Τρίτη 22 Ιουλίου 2008

Ξημερώνει



Ραγίζει το ξημέρωμα στα κομμάτια της ψυχής σου,
μια κόκκινη λεπτή γραμμή διαγράφει τη μορφή σου
σαν όνειρο το απόγεμα, πριν δύσει ακόμα ο ήλιος.

Προβάλει μες σε σύννεφα, μα'ναι πάλι λαμπρός.
Πώς να κοιτάξεις, τί να δεις?
Τα μάτια σου βουρκώνουν.
Λευκό το Φως, και εσύ πονάς σαν φέγγει στην ψυχή σου.

Παράπονα τα λόγια σου, θλίψη μες στην ψυχή σου,
κόμπιασε πια ο λυγμός και μόνο πια φωνάζεις.
Αγρίεψε το βλέμμα σου, σχεδόν δεν σε γνωρίζω
τί μου ζητάς κι οργίζεσαι, πια δε σε γνωρίζω!

Ξημέρωσε αχνά και αργέψανε τα δάκρυα απόψε
δεν μου ζητάς, λίγο το φως, και στρέφεις αλλού το βλέμμα.
Δεν μου ζητάς, γλίστρησες πια
το Φως δε σε αγγίζει.

Στα χέρια μου ξαπόστασε, κούρνιασε στην ψυχή μου,
μη σε φοβίζει ο καιρός, σύννεφα, μην τρομάζεις
Ξαπόστασε σταγόνα μου, κουράστηκες να τρέχεις
χαλαρώστε χείλη μου, κουράστηκες να τρέμεις.

Ραγίζουν τα κομμάτια σου καθώς φωτίζει ο ουρανός
ματώνουνε τα δάχτυλα στο Φως που δεν αγγίζεις
κι αν λίγο ξαπόστασες γοργά θα στρέψεις την πλάτη
ραγισμένη θα χαθείς στους πέρα λόφους.

Τρίτη 15 Ιουλίου 2008

Στο χώμα

Ξαφνιάστηκε το βλέμμα σου
στον ήχο της φωνής σου.
Λένε πως μόνος μένει θεός ή θηρίο
και να που απομείναμε στην άκρη της ζωής
μήτε θεριά, μήτε θεοί
μα τραγικό αστείο.

Τραβήχτηκαν τα χείλη σου σε γκρι χαμόγελο
λες και γελάς με ότι ακούς, κι ας είναι μόνο η φωνή σου
μια θλίψη σε πλημμύρισε
η σιωπή κουφαίνει
και η ανάσα σου σαν τύμπανα σπάει τη σιγή σου.

Μονάχη και τρελλάθηκες
ακούς ή δεν ακούς δεν ξέρεις.
Θυμάσαι λες τους καιρούς που γέλια και χαρές γεμίζαν τη ζωή σου
όλα πάλιωσαν πια...
Κανείς για κανέναν δεν υπάρχει
χαθήκανε στο δειλινό μαζί με τόσα λάθη.

Με αναμνήσεις σκίζεις τα ρούχα σου,
φωνάζεις και τσιρίζεις
απέμεινες μονάχη σου τα δόντια σου να τρίζεις.

Φοβήθηκες το σαματά
τα γέλια, την αγάπη
και αποταβήχτηκες σαν σκιά σε αυτή την μικρούλα άκρη.

Μέσα στιο τζάμι χαζεύεις τη ζωή
ανθρώπους να τη ζούνε
και τραβάς τα χείλη σου να πουν πως χαμογελούνε.

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2008

Η Σκιά



Η ανάσα σου κόβεται και ιδρώτας σε πνίγει.
Πλησιάζει ξανά στο σκοτάδι Εκείνη,
μία μαύρη σκιά,
η σκιά της αγάπης που ένιωσες βρέφος,
το σκοτάδι της μοναξιάς που ζεις.

Και τα δόντια σου τρίζουν ξανά.
Kουλουριάζεσαι γρήγορα, σπασμωδικά
και τα μάτια σου κλείνεις μην Τη δεις.
Μην τη δεις και κοπεί η πνοή σου,
μην τη δεις και κλάψεις ξανά.

"Τί θες από μένα"
Τη ρώτησα χτες.
Tη μορφή σου δεν αντέχω να δω,
σε γνωρίζω σε ξέρω πόσα χρόνια,
στο σκοτάδι σε νιώθω και τρέμω
και ανάβω αμέσως το φως.

Κάποια βράδυα φωνάζω από τρόμο
και ξυπνώ με κομμένη πνοή,
κουλουριάζομαι μόνη στον φόβο
και απ'την ανάσα μου κρατώ τη ζωή.

"Σε μισώ, θέλω να σε σκοτώσω"
απαντά με φωνή σφυριχτή
"από παιδί σε καταδιώκω,
εσύ μου δίνεις ζωή.
Κάθε βήμα σου δίπλα σου στέκω"
μια ψυχρή ανάσα φρικτή...

Στις γωνίες στέκει κρυφά.
Παραφιλά την ψυχή μου συνέχεια
και σαν ανατριχιάζω το νιώθω,
πως ξανά τη ζωή μου ζητά.

Χτες το βράδυ ξανάρθε Εκείνη,
να ζητήσει όσα δεν μπορώ να Της δώσω,
να τρομάξει το σπλάχνο που εχάθη,
που της ξέφυγε και νιώθει νόθο.

