Πέμπτη 27 Αυγούστου 2009

Τα δάκρυα του Νίτσε

Μία ζωή στα χρόνια επανάληψη
σαν βουβή ταινία σε άσπρο-μαύρο.
Μία πατρίδα άγνωστη και μακρυνή
φωνάζει των παιδιών επιστροφή.

Μια οικογένεια που σκόρπισε
στους ανέμους της σφαίρας του εγώ
και σταλαγματιές βροχής
έπεσαν οι φίλοι κι αγαπημένοι στην άβυσσο της λήθης.

Μα δε θα ζεις εσύ ποτέ την αιώνια επανάληψη.
Δε θα ζεις, δε θα ζεις!
Η απώλεια θα σε σκιάζει σαν μάνα
και θα διώχνει κάθε τι ζωντανό μακρυά σου.

Κι οι επιλογές κι οι σκέψεις σου
στη σφαίρα του θανάτου,
δε θα ζωντανέψουν πια ξανά
θα σπάσει η αλυσίδα.

Όμως θα ζεις μες στην ψυχή
την κάθε στιγμή του πόνου
την κάθε στιγμή χαράς και ανείπωτης ευτυχίας,
μια επανάληψη του νου
Σισσύφια, φαντασμένη....

Τρίτη 25 Αυγούστου 2009

Αλυχτό



Αλάργεψε ο χωρισμός...
Στάχτη από δάκρυα και χολή.
Στις χούφτες τρέχουν τα δάκρυα
σαν βροχή του Απρίλη,
μα δε θ'ανθίσει η άδεια γη,
δε θ'ανατείλει ο ήλιος
και θα θάψεις σ'αυτή τη γη
τον πιο καλό σου φίλο...

Σιωπή πλημμύρισε και σ'έπνιξε στους τοίχους.
Γκριζέψανε τα λόγια σου, τα σωθικά κι οι πνεύμονες
απ'τον καπνό που έκαιγε το τελευταίο αντίο,
σαν κεράκι μιας θυσίας που δεν τέλεψες ποτέ,
σαν την ευχή που γκρεμίστηκε στους βράχους.

Κι ο αδελφός αλάργεψε κι αυτος μέσα στη στάχτη..
Τα χρόνια σε προδώσανε κι οι ελπίδες του φωτός
στρόβιλλος πια, μαύρη νυχτιά,
και ο θρήνος του λύκου.

Σ'ένα βουνό κρύφτηκες,
αγρίμι της απώλειας
και αλυχτάς από καρδιάς
για κείνο το ταίρι που άρπαξε η σελήνη.

Στο χώμα θάβεις τα χέρια σου
και δέεσαι στη μάνα που εχάθη
και άρπαξε το σπλάχνο σου
με λύσσα και αγάπη.

Τα λόγια γράφτηκαν με ματωμένα ξύλα,
χαράχτηκαν στο βλέμμα, στην ανάσα σου
και στη γριά σου μνήμη.
Αιμορραγείς όσα πρόδωσε κι όσα έσπασε
η άγρια λύσσα της φυγής
και του γοργού θανάτου.

Σαν αλυχτό σκορπίζεσαι στις ράχες της ζωής σου
και θάβεσαι στο χώμα της λήθης,
να αποκοιμίσεις το θεριό που λήστεψε η σελήνη.

Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

Φυγή



Η στιγμή λαμπίρισε σαν πετράδι στο νερό
κι οι χρυσαφιές ακτίνες της χαράξαν την ψυχή σου.
Μα η ανάγκη σπαρταρά στα κατάβαθα της ύπαρξης σου
και σε ωθεί σε μια φυγή πιο γνώριμη κι απ'τον ήλιο...

Στροβιλίστηκες σε γαλαζοπράσινα όνειρα
και εισέπνευσες μια ευτυχία άγρια,
σαν ξέφρενα άλογα στις πλαγιές της Θήβας.

Μα η ανάγκη σε κατατρώει πάλι,
σαν μια σφίγγα που ψιθυρίζει
λόγια της φυγής
και της εξαπάτησης.

Η ελευθερία μάνα στοργική σ'απλώνει το χέρι
κι ένα γέλιο άγριο σε παρασέρνει στ'αντάμωμα
του ήλιου με τη θάλασσα,
εκεί που είναι η ευτυχία...

Ποιά μοίρα σε κηνυγά και πίσω όλο κοιτάζεις...
Φοβισμένο το βλέμα σου ψάχνει την απόδραση
και ένα άγριο άτι να ιππεύσεις,
να ξεχυθείς στο άγνωστο της μόνης σου ελπίδας.

Η ασφάλεια σου είνα πια να φεύγεις,
γκρεμίζονας κομμάτι κομμάτι κάθε στιγμή αλήθειας
κι όπως θα φεύγεις θα γελάς,
σαν παιδικό παιχνίδι

που αν και τ'άγγιξαν βαθειά άψυχο παραμενει,
χωρίς καρδιά, ή θύμηση, με κενό το βλέμμα
να ατενίζει τη φυγή, τη μόνη ευτυχία,
εκεί που ενώνεται ο ήλιος με τη θάλασσα...

Μελισσάνη



Αστράψανε τα φώτα της ζωής
πλεγμένα στα δάχτυλα
που δώρισε η μοίρα σου σε μένα.

