίας.

Σιγείς και σφίγγεις τους αγκώνες σου να μη διαλυθείς,
καθώς ακούς το συριγμό απ'τα φίδια της οργής.

Κι όπως γυρίζεις πλευρό στο κρεβάτι λέπρας,
φαντάζεσαι πως αγκαλιά σε κρατά η αγάπη και η ζωή.

Λιγοστά δάκρυα αντέχουν να ξεμυτίσουν,
καθώς θρηνείς πάνω απ'τον τάφο της καρδιάς σου.

Ξεμάκρυνε έφιππη η τελευταία ελπίδα
και σφίγγεις γερά τη μοναξιά, μη και διαλυθείς...

Χρέος

Χρεώθηκες τα ψέμματα που στράγγιξε η ανάγκη,
λιγοστές ρανίδες αίματος, να στάξει λίγη ζωή.
Αντίκρυσες τον όλεθρο και το λοιμό με μάτια παγωμένα
καθώς το πληγωμένο κουφάρι σου ξεσκίζανε λόγια της οργής.

Θυμάμαι έλεγες φοβάσαι την αντάρα
που κρύβεται στη θάλασσα κάθε που βραδυάζει.
Και ας της έδωσες ψυχή και όλη την καρδιά σου
φούσκωσε και σ'έπνιξε σε ύβρεις της ντροπής.

Γαλάζιο σε παρέσυρε και τοίχοι βαμμένοι ελπίδα
και θάρρεψες πως βρέθηκε μια αδελφή ψυχή,
μα θεριό σε άρπαξε στα δόντια της μανίας
και τράφηκε απ'το αίμα της καρδιάς που αγάπη αποκαλείς.

Και τώρα μόνη ατενίζεις το χάος που σου απέμεινε για λογική
και παλεύεις να πείσεις τον εαυτό σου πως οι άνθρωποι πετάνε.
Άδειασες από ό,τι σε στήλωνε και η γριά σκύλα γελά,
καθώς σου αραδιάζει στα πόδια σου τα λάθη σου, φίδια φαρμακερά.

Κι αν αγαθή η προαίρεση, χρεώθηκες το ψέμμα
και λόγια που ηχούν στα μηνίγγια σου, μικρά εγκεφαλικά.
Παιδί και έπαιξες επιπόλαια με λόγια και ανάγκη,
μα χρεώθηκες εγκλήματα πόσο φοβερά.

Αποχαιρετάς τη χαρά, την τελευταία αγάπη
και μειδιάζεις τραγικά καθώς μαθαίνεις να πετάς.

Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010

Ο σκύλος της Κολάσεως

Αντίκρυσες δυο μάτια κόκκινα απ'το αίμα
και δόντια που αστράφτανε στη νύχτα.
Έτρεχες για ώρες να σωθείς, τσιρίζοντας, ζητώντας βοήθεια.
Νόμιζες το θεριό το τράβαγε η οσμή σου.
Τα σάπιο σωθικά που ζέχνει η ανάσα σου.
Και η παράνοια που φέγγει μες στο βλέμμα.
Όμως δεν έφταιγες εσύ...
Η φύση του θεριού.

Σάββατο 7 Αυγούστου 2010

Το τόξο στο νερό

Δικαιολογίες και όνειρα σε κρατήσανε 8,5 χρόνια απ'την επανάληψη.
Κούφιοι έρωτες. Σάπιες αγκαλιές που σε έκαναν να νιώσεις κάτι σαν αγάπη.
Ένα γέλιο εδώ, λίγη επιβεβαίωση εκεί και κάποια άδεια ποτήρια.
Ταξίδια, λόγια φιλικά και όνειρα που δεν ήταν ούτε καν δικά σου.
Και η αυταπάτη του σκοπού, της προσφοράς και της πνευματικότητας.
Ραγίσανε τα όνειρα και πάλι γυμνή στέκεις.
Μα δε θα ψάξεις αυτή τη φορά να κρατηθείς από κάπου.
Μήτε χέρι φιλικο θα αναζητήσεις να σε τραβήξει πίσω.
Ερωτεύτηκες τη θλίψη και θα την κρατήσεις αγκαλιά ως το τέλος
καθώς θα αδειάζεις ένα μπουκάλι χάπια.

Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

Φυγή

Από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου φεύγεις.
Τρέχεις να ξεφύγεις απ'τον εαυτό σου και το παρελθόν.
Και ό,τι σε πλήγωσε, σε πρόδωσε και σε άφησε γυμνή.

Λιγόστεψαν οι χαρές,
ό,τι σε παράσερνε σε στρόβιλλο ευτυχίας
σου σκάλισε το δέρμα με ξυράφι.
Ουρλιάζοντας απ'τους πόνους
αποτίναξες το χρέος με αηδία.

Παραπατώντας σκίζεις και πετάς τις σάρκες σου
στο διάβα της φυγής.
Μπήγεις τα νύχια να κόψεις κομμάτια απ'την καρδιά,
εκείνα που πονάνε.

Σε δίκασε η επιπολαιότητα και το κυνήγι ευτυχίας.
Άνοιξες την καρδιά σου να θρέψεις την ανθρωπότητα.
Μα δεν άντεξες τον πόνο.
Γκρεμίζεις τον καθρέφτη που έχτισες
και αρχινάς να τρέχεις
προς τα λιβάδια νηνεμίας και λήθης.
Δυο φίλους θα'χεις να καλπάζετε μαζί
και τη θάλασσα να σου ξεπλένει τις πληγές σου με αλμύρα.

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Έρ(ω/πη)τας

Τρύπες στο δέρμα σου ξερνούν πύον
οι έρωτες που έζησες σ'αφήσανε παρά πληγές
και μαρτύριο να ουρλιάζεις απ'τον πόνο,
ανάμνηση διείσδυσης ευτυχίας.

Θαρρούσες πόνεσες σαν σου ξέσκιζαν τα σπάχνα,
μα ο πόνος ούτε που υπήρχε στη ζωή σου...
Η αρρώστια και η μοναξιά τσιρίζουν απ'τον πόνο
και γρονθοκοπούν τον τοίχο σε κάθε σου ανάσα.

Σαλπάρανε με κουρσάρικο οι αναμνήσεις
και βδέλυγμα της φύσης αντικρύζεις στον καθρέφτη σου.
Κάποιος σου κλέβει τα όμορφα της ζωής
και σου χαρίζει λέπρα.

Αντέχεις? Ή θα κρυφτείς στη σπηλιά που θες να λες ζωή?
Αντέχεις? Ή προτιμάς να μαζεύεις δηνάρια για τα γηρατειά σου?
Ξάφνου το νόημα της ζωής άστραψε στην καλή ασφάλεια υγείας
και στον παράδεισο των παυσίπονων...

