Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

Έρημος



Παραπατάει η ζωή στο δρόμο από μεθύσι...
Άγρια η ψυχή αποζητά με μανία αυτό που δεν γνωρίζει.
Τί ψάχνεις πάλι και χάνεσαι στους δρόμους της φυγής...
Ποιά ανάγκη σε έζεψε και τρέχεις να προλάβεις....

Κόκκινα ξανά τα χείλη σου, φτερούγισμα κάποιου πόθου
και αναρωτιέται η λογική πόσο, αυτή τη φορά, θα κρατήσει...
Σαν όνειρο που κάποτε ματώνει και λεκιάζει τα σεντόνια...
Και τη θύμηση, μελανή ιέρεια της ελπίδας.

Και σαν θα'ρθει η άμπωτη με τα χέρια κενά θα βρίζεις
το όνειρο που κηνυγάς και στα βράχια όλο τσακίζεις
το έρημο, γυμνό σκαρί που κορμί ονομάζεις,
και τη μοίρα που αρέσκεσαι γριά σκύλα να φωνάζεις.

Κι ας συζητάς στον ύπνο σου με τους αρχαγγέλους,
κείνοι ψέμματα θα λεν γιατί ποθούν την ύλη
και ας ορκίζονται πως το φως που θωρρείς θέλουν να σου κλέψουν,
κορμί ζητούν και την αγκαλιά που χωρά το σύμπαν.

Και σαν θα ανοίξει ο ουρανός θα πέσουν σαν φλεγόμενοι κομήτες
να κατακάψουν την έρμη γη, να τη λεηλατήσουν
και πίσω τους θα αφήσουνε κρανίου τόπο,
κράζωντας πως αυτή η γη τους πρόδωσε και δεν τους χωρούσε...

Αποκαίδια γέμισαν οι τσέπες σου και λέρωσαν τα χέρια,
τα πασαλείβεις στη μούρη σου, άσχημη να δείχνεις,
γιατί αν θαρρούν πως τους μοιάζεις θα σε κηνυγήσουν
και τότε η έρμη γη θα γενεί πάλι κρανίου τόπος.

Κόκκινα τα χείλη σου, από αρρώστια της ζωής
και απορεί η λογική πότε θα σιγήσουν
οι αρχάγγελοι που θαρρούν πως τους μοιάζεις
και μεθούν την ψυχή σε ξέφρενη ανάγκη...

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

Μπλε



Σε όνειρο σαν να'δα ηλιαχτίδα
να κλέβει μία σταλιά ζωής,
αέρινη πεταλούδα.

Φτερούγισε στο χέρι μου
και ψιθυριστά μου είπε
το όνομα της νύχτας.

Και σαν χαμογέλασα
με κοίταξε και ψιθύρισε
πως γαλάζια μοιάζω...

Και γέλασα εγκάρδια
με αυτό που μου μιλούσε
κι είπε δες τα χέρια σου
εγώ δε σε γελάω.

Σαν κοίταξα τις χούφτες μου
κρύσταλλοι μπλε φωτός αστράφτανε στο κέντρο
και ώρα πολύ έπαιζα σαν να'τανε δυο μπάλες.

Πλησίαζα τις χούφτες μου,
ενώνονταν αστράφταν
και σαν τις απομάκρυνα,
στρογγύλευαν και πάλι.

Γελούσε η πεταλούδα,
της θύμιζα παιδάκι...
Και απαλά φτερούγισε στον ήλιο
να μπλεχτεί.

Σαν ξύπνησα απόρησα
σαν είδα μια πεταλούδα
να τρεμοπαίζει τα φτερά
έξω απ'το παραθύρι...

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Σκοτάδι



Ραγίσανε κομμάτια κρύσταλλα
και πλήγωσαν τα μάτια
κόκκινα δάκρυα ξεπλένουν την αλήθεια
που κυλά στις φλέβες φαρμάκι, πίσσα.

Ο ήλιος σα να χλώμιασε και κρύφτηκε δειλός
τυφλώνεσαι νομίζεις και πανικοβάλλεσαι...
Απλώνεις τα χέρια να πιαστείς από κάπου
να ξέρεις πού βαδίζεις,
μα γύρω σου μόνο νεκρά μέλη,
σκοντάφτεις στα κουφάρια.

Λιώνουν τα μάτια και στραγγίζουν
βρεμμένα τα χέρια σου απ'το αίμα
γλιστρούν και πέφτεις.
Πέφτεις... Πέφτεις... και βγάζεις κραυγή βοήθειας...

Τα κουφάρια γύρω σου βουβά
στροβιλλίζεσαι στη δύνη
και οι τοίχοι βαμμένοι μαύροι πια,
τα πόδια σου γυμνά παγώνουν...

Τυφλή πια, τσιρίζεις για βοήθεια...
και πέφτεις... πέφτεις...
στο πάντα απ'το σκοτάδι.

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2009

Δεν έχω γράψει ποιήματα

Δεν έχω γράψει ποιήματα,
τις λέξεις δε γνωρίζω...

Με δυο παλάμες ανοιχτές στον ουρανό
και το κορμί μου να σφαδάζει απ'τον πόνο
μιλώ στο χρόνο που φθονώ
κι απεύχομαι τη μέρα.

Καρφιά κρεμούν τα χέρια μου,
τα δάχτυλα υφαίνουν
τα λόγια που γερασμένη η σκύλα μοίρα πια
αλυχτάει κάθε που σκοτεινιάζει.

Δεν έχω γράψει ποιήματα,
την ώρα της σιωπής τα χέρια μου λερώνω
με αίμα απ'τις σάρκες της ζωής, θυσία που μετανιώνω.

"Δεν έχω γράψει ποιήματα,
δεν έχω γράψει ποιήματα,
μόνο σταυρούς σε μνήματα καρφώνω."