Μητέρα η Γη της Απώλειας
και Πατέρας Ουρανός Σκοτεινός
κι ότι απέμεινε πια απ'τους δικούς σου,
η Σκιά του Τρόμου στο Φως.

Χτες το βράδυ της μίλησα, κι όμως!
Με αγάπη την τύλιξα Φως,
την αγκάλιασα, κι όμως!
λέγοντας πως την αγαπώ.

Χτες το βράδυ έκλαψα πικρά
για τη Σκιά που με γέννησε τότε
και με καταδιώκει στα σκοτεινά,
με μισεί το ίδιο με τότε.

Κάποιοι Άγγελοι την πήραν από μένα
και απέμεινα ξανά ορφανό,
την τραβήξαν μακριά από μένα,
τη βυθίσαν σε άπλετο Φως.

Εγώ φώναζα "μη φεύγεις Μάνα!
σ'αγαπώ μες στον τρόμο μου τόσο...
μείνε δίπλα μου ακόμα μη φεύγεις
Σκιά μου θέλω να σε νιώθω"...

Σαν απέμεινα μόνη σπαράζω
ορφανό απ'τη Σκιά της ζωής μου
πώς να αφήσω το Τρόμο να φύγει
όταν είναι το μόνο που νιώθω;

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2008

ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ



Στον καθρέφτη στέκεται μπροστά και σωπαίνει
Μη με κοιτάς
Απόμεινα τα κόκκαλα που λιώνουν
Μη με κοιτάς
Ζαλίζομαι στην όψη της νιότης και της ομορφιάς
Μη με κοιτάς
Μια ελπίδα δεν απέμεινε στο χρώμα σου που φεύγει
Μη με κοιτάς
Δε νιώθω παρά το μαύρο ποτάμι
Μη με κοιτάς
Πεθαίνω

ΟΣΑ ΔΕ ΣΟΥ ΔΩΣΑΝΕ ΠΟΤΕ



Όσα δεν σου δώσανε ποτέ
Κάποια τραγούδια μοίρασες
ευχή σ'όσους αγάπησες
και στίχους από αλάτι.

Μια θάλασσα όσα ένιωσες,
μια αγάπη απ'αλλο κόσμο
και κάθε δάκρυ μοναξιάς
μαύρο, κατάμαυρο ρόδο.

Δεν έδωσες παρά καρδιά.
Δεν πήρες παρά πόνο.
Ταξίδεψαν, ξεμάκρυναν,
γιαλό γιαλό τον κόσμο.

Με χούφτες άδειες στέκεσαι
παράμερα στο πλήθος.
Ραγίζεις, σπας, συντρίβεσαι
δεν βγάζεις ούτε ήχο.


Λύγιζει κάθε μικρό κλαρί,
σπάει κομμάτια η μέση
σκυφτά σκυφτά, κουτσαίνοντας
ασθμαίνεις μες στη ζέστη.


Μια ανάσα κάποιος?!
Μια πνοή!?
Ξεψύχησες στα χρόνια.


Μες στο λιμάνι απόμερα
μια γκρίζα σκιά σωπαίνεις.
Κλαρί κλαρί τσακίζεσαι,
σαπίζεις, ναι! Πεθαίνεις...

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2008

Ο ηλιος σου



Το φως κουράστηκε να δύει
κι η νύχτα να ανατέλει
καθώς τ'άστρο που τόσο πόθησες
δε φέγγει στην καρδιά.
Τσαλάκωσες στη χούφτα σου
το χρώμα της χαράς
και χάραξες ζηλόφθονα
σημάδι ερημιάς.

Κουράστηκε το βλέμμα σου,
η ψυχή βογγάει
και αντηχούν στ'αυτιά
φωνές, παράπονα.

Ευθύνες σου προσάπτουνε.
Το μυαλό σου καίει
και ένας λυγμός κόμπιασε
στα χείλη τα ξερά.


Τον ήλιο πόσο πόθησες,
να'ρθει να σ'αγκαλιάσει
και μ'ένα γάργαρο γέλιο
να σε παρασύρει.


Τραγούδια να ηχούν στ'αυτιά
και πονηρά στιχάκια
να φτερουγίζει η καρδιά
στα χέρια τα χρυσά.


Λιβάδι να ατενίζει το βλέμμα σου,
άμμο να αγγίζεις
και ο λέοντας να τινάζει
τη χαίτη του με βια।

Να πλημμυρίζει η καρδιά
να γελά το στόμα
και τραγουδάκια να μουρμουράς
του ήλιου, της φωτιάς.

Θυμήσου τους ανέμους του,
το λευκό της νύχτας
και τα δυο χέρια που πλέξανε
μια αγάπη της βραδιάς.


Θυμάσαι (ποιός να ξέχασε;)
ο χρόνος δεν υπάρχει ...
Χαμόγελο άστραψε
στα βάθη της καρδιάς.


Το για πάντα ψέλλιζες
δειλά δειλά
ευχή της πρώτης αγάπης
και ονειρευόσουν χρυσαφιά
βράδια από φωτιά.

Για πάντα.
το ονειρεύτηκες....
Και να, ο χρόνος δεν υπάρχει
μόνο η γλυκιά νοσταλγία
και η αδημονία τηε φωτιάς.