Ανείπωτες αστροφεγγιές και όνειρα αλήθειας
πλημμύρισαν στιγμές και ώρες της κατήφειας...

Σε δρόμους που έγλειφαν γκρεμούς
ανάσανες ευτυχία
και βούλιαζες στην αγκαλιά της μάνας γης,
που με περίσια στοργή σε έραινε με μύρα.

Αστέρια άγγιξες
και βυθίστηκες σε σύννεφα χαράς,
καθώς φτερά αγγέλων
σκέπαζαν το σώμα των λυγμών...

Έγλειφαν σαν προσευχές
τα δάχτυλα της μοίρας
κάθε πληγη που σου άνοιξε
ο χρόνος στο κορμί.

Δυο άσπρ άλογα ξεχύθηκαν
στο βλέμμα σου που έφεγγε γαλήνη
κι η ευτυχία γνώριμη ερωμένη
σε τύλιξε στα δύχτια της γυμνή.

Αποκοιμήθηκες στον ώμο της ζωής
και σε νανούριζε ο απόηχος της ψυχής
κάθε ελπίδας και χαράς,
γαλήνης, προσμονής.

Μέλωσε ο καθρέφτης σου
καθώς σε έλουυζε το φως
και αφηνόσουν σε χορό
με αγγελικές μορφές.

Σταγόνες από αμβροσία
χύναν Ολύμπιοι θεοί στο κορμί σου,
καθώς υπερίπτατο
η ψυχή στους κήπους παραδείσου...

Αφέθηκες στα κύματα ζωής
να σε παρασύρουν
και γέμισε η άθλια ψυχή
μελωδίες αγγέλων.

Πλεγμένος στα δάχτυλα
ο θεός εισήλθε στο κορμί σου
και αχνοφαίνεται σα φως
η αγάπη στη μορφή σου.

Μια αγκαλιά όλη η γη
κι εσύ ο άξονας της,
γραπώνεσαι στην ανάμνηση γερά
μη χάσεις το άρωμα της...

Τρίτη 11 Αυγούστου 2009

Οργή




Ανακινήθηκε η πέτρα
και αίμα έσταξε στο χώμα της ντροπής.
Το χέρι πρόβαλε αποζητώντας
αρπαγή, θάνατο και φρίκη.

Σύρθηκε ματωμένη,
ξεπρόβαλε στη νύχτα
και σέρνωντας ουρλιαχτό φωτιάς
ξεχύθηκε στο δάσος,
μαινάς λυσσαλέα.

Θε να ξεσκίσει τις καρδιές,
τα λόγια των ψεμάτων,
όρκους αγάπης και ζωής...
για πάντα και ποτέ.

Επί πινακι καρτερά
την κεφαλή αγάπης
και μες στο αίμα θα λουστεί
κάθε όρκου που εχάθη.

Δρεπάνι τη θωρώ κρατεί.
Ουρλιάζει απ'τη λύσσα
και καταπίνει τη ζωή
που σπαρταρα στα στήθια.

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2009

Σιωπή

Σιωπή βάφει τις μέρες
και θάνατος λευκός
αλάργεψε η θύμηση
μακρυά όπως κι αυτός.

Καπνός τυλίγει τα στοιχειά
που γιόμισαν τους τοίχους
και το καράβι σου'κλεψε
της καρδιάς τους χτύπους.

Σάπιο το στόμα γεύεται
αλάτι και λυγμό
και η ζωή μικρή, πικρή
γυρεύει τελειωμό.

Τί ν'απομείνει στην ψυχή
απ'ότι πια εχάθη,
σκοτάδι έπεσε βαθύ
στον κήπο της Αστάρτης.

Στάστέρια ίσως να πετά,
σε φώτα τρελλαμένα,
μακρυά, μακρυά
μες στη σιωπή
αλάργεψε από σένα.

Στ' αντίο σπαρταράς βουβή
που ποτέ δεν ακούσθη,
την πλάτη γύρισες τρομερή
στο δάκρυ που ελούσθη.

Και τώρα σάπια σωθικά
αποζητούν το τέλος.
Μία σιωπή σε κηνυγά
στα δάκρυα του τέλους.

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2009

Απώλεια




Δυο σύννεφα στα χέρια μου κρατώ,
τα σφίγγω να ματώσουν...
Οι μέρες άγονες, πικρές,
στάζουν χολή και ξύδι.

Στα χείλη βρέχεται ο λυγμός,
η δύνη παρασύρει
το νου σε άστρα του χαμού
και του φτηνού θανάτου.

Λευκοί κύκνοι χορεύουν
άσματα του τέλους
κι αστράφτει φλόγες ο ουρανός
από φτερά αγγέλου.

Δεν ακουμπά η θύμηση
το πόμολο του νου
και σύννεφα σκιάζουν σαν κλαριά
το βλέμμα του τρελλού.

Στα δάχτυλα ο πόνος σου,
ρυθμός βαθειά πνιγμένος,
βουβά πιέζεις την καρδιά
ν'ακουστεί θλιμμένος,

να ξεχυθεί ως τα βουνά
και τ'άγονα κορφοβούνια,
να ακουστεί στα πέρατα,
να ραγίσει το σύμπαν

σε δυο κομμάτια κρύσταλλα
που ματώνουν την καρδιά σου
και ξεψυχάς απώλεια
δίχως τα φτερά σου...