(Σαχτούρης, "Ο Στρατιώτης ποιητής")

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

Βαβυλώνα



Αγέρας φύσηξε και παρέσυρε τα δάκρυα
που ξόδεψες στον ηλιο, στη βροχή...
Ο Αγαρηνός ξεμάκρυνε γεμάτος αποστροφή,
δεν χάρισε μήτε ματιά στο παλαιό λιμάνι
και με βήματα γοργά αποζητούσε να προκάνει
μία ζωή που αγνοείς, κι ας λαχταράς να νιώσεις,
μα δε σε προσκάλεσε κανείς το Χάρο να ματώσεις.

Κι ο καθρέφτης μάστιγα, τον σπας
και μπήγεις τα κομμάτια στα μάτια σου
να μη θωρούν τη χαίτη που ξεμακραίνει.
Τραγούδια μόνο απέμειναν να ψέλνεις στον αγέρα
κι η ανάμνηση της σιωπής, που χίλια κομμάτια κόβει
το γέλιο που ξεχύθηκε σε χρόνια σαπισμένα
και ένς πόθος τραγικός, σαν μαίγερας φοβέρα...

Μπήγεις το χέρι στην καρδιά κομμάτια να τη σκίσεις
μην τύχει κι ο χτύπος ακουστεί που δειλά φωνάζει σ'αγαπώ.
Κι όπως στο δρόμο μετράς τα φώτα και τις κόρνες
πέτρα ρίχνεις πίσω σου κι ας ξέρεις θα μαρμαρώσεις.
Τούτη τη νύχτα κήδεψες καράβι σαπισμένο
που μες στο τρελλό μεθύσι σου θάρρεψες ζωντανο.
Κι η τρέλλα πως καθρέφτισες στον όρμο τον εαυτό σου
σε τράβηξε στο μαύρο βυθό και πνίγηκες σ'ένα βουβό λυγμό.

Κι ας φτύνεις χολή το ψέμα σου, μην βριζεις τον καθρέφτη...
Το γυαλί δεν είναι ό,τι αποκαλείς εαυτό.
Ξεγέλασες το Χάροντα και στη γη διαβαίνεις
μα μόνο έναν δεν μπορείς παρά να'χεις για θεό.
Μία καρδιά ζητούν τα πλήθη της Βαβυλώνας
και να τη χωρίσεις δεν μπορείς κι ας χωρά το σύμπαν.
Μ'αποστροφή απέστρεψαν το βλέμμα απ'την αρένα
καθώς οι λέαινες χύμηξαν να σε κατασπαράξουν.

Ξεμάκρυνε ο κουρσάρος σου με χαμηλά το βλέμμα
και σ'άφησε βορά στους λέοντες που ποθούσες να δαμάσεις.
Αιμόρφυτη σπαρταράς στο χώμα του θανάτου
και, πολύ αργά, συνειδητοποιείς πως μια καρδιά μόνο έχεις.
Καθώς ζυγώνουν τα θεριά ανοίγεις τα χέρια
και προσμένεις το διαμελισμό, λύτρωση απ'το ψέμα...

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

Καθρέφτισμα

Ψιθύρισε ο Λίβας λογάκια της ερήμου
κι ανέμισε ο κουρσάρος σου τα πανιά αντάμωσης...
Βουλιάζει η ψυχή σε όνειρα υγρά
και καθώς φεύγει η σκιά ο χρόνος σαν να παγώνει.
Μια ευχή τ'αντάμωμα σε βογγητά υπόκωφα
και ο Αγαρηνός σαλπάρει σε σκοτάδια τόσο γνώριμα
που η συνήθεια του φωτός σε έκανε να ξεχάσεις
μα βαθειά στην ψυχή ο πόθος πάλι θεριεύει
σαν σταλαχτίτες λιώνουνε στα μάτια οι εικόνες
και αναζωπυρώνει η ανάγκη να σαλπάρεις
με το κουρσάρικο που ξεμακραίνει.
Κι ας καίγεσαι στου λίβα το χορό σωπαίνεις...
Μην οι λέξεις κλέψουν τη χαρά
και τα βλέμματα την ίδια τη ζωή σου.

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009

Άγγελος



Απόηχος κάποιας ευχής ζυγώνει τ'αυτιά του χρόνου
κι αναρριγούν τα σωθικά στην όψη της μνήμης.
Ερρέβινη χαίτη φορεί και κοσμήματα απαξίωσης
περιπατεί τα βράχια της ζωής σαν άγγελος τιμωρός.

Απόηχος κάποιας ευχής, φορεί τα όνειρα σου
και βλέμμα από χρυσάφι και μέλι χαιδεύει την ψυχή σου.
Φέρει τα χρόνια που ξεχνάς σημάδι στον καρπό,
μαύρο μελάνι στίγματος χαράζει την αλήθεια.

Υποκρίνεσαι πως ξεχνάς τη φύση της εικόνας
και σκύβεις το βλέμμα, δισταγμός στη θέα της ψυχής του
κι ας αναρριγεί το στήθος σου σε οσμές κάποιας νιότης
και όνειρα της αντίδρασης, του νέου και φοβερού.

Μια μωβ γραμμή αποστήθισες και όνειρα υφαίνεις
με μια ανάγκη πύρινη και μια ελπίδα ψεύτρα.
Και σα ζυγώνει ο Αγαρηνός σκύβεις, κοιτάς το χώμα
μην αντικρύσει τη μορφή και καθρέφτης του μοιάσει.

Ξύνει τα νύχια η λέαινα σε κορμούς αναστολής
και ονειρεύεται τα μεσημέρια χρυσάφι και μέλι.
Απόηχος κάποιας ευχής ζυγώνει τ'αυτιά του χρόνου
κι αναρριγούν τα σωθικά στην όψη της μνήμης.

Σε πρόφτασε ο εξάγγελος σε απρόοπτο χρόνο
και αναρωτιέσαι ποιά σιγή θα σώσει την πλημμύρα.
Απόηχος κάποιας ευχής και αναρριγείς από πόθο
σκύβεις την κεφαλή και απεύχεσαι εκπλήρωση ονείρου.