Κι ο ήλιος πια φαντάζει καρκίνος,
ο καλύτερος σου φίλος μάσκα οξυγόνου,
τα παιδιά σου φορείς ιώσεων
και η ίδια σου η ζωή μια λοίμωξη αηδίας.

Έσπασε η αυταπάτη της αφθαρσίας και τρέχεις να βγάλεις βιβλιάριο υγείας.
Φοβάσαι. Την ίδια τη ζωή και πιότερο τους ανθρώπους.
Τα μιαρά αυτά πλάσματα που κατατρώνε αρρώστιες
και όταν ψωφάνε τις σάρκες τους τις τρώνε τα σκουλήκια.

Τί είναι εν τέλει ο άνθρωπος?? Σάπια σάρκα που τρέφονται μικροοργανισμοί.

Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

Η αγάπη πάλι θα καλεί *

Η ζωή σε χαιρετά με το χάδι της προσμονής
και γλύφει ο ορίζοντας τις πληγές σου,
σκλαβωμένος στο βλέμμα που ψιθυρίζει
"η αγάπη πάλι θα καλεί"...

Κι όπως λιώνουν οι χειμώνες
και μουσκεύουν το κορμί σου
τα ρίγη σε καθηλώνουν στη θέση της φρίκης,
ονειροπολώντας φυγή σε άγρια δάση.

Σκύβεις το κεφάλι και σφίγγεις τα δόντια,
καθώς ανοίγεις τα χέρια
και οι παλάμες σου δείχνουν τον ουρανό.

"Δεν υπάρχει ομορφιά
παρά μόνο στο βλέμμα
που τη φρίκη κοιτάει
κι όμως αντέχει..." *

*Διάφανα Κρίνα
'Κι η αγάπη πάλι θα καλεί'

Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

Αυτό που οι σκύλοι βαφτίσαν αγάπη*



Χαμόγελο ζωγράφισες να κρύψεις τις χαρακιές.
Γέλιο έπλεξες να σκεπάσεις τις κραυγές.
Μπογιές πασαλείφτηκες να καλύψεις τις πληγές.
Και το πρόσωπο απέστρεψες να γλιτώσεις.

Κλείδωσες την ανάσα σου σε καπνούς και ψέμματα,
να δύνασαι να πορεύεσαι...
Σκυφτή, νεκρή και ανούσια, αιώνια πληγωμένη.
Κουφάρι που ξεβράστηκε στα χρόνια που δεν τελεύουν.

Και δανεικά κι αγύριστα τα χρόνια που αργοπεθαίνεις.
Χρεώθηκες μία ζωή και ξεπληρώνεις αλάτι.
Κι αγάπη που ονομάσανε οι σκύλοι κάθε πόνο.
Πόση αγάπη πια να αντέξεις... Δανεικός ο χρόνος.

*Τίτλος τραγουδιού από το συγκρότημα "Τρύπες"

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Αλήθεια

Χορεύεις τη γύμνια σου σε κύκλους της φυγής
και βουτάς τα δάχτυλα στα σπλάχνα σου που αιμορραγούν.
Χαράζεις γραμμές στην άχνα απ'το δάκρυ σου
και σπας τα τζάμια που σε χωρίζουν απ'τον εαυτό σου.

Ξοδεύτηκε η ζωή σου σε απόπειρες θανάτου ή ευτυχίας
και το ψέμμα πυρήνας της κάθε σου προσπάθειας.
Γιατί η αλήθεια ποτέ δεν χαμογέλασε τα μάτια των θνητών.
Και η αρπαγή είναι πιο γλυκειά αν εκούσια σ'αφήνεται το θύμα.

Προίκα σου ό,τι έκλεψες από τα θύματα σου...
Και τα ψέμματα που έντυσαν την ωφέλεια σου.
Κι απορείς αν το ψέμμα είναι η αιτία του λοιμού,
σαν να υπέστης λοβοτομή αρνείσαι το προφανές!

Κι ας θυμάσαι πως την αλήθεια σου στη φτύσανε στη μούρη,
απαξιείς πια την εξήγηση πως αυτό θέλουν να ακούσουν.
Και το ερώτημα υφίσταται αν ό,τι κλέβεις δίνει ευτυχία...
Η απάντηση τσιρίζει στο μυαλό σου και σπας τον καθρέφτη.

Κυριακή 27 Ιουνίου 2010

Θάνατος



Σκύβεις υγρή πάνω απ'το κουφάρι της μορφής σου
κι αιωρείσαι σε κύματα μολυβένια του θανάτου.
Ταξίδεψε το καθρέφτισμα των χρόνων
στον Αχέροντα της λήθης
κι ο φιλάργυρος βαρκάρης ξεπούλησε την ψυχή σου.

Μπήγουν τα νύχια οι Ερινύες στα σπλάχνα
των νεκρών, βγάζουν τα μάτια που δε δάκρυσαν
στο μαρτύριο σου, σκίζουν τα στόματα που σίγησαν,
ξεριζώνουν τα μέλη που δεν πρόσφεραν βοήθεια.
Κι αστράφτει ένα φως στις κόρες των ματιών σου.

Ατενίζοντας τον Άδη ανεμίζεις τις φλέββες σου που άδειασαν,
βορά όρνεων και θηρίων.
Το παιδί σφυροκοπά τα μηνίγγια σου με την οργή της εγκατάλειψης
και κλειδωμένο στο κελάρι ουρλιάζει απελπισμένο.

Δεν χωράει η κραυγή στους τοίχους και δραπετεύει στο άπειρο.
Χορεύει στο αίμα που στραγγίξανε οι αιώνες...
Κουφάρι σέρνεσαι μοναχό και απλώνεις το χέρι για λίγη στοργή.
Κι η Μάνα στέκει με μια αγκαλιά που πότισες δηλητήριο.

Ουρλιάζει η οργή και η μοναξιά.
Κουφαίνεσαι, σωριάζεσαι στο χώμα.
Και πνίγοντας το μίσος σου
παραδίνεσαι σε αγκαλιά θανάτου.

Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

Φοίνιξ

Δεν απέμεινε σταλιά αίμα να θρέψει την καρδιά...
Και ξεφύσηξε το στόμα την τελευταία ελπίδα.
Μια φλόγα τύλιξε το κατακρεουργημένο κορμί
και έγλυψε τις πληγές με πύρινη γλώσσα ανάστασης.

