Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

Ξημέρωμα

Σκυφτά βαδίζει η προσμονή,
τη σέρνεις απ'το χέρι,
δε θέλει πια να περιπατεί
στα αγκάθινα τα μέρη.

Κουράστηκε η απόγνωση
να σπρώχνει το καρότσι
και ξάπλωσε κατάχαμα
θεριών να γίνει βρώση.

Στέκεις πλάι τους και απορείς
για το συνάφι φίλων
που φορτώθηκε η καμπούρα σου
αντί για ένα πιστό σκύλο.

Πόσες φορές σε πρόδωσαν,
πότε η μια, πότε η άλλη.
Τώρα κείτονται χαμέ κι οι δυο,
γελούν με το δικό σου χάλι.

Πετάς στα μούτρα τους ό,τι κρατάς
όνειρα και ζωή
και αφού τις βρίζεις με οργή
τρέπεσαι σε φυγή.

Μονάχη θα λύσεις τούτη τη φορά
το Γόρδιο Δεσμό.
Δε θα σταθείς να τον κοιτάς ελπίζοντας σε θαύμα
μήτε θα τον κόψεις ξαφνικά σαν παρλιακή μαινάδα.

Βαδίζεις σχεδόν τρέχοντας
μακρυά απ'το συνάφι
και δεν γυρνάς, μήτε ματιά,
στα περασμένα λάθη.

Τίποτα

Αν μ'αγαπούσες τ'αστέρια θ'αλλάζαν χρώμα
και φτερουγίσματα θα μ'αγκάλιαζαν σφιχτά,
αντ'αυτού τρέμουν τα πόδια μου,
τα γόνατα λυγάνε
μπρος στο γκρεμό αιώνιας μοναξιάς.

Πληγές δε θα έχασκαν στον ήλιο και στ'αγιάζι,
ούτε θα ούρλιαζα τον πόνο μου με οργή,
λόγια σκληρά δε θα καρφώναν πάνω σε ξύλο
τη ματωμένη μου, απ'το βλέμμα σου, ψυχή.

Με αναμνήαεις δεν θα μου'φτυνες στη μούρη
όσα εγώ ποτέ δεν έμοιασα με Κείνη
και δε θα γύρναγε η σκέψη σε κάποια χρόνια
που όπως λες για πάντα θ'αναπολείς.

Αν μ'αγαπούσες η ζωή μου δε θα φοβόταν
κάθε ανάσα σου μην τυχόν μου την κλεψουν,
δε θα'χα λιώσει κερί πεθαμένου
δε θα σάπιζα μια ζωντανή νεκρή.

Μια αυταπάτη η αγάπη σου.
Αυτό ήταν. Λόγια κενά και δίχως σημασία.
Μένος του δράκου με γλώσσα όλο λύσσα
και απαξίωση όποιας δικής μου αξίας.

Ύπνος βαθύς, μα εγώ εδώ σπαράζω,
αγκαλιά με την ανάμνηση Εκείνης,
μπήγω τα χέρια στην καρδιά μου και ουρλιάζω
το παράπονο της στερνής μου οδύνης.

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

Ατενίζεις το μέλλον και διακρίνεις απουσίες.
Ή μήπως αυτό είναι το παρελθόν?
Απογοήτευση. Ή απελπισία?

Αναπολείς λόγια που ψέλλιζες χρόνια πριν.
Πριν μια ολόκληρη ζωή...
Ή πριν πολλές ζωές?

Κι απορείς ποιά είσαι.
Κοιτάς τον καθρέφτη
και αναγνωρίζεις μόνο τη θλίψη.

Βαριά φωνή.
Αγκιστρωμένη στην πέτρα που έχεις για καρδιά.
Αναλογίζεσαι υποχρεώσεις και κληροδοτήσεις.
Να'ναι όλα τακτοποιημένα.

Και θ'απομείνουν μόνο φωτογραφίες.

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Σκοτάδι

"Πνίγεται όποιος βυθίζεται και δεν κολυμπά."
Ο πνιγμός δεν είναι η χειρότερη εκδοχή...
Σιωπή, σκοτάδι, λήθη, ανυπαρξία.
Όμως δεν πνίγεσαι. Τουλάχιστον όχι κυριολεκτικά.
Κι όσο ακίνητος κι αν μένεις δε θα λυτρωθείς.

Μια μάνα έπεσε σε ποτάμι με το οκτάχρονο αγοράκι της.
Το'δεσε γερά στο κορμί της να μην μπορεί να κολυμπήσει.
Βυθίστηκαν αγκαλιά στο σκοτάδι.

Ο ποιητής της Πρέβεζας βούτηξε στη θάλασσα και πάλευε να πνιγεί.
Πάλευε. Η ακινησία ήταν αδύνατη στην τελική απελπισία του.
Η θάλασσα τον πρόδωσε. Αυτοπυροβολήθηκε κοντά στο καφενείο του χωριού.

Ο Εθνικιστής λόγιος έφιππος βυθίστηκε στην αγκαλιά του Ποσειδώνα.
Κι αυτός δεν αρνήθηκε την αγάπη του.
Τον αγκάλιασε το σκοτάδι.

Κι απορείς. Ατενίζοντας τσιμέντα από ψηλά και πατώντας πλήκτρα.
Γυμνή δίχως αγκαλιά και σωστή κουβέντα.
Ποιό υγρό στοιχείο θα σε αγκάλιαζε σαν την κοιλιά της μάνας.
Κείνο το υγρό σκοτάδι σιγουριάς που χαράχτηκε στη μνήμη της ύπαρξης σου
και σφαδάζεις έξω από αυτό, τσιρίζοντας τη μοναξιά σου.
Ακάλυπτη στον κόσμο.

"Πνίγεται όποιος βυθίζεται και δεν κολυμπά."
Κουνάς τα χέρια ψάχνοντας να βρεις μια έξοδο στο σκοτάδι.
Ή από το σκοτάδι?...