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

Eλπίδα



Σαν φως κυλά η ελπίδα μες στις φλέββες
και ξανθές μπούκλες γέμισε η ψυχή,
ροζ σύννεφα χορεύει ο αγέρας
και τ'όνειρο ανασαίνει τη ζωή.

Θαρρείς πως αναστήθηκε ο τρίτος ήλιος
σε ξένο σύμπαν και αχνογελά ακτίδα από φως
στα χείλη τρεμοπαίζει η ελπίδα
κι ακούγεται τραγούδι χαρωπό.

Σ'αρπάξαν οι βοριάδες του χειμώνα
κι ανήμπορη πάνω απ'τη γη πετάς,
φιλιά στέλνεις πουλιά λευκά ελπίδας
και νιώθεις τον αγέρα της χαράς.

Ανάλαφρες οι λέξεις πια χορεύουν
σε ένα ρυθμό σαν χτύποι της καρδιάς
κι η γλώσσα γλύφει τη γεύση από ελπίδα
που απέμεινε στα χείλη και γελάς.

Φτερούγισε ο πόνος σε ένα βλέμμα
που χάθηκες και διάβασες ψυχές
κι αυτά που βρήκες σε αυτά τα βάθη
σου δώσανε χαμόγελο για δυο ζωές.

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

Βασίλισσα του χιονιού



Κλείσανε τρία τέρμηνα οι χειμώνες.
Στη γη του πάγου γλιστράνε οι μέρες σαν αιώνες.
Σε αναγάγαν σε βασίλισσα οι κρύσταλλοι από δάκρυα
και σαν οπτασία του λευκού περιδιαβαίνεις
άγονη γη, πατρίδα πια καλείς.

Η αγάπη πάγωσε το αίμα και θρυματίζει
τις αναμνήσεις απ'τη χώρα καυτού ήλιου.
Κείνος φωτίζει σε ένα σύμπαν πια τόσο ξένο
κι εσύ παραδίνεσαι σ'ένα ψέμα βολικό.

Μα τα δάχτυλα γεμίσανε χιονίστρες
και νιώθεις θα σπάσουν άξαφνα
κι ας αγνοείς τον πόνο.
Απλώνεις τα χέρια να αιχμαλωτίσουνε το χιόνι
και κείνο λιώνει σαν τους όρκους που φόνευσες τρελλή.

Αποζητούσες όλο τον κόσμο σε δαχτυλίδι να τον δέσεις
και έφταιγε ο ήλιος που δεν ήταν αρκετός.
Πια ως βασίλισσα σέρνεσαι στο χώμα από πάγο
και σε σκοτάδι που ισχυρίζεσαι ως πιότερα καλό.

Σαν αντικρύζεις κάποιο σημάδι απ'τον ήλιο,
δειλά βουρκώνεις και βαθειά αναρριγείς
μα παγωμένη πια δε νιώθεις, δεν ανακαλείς
και αποστρέφεις την ψυχή σου να μην κλάψει
κι έτσι νεκρή τη λευκή γη περιπατείς.

Τρία τέρμηνα βαριά νύχτα παλτό φοράς,
βασίλισσα πια και αρχόντισσα του τίποτα.
Γελάς πικρά για το θρήνο που βαστάς
και σαν διαμάντι τον φυλάς στα σωθικά.

Το χιόνι λιώνει καμιά φορά όταν κοιμάσαι
και θερμός σε αγκαλιάζει ο θεός ήλιος
μα ακόμα και τότε ξυπνάς αλαφιασμένη
και ανοίγεις πόρτες και παράθυρα στο χιόνι
μην τυχόν και αφήσεις να μπει λίγο φως.

Οι μέρες περνούν σαν αιώνες
κι η λήθη μάνα στοργική
στέμα φορείς και βουβή περιδιαβαίνεις
τη νύχτα πάγου που επέλεξες τρελλή.

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

Πληγωμένος ουρανός σκύβει,
βαρύς απ'το αίμα.
Τον λάβωσε η αστροφεγγιά
σαν κλέφτηκε με τον ήλιο.

Λυγμός στο στόμα αλατισμένος δάκρυα
και σφίγγεται η καρδιά.
Μα η αστροφεγγιά δε μεταννοεί,
παρα μόνο σαν νυχτώνει

και ψάχνει τ'αστρα που'σβησαν
και τα όνειρα που χαθήκαν
απ'το παγωμένο χέρι της
και τη γριά ψυχή της.

Και τότε μόνο ένα δάκρυ πνίγεται
στον πάνλευκο λαιμό της,
καθώς κοιτά τον ουρανό
που σκοτεινός σιωπά.

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

Τα χρόνια μου ναυάγησαν στις ξέρες σου



Αφιερωμένη η σιωπή στη θεά της Οργής και της Απαξίωσης.
Δε θα ξανάρθουν καλοκαίρια.
Δε θα ξανάρθουν καλοκαίρια.
Ήλιος ζεστός, ακτίνες ίασης και πατρίδας.
Δε θα ξανάρθουν καλοκαίρια.
Μία ακίδα απομένει ο θάνατος στα πνευμόνια
και τρυπά τα κόκκαλα κάθε που έχει υγρασία.
Κι όσο κι αν ουρλιάζω στην ακτή του πάγου
δε θα ξανάρθουν καλοκαίρια.
Σφραγισμένα χείλη ματώνουν την ανάσα
που θάβω με απανωτά τσιγάρα.
Γιατί αυτή η ανάσα είσαι εσύ
και πασχίζω να τη σβήσω.
Τσακισμένη καρδιά χτυπά μες στα στήθη.
Οι χτύποι σαν κρότοι πολυβόλου τρυπούν τα αυτιά.
Το αίμα που τρέχει στις φλέβες φαρμάκι οχιάς.
Μια καρδιά από χολή προσπαθώ να τη σταματήσω,
γιατί στην έδωσα δώρο που δεν παίρνεται πίσω.
Μια ζωή σπαρταρά μες στο στήθος αδειανή
και ένας νους σε σκοτάδι υγρό,
δυο λέξεις απαξίωσης και οργής
κι έπειτα προσμένω θάνατο βουβό.
Γιατί φως δεν υπάρχει πια για αυτά τα μάτια
και χαρά δεν προσμένει πια αυτή η ψυχή.
Αδερφή της στερήσαν τα πέτρινα λόγια
και πορεύεται στην κοιλάδα του χαμού πια γυμνή.
Μοναχή πώς μ'άφησες στα κρυστάλλινα χρόνια,
δίχως ήλιο, γιατρειά κι αδερφό,
στην έρημο που δε λιώνουν ποτέ τα χιόνια
κι έρμο κουφάρι απλά περπατώ.
Την πίκρα ντύθηκα κουρέλια από κοπριά
και την οργή στεφάνι φόρεσα τα σάπια σωθικά μου.
Σκήπτρο κρατώ μια λυσσαλέα απαξίωση,
στη μούρη μου φορώ τη μάσκα της σιωπής
και σάβανο τυλίχτηκα της λήθης.
Θα περπατώ στη γη σκιάχτρο της φωτιάς
και θα ακούς τις νύχτες με φως τον πόνο στην κραυγή μου.