Ανοίγεις τα χέρια κι οι φλόγες απλώνονται σαν φτερά.
Υψώνεις το βλέμμα στο γαλάζιο της φυγής
και πηδάς στην αιωνιότητα του ποτέ και του κανένας.
Συντρίβεσαι στη θάλασσα λύτρωσης και καθώς σβήνουν οι φλόγες
ξεπροβάλλεις μέσα απ'το νερό Φοίνικας.

Κυριακή 6 Ιουνίου 2010

Φωτιά

Το μπλε αγκάλιασε τις σκέψεις
και αναθάρρεψε η πνοή στα στήθια...
Σκεπάζει την κεφαλή της εξουσίας
και φτερουγίζει η ψυχή στο πάτωμα.

Σέρνεται στην ηδονή κορμί πληγωμένο
και γλείφουν τις πληγές λόγια της φωτιάς.
Αστράφτουνε πράσινα δάση που καίγονται
και ατσάλι σφίγγει τα χέρια σε υποταγή.

Η ζωή βογγάει δέσμια της φωτιάς,
παρασυρμένη σε έναν ξέφρενο χωρό φυγής,
βουτηγμένη σε χρώμα κόκκινο του πόθου
και η αλήθεια απλώνει τα πέπλα της δώρα χαράς.

Η ελπίδα έκλεψε τη φορεσιά της ελευθερίας
και το στέμμα του ορίζοντα.
Ξέφρενα γελά και σχεδιάζει ταξίδια ηδονής
στον άτλαντα παρακμής και απελευθέρωσης.

Χορεύεις στη σκέψη της στολής
που ενδύθηκε ο πόθος
και αναμένεις την έξοδο
απ'τη φρίκη της συνήθειας.

Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

Στον λέοντα



Καθρέφτες περικύκλωσαν τα μάτια σου
και θόλωσαν απ'το αίμα.
Κραυγές απόγνωσης τρυπάνε τα αυτιά σου
και τα βουλώνεις με σάρκες απ'το στήθος σου.

Κυλά ο χείμαρρος να πνίξει ό,τι νιώθεις,
μήπως σωθείς απ'τη σαπίλα που γέμισε τα στήθια.
Μα δεν ξεπλένεται η πίσσα απ'τα δάκρυα
και δεν αντέχει η ανάσα την καρδιά σου.

Σ'ένα σακί ό,τι γνώρισε η λήθη
και το τυλίγεις με σκοινί από νυχιές
που ξέφευγαν τις νύχτες στο χώμα
καθώς ξέθαβες τα πτώματα του χτες.

Αστειεύεται ο λέοντας της φρίκης
και γελά καθώς τρέφεται απ'την ψυχή σου
κι εσύ άλαλη στη φρίκη της αλήθειας
καταπίνεις το αίμα που σε πνίγει.

Θα το ξεράσεις με μανία στη γριά σκύλα
καθώς θα σκούζεις στο πάτωμα απόγνωσης
και θα ξεσκίζεις την οργή σου με τα νύχια
που σε οπλίσαν τα λιοντάρια της πομπής.

Και θρεμμένη απ'το αίμα των ψεμμάτων,
τις σάρκες της διαπόμπευσης
και το φαρμάκι του γέλωτα
θα αναστηθείς τη νύχτα της σφαγής.

Μια νεκροζώντανη Μαινάδα της απώλειας
θ'αδράξεις τις ψυχές των λεόντων,
θα τους σύρεις απ'τις χαίτες της ντροπής
και θα ουρλιάζουν στους αιώνες των αιώνων
καθώς θα ψάχνεις ποιά κόλαση αρμόζει στην πομπή.

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Κοράκι

Γαμψά νύχια και γλώσσα φιδιού
σε κρατούν δέσμια.
Δάσκαλος της οδύνης.
Κλωτσάς σαν παλιάλογο
να εκδικηθείς το ψέμμα.
Ουρλιάζεις σαν Μαινάδα
να πνίξεις με τη λύσσα.
Η πρόκληση ζοφερή,
κατατρώει την ψυχή σου.
Τα χρώματα παρηγοριά
κι η μόνη σου ελπίδα...

Μεταμορφώσεις



Οι αλλαγές κουράζουν έλεγες
και από τότε μεταμορφώθηκες χίλιες φορές.
Λευκό, μπλε, ουράνιο τόξο.
Πορεία προς άγνωστη στροφή
και πολλοί μικροί θάνατοι.

Κι η μάχη φαντάζει πλέον φοβερή.
Κάγκελα γύρω απ΄το θεριό
και ψίθυροι προδίδουν πώς να το σκοτώσεις.
Μία φωνή τόσο γνωστή...
Ψιθυρίζει αλήθειες που σκοτώνουν.
Ψέμματα που συντρίβουν.
Την οργή και το δράμα του Εγώ που ζητάει αίμα.
Και λιώνει αργά το τέρας μες στα χρώματα.

Εν τρίτο της ζωής σου κι απορείς το μέλλον τί θα φέρει.
Χρυσόδετο βιβλίο με αναμνήσεις του εαυτού σου.
Κι απορίες για το ουράνιο τόξο και το άτι.
Η αλλαγή και η πειθώς εμπειρική.
Οι δάσκαλοι σιωπήσαν.

Σαθρό θέατρο η ύλη και αστείο τραγικό.
Οι αυταπάτες έσβησαν και τα θέλω.
Περιπατείς την ίριδα και ανοίγεις την καρδιά σου...
Σου απόμεινε μονάχα όλο το σύμπαν.
Και τα χρώματα της ίριδος να λούζουν το κορμί σου.

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Χρώματα



Στα τέλη πότισες χολή και το θεριό ούρλιαζε για αίμα.
Τα τέρμηνα αιώνες και το φως σκιά της μέρας.
Σιχάθηκες τον ήλιο και το λευκό του δωματίου.
Τοίχοι γαλάζιοι ξέβαψαν, το μπλε σου εξατμίσθη.

Δάσκαλος σου'λαχε λύκος της απαξίωσης και γύπας της οδύνης
φτύνει στα μούτρα σου φαρμάκι που τυφλώνει.
Και θάφτηκες σε στρόβιλο της μόνης σου οδύνης.
Κι όσο κι αν ζήταγες η πόρτα ήταν κλειστή κι ας έκλαιγες με λιγμούς.

Το θεριό ούρλιαζε για ένα κομμάτι κρέας, τα σωθικά του ήλιου.
Να σου χαιδέψει τα μαλλιά μια λέξη εγωισμού.
Να σε θρέψει μια αγκαλιά εγωκεντρισμού.
Το κέντρο, το τέλειο και το παν.

Και σύρθηκες απ'τα σπάργανα στα τέσσερα θεριό της λύσσας.
Στάζοντας αίμα απ'τα μέλη που διαμέλησες.
Και έθαψες τα κουφάρια όσων δε σε τάισαν
με μια χαρά απόγνωσης και μαύρης σου κατάρας.

