Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Ελπίδα




Θαμμένη στα συντρίμμια η ανάσα σου αργοσβήνει.
Πνίγουν οι καπνοί τη θέληση για ζωή,
όπως τα φίδια το μυθικό Ηρακλή στην κούνια.
Τυλίγεται η πίκρα στο λαιμό σου.
Να σκάσει το νεογνό να λυτρωθεί η προδομένη.
Άδικο μένος, μα στην αλήθεια δεν χωρά το άδικο.

Στριφογυρνάς, αδυνατώντας να παραδωθείς σε ψεύτη Μορφέα
που παζαρεύει άπονα τα όνειρα του ξύπνιου.
Πονάς. Μα δεν ποθείς τη λήθη.
Γραπώνεσαι με τα νύχια στον γκρεμό,
ελπίζοντας πως μόλις σηκωθείς
θα αντικρύσεις τα Ηλύσσια Πεδία
και πίσω απ'το λόφο τη Διηάνειρα να καλπάζει.

Και τα κεριά θα σβήσουν,
Σαν τη ζωή που τέλειωσε.
Κι η ευχή θα φυσήξει για τη ζωή που αρχίζει.


Πονά το κορμί. Ραγίζει.
Το γδύσανε από φίλους και σιωπές που τρέφαν την ψυχή.
Και αγκαλιές θηρίων.
Μα οι θάνατοι γλυκείς.
Σαν την αυγή της μέρας που μυρίζει βροχή.

Ελπίζεις και προσμένεις.

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

Εγκατάλειψη

Τσιρίζει η σιγή στα αυτιά σου.
Σέρνεις κύμβαλο αλλαλάζων στα σοκάκια της απώλειας
κι απλώνεις το χέρι για ελεημοσύνη.
Άφαντη η συμπόνοια.
Πρόσωπα γεμάτα χαιρεκακία σε προσπερνούν.
Τρέχουν να αρπάξουν τα τιμαλφή απ'το κουφάρι που κείτεται στο δρόμο
και ανατριχιάζεις στη σκέψη πως έπεται η σειρά σου.
Μήνες αγωνίστηκες να φτάσεις σε τούτη την πόλη των νεκρών.
Αφέθηκες στα όρνια και στις αμμοθύελες να σμιλέψουν το κορμί σου.
Και οι ληστές σε απάλλαξαν απ'την Αξιοπρέπεια.
Οι πληγές σου χάσκουν στον ήλιο και αναπολείς τις ώρες που σε ξέσκιζαν κοράκια.
Οι κραυγές τους σε καθήλωναν στο χώμα.
Τα ράμφη τους τραβάγανε τα ρούχα σου
και η οργή τους απομυζούσε την ψυχή σου.
Τσιρίζει η σιωπή στα αυτιά σου.
Δεν αντέχεις την αναμονή για το ξημέρωμα.
Εκλιπαρείς τη νύχτα να σου ορμήξουν σκύλοι και να σε διαμελίσουν.
Τότε το πλήθος θα σε αναζητήσει παντού, θα μάθει το όνομα σου.
Θα ψάχνει με αγωνία να βρει το κουφάρι σου και να αρπάξει την καρδιά σου.

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής σου

Ξανά...
Ανττικρύζεις συντρίμμια. Εποχές και αναμνήσεις.
Κι ανάμεσα τους αποκαίδια όνειρα.
Μα η απώλεια εσαεί υπέρτατη ηδονή...
Ελευθερία.
Και η καινούργια αρχή βάλσαμο.

Σ'απογυμνώνει η ζωή από όσα έχουν σημασία.
Από κάθε τι μικρό που χαρίζει ευτυχία.
Για να βρεθεί κάτι καινούργιο να σε συντρίψει.
Κι η κούραση επική...

Μαθαίνεις... Να ζεις χωρίς.
Και πάνω που ονομάζεις κάτι ευτυχία
η γριά σκύλα σου ορμά και σε ξεσκίζει.
Μα πλέον μειδιάζεις αχνά,
καθώς γνωρίζεις την πορεία σου
και τα θέλω που δεν έχεις.

Φαντάζεσαι ευτυχισμένα μέλλοντα,
μα σε αγχώνει το όνειρο, όπως και η ουσία.
Θέατρο η κωλοζωή, μή δίνεις σημασία.

Μον'άντεξε γιατί τα χειρότερα έπονται
και δεν θες να στερηθείς του γέλιου.

Η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής σου.

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Σκοτώνουν τ'άλογα μόλις γεράσουν



Παραπαίεις.
Βήματα μουδιασμένα και μέλη που σε πρόδωσαν ξανά.
Σάπιο σαρκίο φορείς και πλήττεται στις μπόρες.
Παγώνεις ως το κόκκαλο και τρέμεις.
Μουδιάζεις.

Λόγια συμπόνοιας δεν θα αντιχοίσουν στα αυτιά σου.
Χάδι φιλικό δε θα νιώσεις στα πονεμένα μέλη.
Σκυφτά θα σύρεις το ποδάρι στην ουρά στη φάμπρικα
και θα τσιρίζει στα αυτιά σου η κατσάδα της μη παραγωγικότητας.

Χαζεύεις απ'το παράθυρο τις στάλες
κι ονειρεύεσαι αγρούς γεμάτους ψέμματα.
Βαρύς ο ζυγός της άγνοιας,
φτύνει στη μούρη σου χολή η οχιά
καθώς μετρά τα αργύρια που θα δώσει στο δήμιο.

Παραπαίεις.
Όπως το όνειρο που κάλπαζε σαν έκλεινες τα βλέφαρα.
Σκοντάφτεις.
Στην κρίση και στο βόλεμα.
Πνίγονται τα μάτια καθώς βαρούν την πόρτα οι αλήθειες.
Τυφλώνεσαι απ'τα δάκρυα,
να μη βλέπεις στη χώρα των τυφλών.

Σέρνεις το ποδάρι και λυγάς.
Στα γόνατα μπήγεις τα νύχια στο χώμα
και ουρλιάζεις.
Σκοτώνουν τα άλογα μόλις γεράσουν.