"Καθαγιασμένος στα νερά της λησμονιάς σου,
εξουθενωμένος από τα έργα και τις μέρες σου,
θητεύω δίπλα σε αγάπες ξοφλημένες
γιατί τα χρόνια μου ναυάγησαν στις ξέρες σου.
" (Διάφανα Κρίνα)

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

Αχέροντας

Παιδί στα δάχτυλα του παίζει χαρτί κομματιασμένο
λευκό καράβι γέννησε η τέχνη λαβωμένο
τ'αφήνει να παρασυρθεί στο μαύρο ποταμό
και γνέφει αντίο σκυθρωπό στον τελευταίο λυγμό.

Το ρεύμα στράγγιξε τη ζωή, το φως, την όποια αλήθεια
και μοναχή παραπατείς στην όχθη του χαμού.
Κι ο βαρκάρης πια νεκρός μηνύματα δε φέρνει
παρά ξεβράζει το νερό θύμησες μουχλιασμένες.

Να ξανοιχτείς.. Να ξανοιχτείς... κουφάρι ξεσκισμένο
να πλεύσεις ως τον Άδη ταξιδευτής και μόνος επισκέπτης.
Σφαγή αν ζητήσει ο θεός την καρδιά θα δώσεις
κι ένα μαχαίρι που η ζωή ονόμασε μνήμη.

Σα πέρα οσμίζεσαι ηλύσια πεδία
και το θνητό που παίζει στα δάχτυλα
το φως όλου του κόσμου.
Στην όχθη όμως ξέμεινες να ανεμίζεις σκιάχτρο.

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2009

Σαν 'ρθεις



Σαν 'ρθεις θα πλέξω την αστροφεγγιά κόσμημα να φορέσεις
και ισαγγέλους θε να βρω φτερούγες να ιππεύσεις,
στα ουράνια διαμαντένιος βασιλιάς
της γης, της σκέψης, της φυγής και της φλεγόμενης έλξης.

Σαπίσανε τα χρόνια μου στο χώμα της ντροπής
και λιώσανε τα δάκρυα στο βλέμμα τ' ουρανού.
Γέλιο παιδιού η θύμηση της κάθε σου πνοής
και μια γλυκειά ανακούφιση γεμίζει την ψυχή.

Ίσως να βρέθηκε αυτό που αιώνια το ψάχνω
κι ίσως να κλάψω τον χαμό που θωρρώ τον τρομερό μου δράκο.
Μα η ζωή με απήγαγε και στα ουράνια με σέρνει
βορά του λέοντα του Ζυγού
σ'αστερισμούς της Τύχης.

Κι αν γκρεμιστώ στα Τάρταρα
μια θύμηση θα μείνει
των φτερών που σου δώρισα
ισάγγελος να γίνεις...

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2009

Τα δάκρυα του Νίτσε

Μία ζωή στα χρόνια επανάληψη
σαν βουβή ταινία σε άσπρο-μαύρο.
Μία πατρίδα άγνωστη και μακρυνή
φωνάζει των παιδιών επιστροφή.

Μια οικογένεια που σκόρπισε
στους ανέμους της σφαίρας του εγώ
και σταλαγματιές βροχής
έπεσαν οι φίλοι κι αγαπημένοι στην άβυσσο της λήθης.

Μα δε θα ζεις εσύ ποτέ την αιώνια επανάληψη.
Δε θα ζεις, δε θα ζεις!
Η απώλεια θα σε σκιάζει σαν μάνα
και θα διώχνει κάθε τι ζωντανό μακρυά σου.

Κι οι επιλογές κι οι σκέψεις σου
στη σφαίρα του θανάτου,
δε θα ζωντανέψουν πια ξανά
θα σπάσει η αλυσίδα.

Όμως θα ζεις μες στην ψυχή
την κάθε στιγμή του πόνου
την κάθε στιγμή χαράς και ανείπωτης ευτυχίας,
μια επανάληψη του νου
Σισσύφια, φαντασμένη....

Τρίτη 25 Αυγούστου 2009

Αλυχτό



Αλάργεψε ο χωρισμός...
Στάχτη από δάκρυα και χολή.
Στις χούφτες τρέχουν τα δάκρυα
σαν βροχή του Απρίλη,
μα δε θ'ανθίσει η άδεια γη,
δε θ'ανατείλει ο ήλιος
και θα θάψεις σ'αυτή τη γη
τον πιο καλό σου φίλο...

Σιωπή πλημμύρισε και σ'έπνιξε στους τοίχους.
Γκριζέψανε τα λόγια σου, τα σωθικά κι οι πνεύμονες
απ'τον καπνό που έκαιγε το τελευταίο αντίο,
σαν κεράκι μιας θυσίας που δεν τέλεψες ποτέ,
σαν την ευχή που γκρεμίστηκε στους βράχους.