Ζητάς, ζητάς και κλείνεσαι. ζητάς ζητάς, δε δίνεσαι.
Κι η αγάπη μύθος του τίποτα και της χαμμένης σου πατρίδας.
Εφιάλτης ήτανε και σε έθαψε αιώνες.

Ο δάσκαλος φόρεσε προβιά προβατου και πλησίασε,
πρόθυμος να θυσιαστεί τα δόντια του εγώ σου.
Και τράβηξες τα χείλη σου σε σαρδόνιο χαμόγελο.
Καινούργια, φρέσκια λεία............

Με λύσσα τον άρπαξες απ'το λαιμό να ξεσκίσεις τις ροδαλές σάρκες,
μ'απέμεινες με την προβιά, στήλη άλατος να κοιτάς το δράκο.
Φλόγες σε καίνε και αλυσίδα βαριά σε δένει στα πόδια.
Σκύβεις το κεφάλι και καταπίνεις το δηλητήριο που παραλύει τα θύματα σου.

Μα στον ύπνο σου τρέχει απ΄το στόμα σου και αργά τον σκοτώνει.
Και κείνος χτυπά τις φτερούγες του να φύγει, μα απομύζησες κάθε πνοή ζωής.

...............................................................................

Εφιάλτης σε ξυπνά τα βράδυα και ουρλιάζεις.
Βλέπεις πως είσαι δράκοντας που ξεσκίζει σάρκες.
Κι ας κλείδωσες τη Μαινάδα στο πιο βαθύ κελί,
κείνη ψιθυρίζει στην καρδιά ξόρκια οργής.

Τα χρώματα που βλέπεις σαν κλείνεις τα μάτια γαλήνια,
γαλάζιο, μπλε, μωβ, πράσινο και κίτρινο.
Χαιδεύουν τη ψυχή σου και παραλύουν το κορμί σε χορό λευκού.
Μα ο δάσκαλος χτυπά τα κάγκελα να ξυπνήσει το θεριό
κι εσύ καλύπτεσαι με χρώματα να αποφύγεις το φευγιό.

Κυριακή 18 Απριλίου 2010

Τέλος

Ταξίδεψες σε γαλάζιους τοίχους και αγκαλιές της θάλασσας.
Καθρέφτισες την ψυχή σου στον πράσινο καθρέφτη
κι αυτός στην έφτυσε στα μούτρα.
Πληγές μετράς κι απόγνωση και νιώθεις ζωντανή.
Κι αν χαρά έχεις μήνες να νιώσεις,
ο πόνος σου χτυπά στα μηνίγγια σου,
αιμορραγία αορτής και νιώθεις τη ζωή.

Το τέλος είναι ηδονή, όπως η σκέψη του θανάτου.
Ο πόνος μαχαίρι στην καρδιά κι ανασαίνεις πάλι.
Κι αιμορραγείς όχι για αυτό που έχασες,
μα για την ελπίδα και πόσα όνειρα.

Θυμάσαι την αρχή και το τέλος σε ανακουφίζει.
Μα η πορεία σε βυθίζει σε μαύρους λαβύρινθους
κι ο μίτος κόπηκε σε λόγια που ματώνουν.
Τον πόνο σου φοβάσαι μή γίνει θεριό που κατασπαράζει.
Κι οργή που καίει στο διάβα της το σύμπαν όλο.

Μα είναι γλυκός ο πόνος σου, σαν κείνον του θανάτου.

Τρίτη 23 Μαρτίου 2010

Κενό

Στέκεις στην άκρη και ατενίζεις το κενό,
σαν τότε, σαν πάντα.
Τσιμέντο και γρασίδι και κάγκελα η προσγείωση.
Οραματισμός της πτώσης,
Βλέπεις το άψυχο σου σώμα να κείτεται 6 ορόφους κάτω.
Και νιώθεις να πετάς προς μια σιγή ανακούφιση απ'την απώλεια.

Μια σκέψη σε κράτησε απ'την πτώση,
οι δυο ψυχές που χρεώθηκες να ζήσεις.
Οι μόνοι που σου μένουν. Οι μόνοι σου φίλοι.
Δυο τετράποδα με γαμψά νύχια και το βλέμμα του θεού.

Κι αναπολείς τη στιγμή που για λίγο ένιωσες ελεύθερη.
Η εικόνα σου να κείτεσαι νεκρή.
Θα λεν πως δε σου φαινότανε, δε μίλαγες, γελούσες.
Και πως τούτη τη ζωή πολύ την αγαπούσες.
Καλή κοπέλα κι έξυπνη, πώς έγινε αυτό.

Κι αυτές που σε ακούσανε να ψελλίζεις την αλήθεια,
αψήφιστα χαμογέλασαν και είπαν θα περάσει.
Μα πάντα κορυφώνονται οι σκέψεις σου σε πράξεις
κι αν μια φορά δανείστηκες ζωή, δεύτερη δε θα υπάρξει.

Ίσως ο ύπνος πιο καλός, να φύγεις στα όνειρα σου,
μα μη βγάλεις βοήθειας κραυγή, άπλωσε τα φτερά σου.
Τα δώρα που επιστρέφονται κατάρα λένε είναι,
μα χίλιες κατάρες η ζωή και πιότερη η μία είναι.

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Ακούς?

Ραγίζει η σιωπή, ακούς?
Τα μέλη σπάνε στην παγωνιά, ακούς?
Θαφτήκανε οι ελπίδες μου, ακούς?
Παράμερα στέκει η ζωή και μ'αποχαιρετά.

Το χέρι σου ψάχνω να πιαστώ, ακούς?
Μα τ'αποτράβηξες στην ώρα της οργής
και φαιδρά λόγια έπλεξες στεφάνια θανάτου
σαν να'ταν πέτρινα κι όχι ανάσα του αγέρα.

Απέστρεψες το πρόσωπο, έκρυψες τον ήλιο
και μ'άφησες σε μια ζωή που απεχθάνομαι
να τη ζήσω μόνη.
Και τα στοιχειά με κηνυγούν μακρυά απ'το φως σου
και η καρδιά μου στράγγιξε χωρίς το άγγιγμα σου.

Άδειασα από ζωή, ακούς?
Και ο θάνατος πάλι χτυπά την πόρτα.
Ελπίδα μου ήσουν εσύ, ακούς?
Και το φως που κράταγε ανοιχτά τα μάτια.

Και σε ζωή από σκοτάδι δε θέλω πια να μένω.
Ακούς?
Δε σε αποχαιρετώ γιατί πάντα θα σε ψάχνω,
όμως ίσως σε άλλη μορφή, καθώς η ύλη βαραίνει.

