Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009

Αντέθ



Πλησίασε με τα χέρια απλωμένα,
να γεμίζουν κατάλευκο φως,
και ψιθύρισε με λόγια μυρωμένα
στους αιώνες τη ζωή του παντός.

Σαν να πέταγε φαινόταν
και ανεμίζαν τα μαλλιά της στο βορριά,
στην ψυχή της μέσα φτερουγίζαν
αστραπές κατάλευκα πουλιά.

Δεν πατώ σε αυτή τη γη, μου ψιθύρισε,
μήτε κατέχω του νου των ανθρώπων,
σαν αγέρας στους δρόμους περιφέρομαι,
να δροσίζω τις ψυχές των όλων.

Δε θωρρώ τη σάρκα που φορτώνεστε,
ή τις σκέψεις που βαραίνουν το μυαλό,
δεν κατέχω τις τέχνες που παιδεύεστε,
μήτε τις μπογιές που ξεβάφουν στον καιρό.

Σαν τη ρώτησα ποιά είναι και πώς βρέθηκε
σε αυτή τη γη που τα πάντα πια σαπίζουν,
χαμηλώνοντας το βλέμμα της δάκρυσε
και ψιθύρισε αλήθειες που σαστίζουν.

Λυσσασμένη σκύλα με γέννησε
και πατέρας μου λιοντάρι τρομερό,
στη φωλιά μας από μωρό με ταίζανε
αίμα, χολή και μολυσμένο στα ψέμματα νερό.

Μα θεριό εγώ δεν κατάντησα
γιατί κρατώ από ένα άστρο εκεί ψηλά
και αποφάσισα να γεννηθώ από λάσπη εδώ χάμω,
για να αστράψω κάθε καρδιά που το αποζητά.

Το βλέμμα της αστράφτει από αγάπη.
Με δέος την κοιτώ και ανατριχιάζω
και απλώνω τα χέρια να αγγίξω
το άστρο κει ψηλά μα δε το φτάνω...