Κι ο αδελφός αλάργεψε κι αυτος μέσα στη στάχτη..
Τα χρόνια σε προδώσανε κι οι ελπίδες του φωτός
στρόβιλλος πια, μαύρη νυχτιά,
και ο θρήνος του λύκου.

Σ'ένα βουνό κρύφτηκες,
αγρίμι της απώλειας
και αλυχτάς από καρδιάς
για κείνο το ταίρι που άρπαξε η σελήνη.

Στο χώμα θάβεις τα χέρια σου
και δέεσαι στη μάνα που εχάθη
και άρπαξε το σπλάχνο σου
με λύσσα και αγάπη.

Τα λόγια γράφτηκαν με ματωμένα ξύλα,
χαράχτηκαν στο βλέμμα, στην ανάσα σου
και στη γριά σου μνήμη.
Αιμορραγείς όσα πρόδωσε κι όσα έσπασε
η άγρια λύσσα της φυγής
και του γοργού θανάτου.

Σαν αλυχτό σκορπίζεσαι στις ράχες της ζωής σου
και θάβεσαι στο χώμα της λήθης,
να αποκοιμίσεις το θεριό που λήστεψε η σελήνη.

Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

Φυγή



Η στιγμή λαμπίρισε σαν πετράδι στο νερό
κι οι χρυσαφιές ακτίνες της χαράξαν την ψυχή σου.
Μα η ανάγκη σπαρταρά στα κατάβαθα της ύπαρξης σου
και σε ωθεί σε μια φυγή πιο γνώριμη κι απ'τον ήλιο...

Στροβιλίστηκες σε γαλαζοπράσινα όνειρα
και εισέπνευσες μια ευτυχία άγρια,
σαν ξέφρενα άλογα στις πλαγιές της Θήβας.

Μα η ανάγκη σε κατατρώει πάλι,
σαν μια σφίγγα που ψιθυρίζει
λόγια της φυγής
και της εξαπάτησης.

Η ελευθερία μάνα στοργική σ'απλώνει το χέρι
κι ένα γέλιο άγριο σε παρασέρνει στ'αντάμωμα
του ήλιου με τη θάλασσα,
εκεί που είναι η ευτυχία...

Ποιά μοίρα σε κηνυγά και πίσω όλο κοιτάζεις...
Φοβισμένο το βλέμα σου ψάχνει την απόδραση
και ένα άγριο άτι να ιππεύσεις,
να ξεχυθείς στο άγνωστο της μόνης σου ελπίδας.

Η ασφάλεια σου είνα πια να φεύγεις,
γκρεμίζονας κομμάτι κομμάτι κάθε στιγμή αλήθειας
κι όπως θα φεύγεις θα γελάς,
σαν παιδικό παιχνίδι

που αν και τ'άγγιξαν βαθειά άψυχο παραμενει,
χωρίς καρδιά, ή θύμηση, με κενό το βλέμμα
να ατενίζει τη φυγή, τη μόνη ευτυχία,
εκεί που ενώνεται ο ήλιος με τη θάλασσα...

Μελισσάνη



Αστράψανε τα φώτα της ζωής
πλεγμένα στα δάχτυλα
που δώρισε η μοίρα σου σε μένα.

Ανείπωτες αστροφεγγιές και όνειρα αλήθειας
πλημμύρισαν στιγμές και ώρες της κατήφειας...

Σε δρόμους που έγλειφαν γκρεμούς
ανάσανες ευτυχία
και βούλιαζες στην αγκαλιά της μάνας γης,
που με περίσια στοργή σε έραινε με μύρα.

Αστέρια άγγιξες
και βυθίστηκες σε σύννεφα χαράς,
καθώς φτερά αγγέλων
σκέπαζαν το σώμα των λυγμών...

Έγλειφαν σαν προσευχές
τα δάχτυλα της μοίρας
κάθε πληγη που σου άνοιξε
ο χρόνος στο κορμί.

Δυο άσπρ άλογα ξεχύθηκαν
στο βλέμμα σου που έφεγγε γαλήνη
κι η ευτυχία γνώριμη ερωμένη
σε τύλιξε στα δύχτια της γυμνή.

Αποκοιμήθηκες στον ώμο της ζωής
και σε νανούριζε ο απόηχος της ψυχής
κάθε ελπίδας και χαράς,
γαλήνης, προσμονής.

Μέλωσε ο καθρέφτης σου
καθώς σε έλουυζε το φως
και αφηνόσουν σε χορό
με αγγελικές μορφές.

Σταγόνες από αμβροσία
χύναν Ολύμπιοι θεοί στο κορμί σου,
καθώς υπερίπτατο
η ψυχή στους κήπους παραδείσου...

Αφέθηκες στα κύματα ζωής
να σε παρασύρουν
και γέμισε η άθλια ψυχή
μελωδίες αγγέλων.

Πλεγμένος στα δάχτυλα
ο θεός εισήλθε στο κορμί σου
και αχνοφαίνεται σα φως
η αγάπη στη μορφή σου.

Μια αγκαλιά όλη η γη
κι εσύ ο άξονας της,
γραπώνεσαι στην ανάμνηση γερά
μη χάσεις το άρωμα της...

Τρίτη 11 Αυγούστου 2009

Οργή




Ανακινήθηκε η πέτρα
και αίμα έσταξε στο χώμα της ντροπής.
Το χέρι πρόβαλε αποζητώντας
αρπαγή, θάνατο και φρίκη.

Σύρθηκε ματωμένη,
ξεπρόβαλε στη νύχτα
και σέρνωντας ουρλιαχτό φωτιάς
ξεχύθηκε στο δάσος,
μαινάς λυσσαλέα.

Θε να ξεσκίσει τις καρδιές,
τα λόγια των ψεμάτων,
όρκους αγάπης και ζωής...
για πάντα και ποτέ.

Επί πινακι καρτερά
την κεφαλή αγάπης
και μες στο αίμα θα λουστεί
κάθε όρκου που εχάθη.

Δρεπάνι τη θωρώ κρατεί.
Ουρλιάζει απ'τη λύσσα
και καταπίνει τη ζωή
που σπαρταρα στα στήθια.