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Στοιχειά



Ανακινήθηκε η ταφόπλακα και πρόβαλε στο φως
το τέρας που κένταυροι φυλάν στα σωθικά σου.
Κι αποζητάς μιαν έρημο να κρύψεις τη μορφή σου,
να μην ραγίζουν τα γυαλιά κάθε που σε καθρετίζουν.

Τα χρόνια δανεικά και για αυτό ξεχνάς,
μήτε μια ανάμνηση δεν απομένει φωτεινή.
Κι αναλογίζεσαι πως άδικα χρεώθηκες στα θεία,
μήτ'αφορμή, μήτ'αιτία πια δε φανερώνεται
στο λαβύρινθο του μυαλού σου.

Ο μίτος έσπασε κι όλο τριγυρνάς στο ξέφωτο
που τα ζωντανά κράζουν "ουδένας λόγος".
Κι ας θυμάσαι το μονοπάτι της λήθης και της χαράς,
πια δε ζουν καταρραμένοι ποιητές ν'ακολουθήσεις.

Κι η χαρά βρυκόλακας που αποζητάει αίμα,
μια επιβεβαίωση σαθρή όπως οι αναμνήσεις.
ίσως ξοδεύτηκε η ψυχή χρόνια πριν
και πια κουφάρι σέρνεις
σάπια μέλη και άδειο μυαλό
να δικαιολογείς το χρέος.

Δε θα βρεθεί Ιθάκη για καταρραμένους να ξαποστάσεις.
Δε θα σε ραίνει λήθη η ακρογυαλιά πατρίδας.
Τα τέρατα αιώνια ζουν και ανασταίνονται
κάθε που δύει ο ήλιος κι αποζητούν λαίμαργα να σε καταβροχθίσουν.

Όσα χαθήκαν θηλιά στο λαιμό
και οι Δρυίδες δεν υπάρχουν πια να σε γιατρέψουν.
Και η ζωή Σισσύφια ταφόπλακα που γκρεμίζεται
στο σάπιο σου κορμί.

Κουράστηκες την αιωνιότητα
και στέκεις σε μιαν άκρη
αναλογιζόμενη τί μπορεί να σε σκοτώσει
ανώδυνα και βίαια συνάμα.

Αιώνια επανάληψη για λόγο ή όχι,
αποτινάσσω το χρέος μου
και οδεύω στο τέλος
με μια χαρά άγρια λύτρωσης και αποχωρισμού.

Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

Ενθάδε κείται ελπίς



Χορέψαμε στην άκρη του γκρεμού πιασμένοι χέρι χέρι,
τρελλοί και αισιόδοξοι στα χρώματα του φωτός.
Τα όνειρα χαράξανε στην ψυχή
λαβωματιές που πλημμυρίζουν αίμα τα σεντόνια.

Μια ανάμνηση η ζωή, καλή, κακή κι οργισμένη.
Η απώλεια κι η μοναξιά οι μόνοι φίλοι
και μια ταφόπλακα στη θέση της καρδιάς,
"ενθάδε κείται η ελπίς".

Σε παρασέρνει η ζωή στο χώμα και τη λάσπη,
παλεύεις να κρατηθείς αρτημελής,
μα ήδη διαμελίστηκες σε χρόνια δικασμένα.

Κάποιες στιγμές χαμόγελου σου κρατούν το χέρι
και οι φίλοι σου που μιλιά δεν έχουν, παρήγορο χάδι στην ψυχή.
Στέκεις πλάι τους κι απλά ακούς την καρδιά τους,
κενή από ανθρώπινα συναισθήματα και μνήμες, παρήγορη παρέα.

Κι αναρωτιέσαι η χαρά αν είναι αυταπάτη.
Και η αγάπη μύθος.
Τη χαμμένη αγκαλιά πια δε νοσταλγείς,
σου αρκεί να στέκεις πλάι πλάι με τα άτια της σιγής.

Αγγίζεις το κορμί τους κι αυτή η θερμότητα σου θυμίζει πως ζεις.
Κι αν ζεις, χρωστάς νομίζεις.
Όμως αρκεί να αναπνέεις. Κι ας σε τρομάζει. Κι ας πονάει.
Καιρός να ζήσεις έτσι απλά, σιωπηλά και στωικά.

Τέρμα τα μεγάλα όνειρα και οι στόχοι.
Βρες μια πατρίδα και κυλήσου στο λιβάδι.
Τόσο απλά, τόσο κενά, τόσο ανούσια.
Να στέκεις πλάι στα άτια της σιγής και να λούζεσαι σιωπή.

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

Συγχώρεση

Στέκεις παράμερα και μετράς τα δάκρυα σου.
Πέτρες λασπωμένες που ίσως και να αξίζουν κάτι,
αλλά για ποιόν.
Να μην περιμένεις τίποτα σου ζητάνε πια οι χειμώνες
και να κοιτάς τον άλλο μες στα μάτια, σαν καθρέφτης.
Μα νιώθεις ο καθρέφτης ράγισε,
γιατί όλο κομμάτια γυαλί βγάζεις απ'τα μάτια.
Πετράδια που δεν αξίζουν τίποτα...
Κι όπως πάλλεται η καρδιά συγχώρεση ψιθυρίζει,
για όλα όσα ζήτησες, μα δεν στα χρωστάει κανείς.
Ούτε εσύ όμως χρωστάς να μη ζητάς.
Και το γέλιο κόκκινο πανί σε ταύρο.
Ξεφυσάς απόρριψη και χυμάς να το ξεσκίσεις.
Πίεση χρεώθηκες κι ας σκύβεις απ'το βάρος.
Τα θέλω μάστιγα, λοιμός και κατατρεγμός.
Ζητάνε οι χειμώνες και παγώνουν.
Σιωπηλά ζητάνε και δίνουν δίχως λέξεις, μήτε καρδιά.
Γελούν και σε δικάζουν.
Μα η καρδιά πάλλεται σε ρυθμούς συγχώρεσης,
γιατί οι μεγάλοι δάσκαλοι με τη μάστιγα ξέρουν να χτυπούν.
Με χέρια άδεια χαμογελάς, καθώς υπερίπτασαι σε μπλε ουρανό.
Και τα παιχνίδια ελέγχου μοιάζουν παιδικά και άσχημα.
Ανιαρά και κρύα.
Γελούν οι χειμώνες και κρίνουν, μα η καρδιά σου άνθισε και απλά χαμογελάς.