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2009

Σιωπή

Σιωπή βάφει τις μέρες
και θάνατος λευκός
αλάργεψε η θύμηση
μακρυά όπως κι αυτός.

Καπνός τυλίγει τα στοιχειά
που γιόμισαν τους τοίχους
και το καράβι σου'κλεψε
της καρδιάς τους χτύπους.

Σάπιο το στόμα γεύεται
αλάτι και λυγμό
και η ζωή μικρή, πικρή
γυρεύει τελειωμό.

Τί ν'απομείνει στην ψυχή
απ'ότι πια εχάθη,
σκοτάδι έπεσε βαθύ
στον κήπο της Αστάρτης.

Στάστέρια ίσως να πετά,
σε φώτα τρελλαμένα,
μακρυά, μακρυά
μες στη σιωπή
αλάργεψε από σένα.

Στ' αντίο σπαρταράς βουβή
που ποτέ δεν ακούσθη,
την πλάτη γύρισες τρομερή
στο δάκρυ που ελούσθη.

Και τώρα σάπια σωθικά
αποζητούν το τέλος.
Μία σιωπή σε κηνυγά
στα δάκρυα του τέλους.

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2009

Απώλεια




Δυο σύννεφα στα χέρια μου κρατώ,
τα σφίγγω να ματώσουν...
Οι μέρες άγονες, πικρές,
στάζουν χολή και ξύδι.

Στα χείλη βρέχεται ο λυγμός,
η δύνη παρασύρει
το νου σε άστρα του χαμού
και του φτηνού θανάτου.

Λευκοί κύκνοι χορεύουν
άσματα του τέλους
κι αστράφτει φλόγες ο ουρανός
από φτερά αγγέλου.

Δεν ακουμπά η θύμηση
το πόμολο του νου
και σύννεφα σκιάζουν σαν κλαριά
το βλέμμα του τρελλού.

Στα δάχτυλα ο πόνος σου,
ρυθμός βαθειά πνιγμένος,
βουβά πιέζεις την καρδιά
ν'ακουστεί θλιμμένος,

να ξεχυθεί ως τα βουνά
και τ'άγονα κορφοβούνια,
να ακουστεί στα πέρατα,
να ραγίσει το σύμπαν

σε δυο κομμάτια κρύσταλλα
που ματώνουν την καρδιά σου
και ξεψυχάς απώλεια
δίχως τα φτερά σου...

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009

Αντέθ



Πλησίασε με τα χέρια απλωμένα,
να γεμίζουν κατάλευκο φως,
και ψιθύρισε με λόγια μυρωμένα
στους αιώνες τη ζωή του παντός.

Σαν να πέταγε φαινόταν
και ανεμίζαν τα μαλλιά της στο βορριά,
στην ψυχή της μέσα φτερουγίζαν
αστραπές κατάλευκα πουλιά.

Δεν πατώ σε αυτή τη γη, μου ψιθύρισε,
μήτε κατέχω του νου των ανθρώπων,
σαν αγέρας στους δρόμους περιφέρομαι,
να δροσίζω τις ψυχές των όλων.

Δε θωρρώ τη σάρκα που φορτώνεστε,
ή τις σκέψεις που βαραίνουν το μυαλό,
δεν κατέχω τις τέχνες που παιδεύεστε,
μήτε τις μπογιές που ξεβάφουν στον καιρό.

Σαν τη ρώτησα ποιά είναι και πώς βρέθηκε
σε αυτή τη γη που τα πάντα πια σαπίζουν,
χαμηλώνοντας το βλέμμα της δάκρυσε
και ψιθύρισε αλήθειες που σαστίζουν.

Λυσσασμένη σκύλα με γέννησε
και πατέρας μου λιοντάρι τρομερό,
στη φωλιά μας από μωρό με ταίζανε
αίμα, χολή και μολυσμένο στα ψέμματα νερό.

Μα θεριό εγώ δεν κατάντησα
γιατί κρατώ από ένα άστρο εκεί ψηλά
και αποφάσισα να γεννηθώ από λάσπη εδώ χάμω,
για να αστράψω κάθε καρδιά που το αποζητά.

Το βλέμμα της αστράφτει από αγάπη.
Με δέος την κοιτώ και ανατριχιάζω
και απλώνω τα χέρια να αγγίξω
το άστρο κει ψηλά μα δε το φτάνω...

Κυριακή 19 Απριλίου 2009

Κλειστά παντζούρια

Γιορτή, και κοιτάς τα κλειστά παντζούρια
από ροζ και κίτρινα όνειρα.
Ο κόσμος λείπει και μια ησυχία τραγική ακούγεται,
παρέα στα αναφιλητά σου.
Κι ένα τραγούδι του Σιδηρόπουλου
από αυτά που αγαπάς
"Καποτε θα'ρθουν να σου πουν
πως σε πιστεύουν, σ'αγαπούν κι πως σε θέλουν.
Έχε το νου σου στο παιδί,
κλείσε την πόρτα με κλειδί, ψέμματα λένε."
Μα κείνο το παιδί δεν το θυμάσαι καν...
Κείνο το παιδί θρηνείς,
που στα όνειρα σου έρχεται καμιά φορά και γελά.
"Υπερασπίσου το παιδί
γιατί αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα"
Αν μπορούσες να ξεθάψεις εκείνο το παιδί...
Κι αν δεν μπορέσεις,
πώς θα μάθεις να ζεις μες στην πέτρα?...

Πέμπτη 16 Απριλίου 2009

Ήρωες του Θερβάντες



Μια χρυσαφιά εικόνα ήταν αρκετή
για να ξεχυθεί η ίδια ανάγκη
σαν σταγόνα ανάμνησης
σαν μια αφορμή, αιτία και δικαιολογία
για τον άνεμο να φυσήξει
και ο γνώριμος πόθος
για καθάριο ουρανό και ψηλά βουνά να ξεχυθεί.

Θυμήθηκες τους στίχους του Δον Κιχώτη
που στάζανε τα χείλη σου.
Μοιάζει αιώνες πριν,
όταν ο Σάντσο έτρεχε ξοπίσω του ιππότη
πασχίζοντας να τραβήξει ένα βλέμμα του,
μια λέξη, μια σταγόνα σημασίας...

Στροβιλιζόσουν σε ταξίδια από λέξεις
μες σε σύννεφα και γέλια
εκεί που ο ιππότης μαγεύει αθώες δεσποσύνες
και με τέρατα ανεμόμυλους παλεύει.
Και αγωνίζεται Ήρωας να γίνει και πλούσιος ευγενής
και χορεύουν με το Σάντσο στον ήλιο της ερήμου
σαν δυο σταγόνες απ'το ίδιο δάκρυ,
το δάκρυ που χαρίζεις
κάποια βράδυα στο θεό που χωρίζει τις ψυχές στα δυο.

Μα μήτε ιππότης μήτε ήρωας δεν είναι ο Δον Κιχώτης,
λερωμένος απ'το μίσος και τα πάθη της ζωής
έγερνε στο πλάϊ του Σάντσο
και ακούμπαγε το βάρος της ψυχής...

Όπως και τότε, Σάντσο,
προσμένεις να συρθεί πάλι κοντά σου
και όπως πάντα
με λατρεία θα αλείψεις τις πληγές του μέλι
και θα ορκίζεσαι πως δε θωρείς
παρά την ομορφιά όλου του κόσμου
σαν αντικρύζεις τα κομμάτια λέπρας
που κρέμονται απ'το κουρασμένο του κορμί.

Και απ'το χέρι θα λαχταράς να σε πάρει
και να σε παρασύρει σε περιπέτειες ξακουστές
και κάθε αυγή να αντικρύζεις, όπως πρώτα, κείνο το μπλε
που ξερίζωσε την καρδιά σου
και την κρέμασε στο λαιμό του φυλαχτό.

Με ανεμόμυλους Αυτός θα κινά να παλεύει
κι εσύ ξοπίσω του
θα τρέχεις σε ερήμους και θάλασσες από λάθη.
Και θα ψιθυρίζεις, θα φωνάζεις, θα ουρλιάζεις
πως δεν έχουν αξία οι αξίες της ζωής
και με θολό το βλέμμα θα σε κοιτάει,
βυθισμένος στα πρέπει και τα μή.

Μα δε θα'ρθει ξανά, το ξέρεις πια εδώ και χρόνια...
Από τη μέρα που κίνησες μονάχος προς τον ορίζοντα.
Θα απομείνει, σκέφτεσαι, για πάντα μόνος του
μέσα στη λάσπη και θα αναπολεί καμιά φορά μες στο μυαλό του
τις περιπέτειες με τον καλό του φίλο, το Σάντσο του Ουρανού.

Μια χρυσαφιά εικόνα ήταν αρκετή
για να ξεχυθεί η ίδια ανάγκη σαν σταγόνα ανάμνησης
σαν μια αφορμή, αιτία και δικαιολογία
για τον άνεμο να φυσήξει και ο γνώριμος πόθος
για καθάριο ουρανό και ψηλά βουνά να ξεχυθεί.
Θυμήθηκες, αναπόλησες
και έζησες σαν ήρωας του Θερβάντες,
στην έρημο της μάταιης προσμονής.

Βυθίζεις τα πόδια σου στην άμμο
και μετράς τα βήματα που τράβηξες μακρυά του.
Κοιτάς ξοπίσω σου και θαρρείς πως βλέπεις τον ανεμόμυλο.
Και βαθιά μέσα σου ελπίζεις να σε προφτάσει
και στο πλάϊ σου πάλι να πορευθεί.

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

Rebirth



Δεν ξεθυμαίνει τ'άρωμα εκείνης της στιγμής...
σταγόνες ουρανού τυλίγουν τις αισθήσεις
και ευωδιές καθάριου μπλε χαϊδεύουν την ψυχή σου.

Περίεργοι καιροί,
περίεργα τους χορεύεις
και σαστισμένη στέκεσαι παράμερα
και γνέφεις.

Ανοίγεις τα χέρια στους ανέμους
να τυλιχτούν οι εποχές των χρόνων
σε μια αγκαλιά από χιόνι
κι εύχεσαι οι χειμώνες να λιώσουν
και να ανασάνει η άσπρη γη
κι η ψυχή ν'ανθίσει.

Αναρωτόμενη να ζεις ή να μή ζεις
πια σκοντάφτεις σε ένα ουρανό καθάριο,
όχι πια φαντασίωση μεγαλείου και παλιού σου έρωτα,
μα μια κλεφτή ματιά στην ουσία της ύπαρξης σου.

Με μια καινούργια ταυτότητα να νιώθεις στο πετσί σου
δε δύνασαι να ατενίσεις το χάος και το θάνατο.
Χλευάζεις την απελπισία στα μούτρα
και σκας ένα πονηρό χαμόγελο στην ύπαρξη σου.


Κι αν αλλάζεις, τρομάζεις,
μα πια δε φοβάσαι
και ξέρεις...

Σάββατο 14 Μαρτίου 2009

Πεταλούδα



Στα χρόνια της σιγής και της απώλειας
χαράχτηκε η ψυχή με χίλια χρώματα,
δροσιά σαν φύσηξε, λευκό φως και αεράκι,
τα χέρια άπλωσες να κλείσεις στις χούφτες σου τον ήλιο.

Και άπλωσες το βλέμμα σου στα χρώματα
στους κάμπους, στις θάλασσες και στις βουνοκορφές,
αντίκρυσες τον ουρανό και έβλεπες
το φως από χίλιες δυο ζωές.

Δροσιά πλημμύριζε το σώμα σου,
τα χέρια σου, τα πόδια ως τα νύχια
και μια μπουκάλα οξυγόνου στην ράχη σου
σε φούσκωνε αγάπη μες στα στήθια.