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

Αποστράγγιξη



Μαυρίσανε οι σκέψεις
σαν κατηφόρα σε γνώριμα λιβάδια του χαμού.
Ένας κόμπος στέκει καμαρωτός στο λαιμό,
σου γνέφει να μην κλάψεις.
Κι απλά θες να τρέξεις μακρυά,
στον ορίζοντα θανάτου.

Άδειασες, δυο μήνες πάνε απ'την τελευταία ηλιοφάνια,
κι όσο κι αν κρύβεσαι απ'την αλήθεια,
αυτόφωτη δεν είσαι.
Σε τρέφει ο ήλιος που έδιωξες, αστέρι νομίζοντας πως θα γίνεις.
Μα αν δε σου κρατούν το χέρι χλωμιάζεις και παγώνεις.
Πέτρα στην πέτρα και δάκρυα της μοναξιάς, της θλίψης.

Άδειασες... Από μπλε, ελπίδα και αγγέλους
και πια μια σάπια ανάσα μόνο κουβαλάς
βαριά πολύ στους ώμους.
Κι όσα σου φάνταζαν ζωή γκρεμίζονται στα βράχια,
γιατί αυτή είναι η φύση σου, να χτίζεις όσα γκρεμίζεις.

Κρύβεσαι απ'το φάντασμα που λες εαυτό
και παρακαλάς κάτω απ'τα σκεπάσματα να ακούσουν την κραυγή σου.
Μα δεν θα'ρθει κανείς... Όλοι φορούν προβιά προβάτου
και σκίζουνε τις σάρκες σου καθώς εσύ σαπίζεις.

Ενδύνεσαι τη φορεσιά μανιακού βασιλιά
και περπατάς μες σε τραγέλαφο θανάτου,
μήπως και κλέψεις καμιά ψυχή,
μια αγκαλιά, λίγη αγάπη.
Μα ψεύδονται οι άνεμοι που παγώνουν το κορμί σου,
γιατί αυτοί παρέσυραν τον ήλιο μακρυά.
Κι αυτοί πάντα λένε ψέμματα για τη φορεσιά σου,
πως είναι η καλύτερη, βασιλική πορφύρα.

Και μέρα τη μέρα αδειάζεις...
Από όνειρα, κουράγιο και ελπίδα.
Σαν να σε κάρφωσαν βέλη με φαρμάκι
και τρώνε την ψυχή σου.

Μια αναλαμπή, κάποια ζωή που γέλαγες στα ουράνια
κι αυτά καθρέφτιζαν το φως μέσα στα δυο σου μάτια.
Πια δεν έχεις ζωή μήτε εσένα να θρέψεις...
Και στέκεις κουφάρι αηδιαστικό
να τρέφονται απ'τα κομμάτια σάπιας σου σάρκας
οι λύκοι που πάντα ποθούσες να αγαπήσεις.

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

Αδελφή

Η προδοσία κρασί μες στο ασκί σου,
ποτίζει τις καρδιές φαρμάκι και λοιμό.
Αιώνια σκύλα απώλειας σαλεύεις μνησίκακα
πίσω από ήλιους της ντροπής,
του ψέμματος και της συνήθειας.

Τσακίζεις τα κορμιά που ρίχνονται στα πόδια σου
με τη σιδερένια γροθιά που καλείς αγάπη
κι αδιάφορα προσπερνάς
κι αγνοείς κραυγές βοήθειας και ανείπωτου πόνου
καθώς πορεύεσαι στο καθρέφτισμα της λίμνης.

Κοράκι της κολάσεως ξεσκίζεις στήθια,
καθώς ακόμα καρδιoχτυπούν και αναζητούν βοήθεια.
Και πάντα, πάντα κρύβεσαι σε ψέμματα και δάκρυα
βασίλισσα της σιωπής και του μαρτυρίου.

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2010

Ο ορίζοντας του ελαφιού


Ο ήλιος σου βασίλεψε στα βλέφαρα της λήθης,
καθώς κοιμάσαι δάκρυα ποτίζουν τα χείλη αναμνήσεις.
Κλειδώθηκες ξανά στο παιδικό δωμάτιο
και πια ούτε φαντάσματα δε σου κρατούν παρέα.

Η απογοήτευση πικρή κι ο φόβος τρομερός λοιμός.
Αναπολείς τον άρχοντα της Τρίτης Γης,
το δάσκαλο, το φως και την ψυχή σου.
Μα κλείσανε τα φύλλα της καρδιάς και πνίξανε το φως.

Μονάχη, όπως πάντοτε, θρηνείς το τώρα, το ποτέ και το πάντα.
Και τα λόγια που ξεκλέψανε άγγελοι στα λευκά όνειρα σου.
Κι η αγάπη μοιάζει βαριά πέτρα που σέρνει την ψυχή σου
σε Τάρταρα φόβου, φυγής και θρήνου.

Κάποτε ψέλλιζες πως δε σου ζητούν να αλλάξεις οι χειμώνες.
Καθώς πια σου γελούν κατάμουτρα με τα νύχια σου σκίζεις τα λογικά σου.
Μια απόρριψη δειλή της φύσης, ένα γιατί και όχι αποστροφής
γεννά κοράκια στα σωθικά να τραφούν απ'την ψυχή σου.

Κι η κριτική με μανδύα προβάτου σε αρπάζει απ'τον σβέρκο
και παλεύεις να σωθείς, μα σκοτεινιάζεις πάντα.
Υπερφύαλη, εγωιστική και αθλία η φύση του ανθρώπου,
ζητά να τραφεί από πληγές στα στήθια.

Λες κι ο φόβος είναι θεριό με δόντια και στομάχι
κι αποζητά αμβροσία από δάκρυα για να θεριέψει κι άλλο.
Μονάχη αναπολείς τον ήλιο και τη Δίκη
και τη φυγή που σε έκανε ελάφι των αγρών,
που κι αν του μπήγονται καρφιά τα δόντια των ανθρώπων
κείνο αιμορραγώντας τρέχει άνεμος στο τέλος του ορίζοντα
να βρει πεδιάδα γόνιμη, μονάχο του να ζήσει
με τις πληγές μετάλλια και καμάρι του που γλίτωσε απ'τους λύκους.

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

Οι μνήμες του νερού



Σαλεύει η ψυχή σε ρυθμό γκρίζου,
λυγάει και τσακίζεται στις μνήμες του νερού,
καθώς στραγγίζεται και η τελευταία ρανίδα χαράς.

Φαντάζεται το όνειρο βυθό να χαθείς,
στο μαύρο που παρηγορεί το άγνωστο του.
Σαν μια ευχή που έβρεξε τα χείλη.
Σαν μια ανάσα που κόπηκε στην όψη του θεριστή.

Ανάλαφρη... ανάλαφρη...
Σαν σκέψη, σαν κατάρα.
Σαν θέρους ηλιαχτίδα και αεράκι ακρογυαλιάς.
Σαν τον ήχο των κυμάτων,
που σκεπάζουν το κορμί που ξεβράστηκε στα βράχια.

Χρυσή η άμμος που έθαψε κουφάρι ξεχασμένο.
Βορά όρνεων και θεριών της μνήμης του νερού.
Κι ο ήλιος καίει το χρυσό και τούτο λαμπυρίζει,
σαν δάκρυα που κρέμονται στα μάγουλα αστεριών.

Αιώρηση και απαρχή της μόνης σου αλήθειας,
φυγή της λέξης, της σιωπής και της όποιας πνοής στα στήθια.
Σαλεύουν κλαριά τα όνειρα, καθρέφτης του νερού
κι η μνήμη βυθίζεται νεκρή στον παρήγορο βυθό.

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2010

Αχέροντας



Στέκεις στην άκρη της σιωπής
με χέρια απλωμένα στ'αγιάζι
και εκλιπαρείς μια αγκαλιά
απ'το βουνό, το χάδι της μάνας.

Τ'αστέρια τρεμοπαίζουνε στις μνήμες του νερού
καθώς μουλιάζεις παγωμένη σε χείμμαρο δακρύων.
Κλείνεις τα μάτια και λεχούδι σε κρατούνε
δυο χέρια στοργικά που έμαθες μια ζώή να σε στηρίζουν.

Τα δάκρυα μουλιάσαν την ποδιά που ξαπόσταινες τα βράδυα
και μια λέξη έσταζε απ'τα σφαλιστά σου χείλη.
Μη φύγεις, τούτη η αγκαλιά ζωή είναι και μου την κόβεις.
Μη φύγεις και θανατωθεί το παιδί στα σπλάχνα.

Ορφάνια έζησα αβάσταχτη στους αιώνες καταδίκης.
Κι αυτά τα χέρια, που ροζιάσανε στον αιώνα, μόνο έχω
ανάμνηση και ζωντανή μνήμη της αγάπης.
Μη φύγεις, αδειάζει η ψυχή μου.

Ανάσανες το βουνό και σύγκριο σε διαπερνούσε.
Ο Πατέρας έστεκε παράμερα, προσμένοντας το ταίρι του.
Κι εσύ με οργή απέστρεφες την ίδια την καρδιά σου
στα λόγια που σου ψιθύριζε ο αέρας του θανάτου.

Να γραπωθείς απ'την ποδιά, να συρθείς στον Άδη,
να επιστραφούν τα χρόνια σου που δανείστηκες,
να τα πετάξεις στα μούτρα του Χάροντα με αηδία,
που άνομος βαρκάρης θέλει να σου κλέψει την Αγάπη.

Κι όπως ξεμακραίνεις στη ζωή σπαράζει η καρδιά σου.
Γνώριμη η απόγνωση, γνέφει στο πλάι σου στοργικά
πως πάντα κοντά σου θα'ναι.
Μια φίλη στοργική, απώλειας πετράδι.

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Εξάγγελος

Στρόβιλλος η μέθη σου
επιστρέφει σαν χειμώνας,
σαν ήλιος και βροχή,
μα ποτέ δεν ξεχνάς τις εποχές.

Κι αν συννεφιάζεις και ξεμακραίνεις,
σαν ηλιαχτίδα σκας ανάμεσα στα βλέφαρα
και καις ως το κόκκαλο τη ζωή και τη λογική.

Σαν στρόβιλλος ξεχύνεσαι να γκρεμίσεις
αυτά που χτίζουνε οι νύχτες.
Και στον καθρέφτη ορμάς με βια
να ματώσεις το βλέμμα μου καθώς ασπρίζει.

Μα γνωρίζεις το μέλλον,
σοφός Εξάγγελος
και στα σύννεφα θα κρύβεσαι
μετά την καταστροφή.

Και σαν ανάψει φως και πάλι στην ψυχή
θα εμφανιστείς σαν την όγδοη πληγή
να πνίξεις την ελπίδα.
Άγγελος, Εξάγγελος κι η πτώση σου καθρέφτης.

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Φωτιά στο λιμάνι



Κόκκινος ο ουρανός κι αναζητάς
το φως που ζέσταινε την καρδιά σου
κι άνοιγε φτερά σε άλλους κόσμους...
Το χέρι που σε οδήγησε στον μπλε κόσμο
και την αγκαλιά που γέμιζε φτερούγες από αγγέλους.

Φαρμάκι μες στα σωθικά και πνίγεται ο λυγμός
στο δηλητήριο που πότισε την καρδιά σου πίσσα.
Κι απλά ζητάς... Ζητάς, ζητάς και φεύγεις.
Καλπάζοντας σε σύννεφο ζοφερό
που καίει από όπου κι αν περνάει.

Ο ταξιδιώτης γνέφει στα όνειρα
με βλέμμα απογοήτευσης και βαθειάς πίκρας.
Σκύβει το κεφάλι και γυρνά την πλάτη
στην ιέρεια που λέρωσε τα χέρια της με αίμα.

Καθώς απομακρύνεται στο κάδρο της ζωής σου
με τα χέρια ανοιχτά σκορπίζει ανέμους
να παρασύρουν τα δάκρυα που κρύβει
και μια πέτρα βίδωσε στα στήθη για ν'αντέξει.

Βουβή και πέτρινη κοιτάς.
Σιωπάς και δεν σαλεύεις.
Το φαρμάκι ατσάλι έγινε και στέκεις μαρμαρωμένη
με δυο κόκκινα δάκρυα να κρέμονται απ'τα μάτια
απομένεις άδεια να κοιτάς τη φωτιά στο λιμάνι.

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Έρωτας



Ταξίδι ονειρεύτηκες σε απύθμενο γαλάζιο...
Μα η θάλασσα σκύλα μάνα σε κατάπιε
σε βυθό γεμάτο ματωμένα σαγόνια
και ξεσκισμένα μέλη.

Καθώς καταπίνεις ξανθιά λήθη
κι ακούς τη μελωδία της φυγής
μετράς τα άκρα που δε σου λείπουν
και συλογίζεσαι αν τα χαλαλίζεις για το γαλάζιο...

Τραγέλαφος η μούρη σου
καθώς σκέφτεσαι το διαμελισμό
θυσία στο ταξίδι.
Χωρίς Ιθάκη και πλήρωμα
να σου δίνουν ελπίδα
θα θαφτείς στο βυθό
ξεσκισμένο κουφάρι.

Μα το ταξίδι τόσο γλυκό
και η χαρά Μαινάδος.
Η Κίρκη σου σε μάγεψε
και μέθυσες στα λόγια.

Ξανθιά λήθη καταπίνεις
και θρηνείς ελπίδες κι όνειρα,
καθώς σαγόνια τρίζουνε
στα λιγοστά σου κόκκαλα.

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010

Ναυάγια



Τσακίζονται γυμνά κορμιά στα βράχια.
Η νύχτα κρύβει τη βροχή και τον αγέρα
που παρασέρνει όσα ένιωσες
και τα πετά στην άβυσσο
της κάθε σου απώλειας.

Φοβάσαι...
Τα μάτια σου, το χρόνο, τη λήθη και την αλήθεια,
μήν και προδώσουν τον κήπο
που άνθισε βαθειά μέσα στα στήθια.

Σαν αγναντεύεις το πέλαγο
ξεχνιέσαι απ'τα ναυάγια
και ποθείς στον ορίζοντα
να πας με τούτη τη γερασμένη βάρκα.

Μ'ανοιχτά πανιά
και τον αγέρα να ξυπνά την ψυχή,
σε γαλάζια νερά
και βυθούς το ονείρου.

Τσακίζονται γυμνά κορμιά στα βράχια
κι εσύ με την ψυχή γυμνή
σαλπάρεις μες στην θύελλα,
τυφλή και ηλίθια μαγεμένη.

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010

Φόβος



Νανούρισμα, να ήμουν εκεί, στην ψυχή να αφήσω
στολίδι η καρδιά μου στα βλέφαρα του ύπνου...
Σαν αεράκι να μπω στα χείλη τα μελωμένα
και να φυσήξω τον καημό που βαραίνει την πνοή σου.

Τα χρόνια σε καρφώσανε σε ξύλο ματωμένο
και κουβαλάς βαριά τα σημάδια απ'τις πρόκες.
Μου άπλωσες θυμάμαι τα χέρια και φώναξες
φύγε, δεν θα σε νιώσω, το αίμα στράγγιξε πια και ζωή δεν έχω.

Κι εγώ τρυφερά τα'κλεισα στα δικά μου
και ένα φιλί τους έδωσα πλεγμένο με αγγέλους,
να σε φυλούν στον ύπνο σου και να σε νανουρίζουν
καθώς εσύ θα προχωράς μακρυά, μακρυά από μένα...

Ανακαλώ τον πόνο σου και την πικρή φυγή σου,
σαν καθρεφτίζω στο νερό το αγκάθινο στεφάνι,
που στόλισαν τα χρόνια μας στα λευκά μέτωπα μας
και μας τα σταύρωσε γριά σκύλα για να γελάσει.

Όπιο σου δίνω να πιεις κι εσύ το ρίχνεις χάμω,
γιατί ο φόβος σου είναι και η δύναμη σου.
Κι έτσι απλά σε προσπερνώ και ραίνω με αηδία
το χώμα που λάσπωσε απ'τα δάκρυα σου.

Να μ'αγαπάς όσο μπορείς και εγώ θα σε ξεχάσω,
γιατί ο τοίχος αν και γαλανός, με πνίγει και αποζητώ να φύγω.
Να μ'αγαπάς κι ας δεν μπορείς, τα βλέφαρα σου ζηλεύω
που κλείνουν και με διώχνουνε τις νύχτες σαν βροχή.

Μα εγώ θα αγγίζω την καρδιά, νανούρισμα να δώσω
σε εκείνο το παιδί που αποζητά βοήθεια.
Κι ας με τρυπούν οι πρόκες σου, με σφιγμένα δόντια,
θα φιλώ τις τρύπες στα χέρια σου, την τρύπα στην καρδιά σου.

Κι ίσως να κλείσει η πληγή, ίσως να μελώσει,
κι ίσως να στάξει δάκρυα λειψά και για μένα.
Να μ'αγαπήσεις κι ας δεν μπορείς, όπως το μόνο φόβο.
Να μ'αγαπήσεις κι ας χαθώ στη γνώριμη φυγή.

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010

Γαλάζιο



Σημάδια στα χείλη σου κλέβουν τη μέρα,
τα βλέφαρα τρεμοπαίζουν σαν όνειρο που ζεις.
Γαλάζιο ανασαίνει το κορμί και αλήθεια
που ίσως σε κάποια χρόνια ανακαλείς.

Σαλεύουν οράματα δειλά της πρώτης νιότης
και απόηχος φτάνει στ'αυτιά της παιδικής σιγής.
Τότε που ψιθύριζες μυστικά στην κορυφή του βουνού
και το ρυάκι έλουζε την ψυχή χαρά.

Μια θάλασσα αποζήτησες και πέρασε κι εχάθη
σαν δάκρυ που έσταξε στα δάχτυλα του πόνου
καθώς ύφαινες την μοίρα σου δειλά
κι ας ξέχασες, κι ας πόνεσες στα όνειρα θυμάσαι
κείνη την γαλάζια σου παιδική χαρά.

Σε τοίχους ζωγραφίζεις οράματα του μέλλοντος
και τρέχεις να προφτάσεις τη ζωή που ξάφνου μεγαλώνει.
Ο χρόνος πια δεν βαραίνει τις πλάτες
κι ο καθρέφτης σου για πρώτη φορά χαμογελά.

Ζωγράφισες δυο άλογα στα μάτια της ψυχής
και προσπαθείς να μάθεις την τέχνη της ζωής
πνοή να φυσήξεις στην μπογιά, ελεύεθερα να καλπάσουν
στους τοίχους που ερωτεύτηκες από καθάριο γαλάζιο.

Επιστροφή


Κάλπασες θαρρείς σε όνειρο από πέτρα
και σύννεφα μετράς που κυλούν ανάμεσα στα δάχτυλα σου.
Βαθειά ανάσα και βουτάς στο χρόνο που ανεστήθη
και νιώθεις σα μικρό παιδί που γεννήθηκε στο φως,
δίχως γιατί και όχι και μπορεί και τα απαίσια πρέπει.

Να μην αλλάξεις σου ζητούν οι υπέροχοι χειμώνες
και να μην στάξει η καρδιά ούτε ρανίδα αίμα
κι αν μπορείς να χαμογελάς και να χορεύεις
στο δρόμο που'φεξε άξαφνα κι ας μη διακρίνεις τέλος.
Βάδισε χορεύοντας, σκόνταψε, κυλίσου
σε όνειρα και προσμονές που ποτέ δεν αφέθηκες.

Κάλπασε κι ας μην γνωρίζεις πώς,
σκοινί γερά σε κρατεί και γελάς δυνατά
καθώς ο χρόνος χάνεται και η ψυχή ανασαίνει
τον αέρα της ζωής και του γυρισμού.