Απλώθηκες αγέρας από λευκά χρώματα,
αγκάλιασες τον κόσμο στην ψυχή σου
και η ευτυχία έπνιξε το όλον σου
κι έλαμψε το φως στη μορφή σου.

Και χόρευες σε σύννεφα από χιόνι,
λευκά φτερά αιωρούνταν στον αιθέρα
και μύρια άστρα φώτιζαν το σύμπαν
και η φωνή σου χάραζε ουράνιο σέλας...

Με δυο χεράκια, λευκά περιστεράκια,
αγγίζεις χλωμά πρόσωπα, συννεφιασμένα,
και με χαμόγελο τα λούζεις της ψυχής σου
κι αυτά παύουν να'ναι πια θλιμμένα.

Κι απλώνεις το κορμί σου στον ήλιο,
να λιώσει στις ακτίνες και στο φως
κι ανοίγεις την ψυχή σου φύλλο φύλλο
στο Όλον, στο Απόλυτο, στο Θεό.

Ανάλαφρα πατάς και χορεύεις,
τραγούδια ψυθυρίζεις χαρωπά,
δροσιά στο διάβα σου σκορπίζεις
και νιώθεις πως πια ζεις αληθινά!

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2009

Σφίγγα



Χόρεψε, όπως δε χόρεψες ποτέ,
στην άκρη της αβύσσου,
στροβίλισε το άμοιρο κορμί
στο χείλος του γκρεμού σου.

Tράβα τα χείλη σου με βια
να δούνε πως γελάς
και σκούπισε το δάκρυ σου
μην προδώσει την ψυχή σου.

Tύλιξε με πέπλο ροζ τη θύμηση
και βούτηξε σε ανθόνερο
να μην ακουστεί η κραυγή σου.

Απώλεια και οδύρεσαι
στο χώμα των δακρύων,
απουσία και μοιρολογάς
τη μοίρα των αχρείων...

Στο κλέψανε απ'την αγκαλιά
και μαζί σου πια γελούνε,
ληστέψανε την καρδιά
και για πάντα θα στη χρωστούνε.

Τετέλεσται και οδύρεσαι
στο χώμα των δακρύων,
σπαράζεις και τα χείλη σου
σφίγγονται στο αντίο...

Μισείς μα κρύβεις την οργή,
ηφαίστειο της λύσσας
σιγοβράζει και άξαφνα
θα πνιγείς στην πίσσα.

Κι η εκδίκηση σου τρομερή,
Μενάς λυσσαλέα
θα χυμήξει να κατακρεουργήσει
και να στροβιλιστεί στο αίμα

και θα απομείνεις να θρηνείς
όσα πια χαθήκαν
και δακρυσμένη θα γελάς
και ύστερα, πάλι θα σιωπάς
σα μυθική Σφίγγα.

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009

Στερέωμα



Ουρανέ μου,
άκουσε ακόμα μια φορά την κραυγή μου
νιώσε άλλη μια φορά τη σιωπή μου
και θυμήσου στα όνειρα σου τη μορφή μου.

Το βλέμμα που μαγνήτιζε τους κεραυνούς σου
και κάθε στάλα της βροχής και του μυαλού σου...

Μια θάλασσα στα μάτια σου κσι η ψυχή του ανέμου,
να λυσσομανά στα σωθικά μου και να ζητά την ύπαρξη μου.

Πόσο αγάπησα τις θάλασσες και το βαθύ μπλε,
τα κλαριά που άπλωνες να τυλίξεις την αδύναμη ψυχή μου
και κούρνιαζε στα χέρια σου το άϋλο κορμί μου.

Έγερνα στο στήθος σου τα βράδυα στα όνειρα μου
και με έραινες άστρα και ευωδιές, έλουζες τα μαλλιά μου
με ένα φως αστροφεγγιάς και μελωδίες αγγέλων...

Στα μάτια σου ξαπόσταινε η σκέψη μου,
στα χερια σου η πνοή μου
και στο πλάϊ σου έβρισκε νόημα η ύπαρξη μου.

Ουρανέ μου,
άκουσε την κραυγή μου!

Σφαδάζω σε χώμα κόκκινο, της λησμονιάς και της σιωπής σου,
ουρλιάζω μες στα σπλάχνα μου κι αποζητώ το μπλε σου,
τη σκιά του κορμιού σου να σκεπάσει τον ήλιο και τον κόσμο...

Και τη φωνή που ημέρευε τα πιο άγρια θεριά
και φώτιζε τα βάθη της κολάσεως.

Ουρανέ μου, άστραψε για μια φορά ξανά
να τυφλωθώ απ'την ομορφιά
κι ας ξεψυχήσω πια μετά

στην απουσία της ύπαρξης σου...

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009

Λήθη, αγαπημένη εσύ



Λήθη, αγαπημένη εσύ
πικραμένη εσύ
πολύτιμη εσύ...

Ξαπόστασε στα πόδια μου,
σα μικρό παιδί,
να ονειρευτείς τον κόσμο
αγαθών και τρανών ηρώων.

Γείρε στο πλάϊ μου και ψιθύρισε μου,
σαν εραστής, μεγάλη μου αγάπη,
όσα δε θέριεψαν ποτέ στα σωθικά μου.

Τον ουρανό που δεν αγκάλιασα μήτε για μια φορά
και το θεριό, το λέοντα που ψάχνω στα όνειρα μου
και ψιθύρισε μου ανάλαφρα τα όνειρα που ξεθώριασαν
και το πέλαγο που με πρόδωσε και τη μοναξιά μου...

Λήθη, αγαπημένη εσύ,
άκουσε τη σιωπή μου

απόμεινα μονάχη μου
στη μνήμη και στη δύνη.
Ξαπόστασε στο πλάϊ μου,
δώσε μου φιλί γλυκό
και αποκοίμισε με...

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

Σφαλιστό παράθυρο



Τα βήματα αχνά και κόκκινα

στους δρόμους του μυαλού σου.

Δε γύρισες για χρόνια το βλέμμα στο περβάζι.
Ξεράθηκε η γλάστρα και τα όνειρα
που στο παραθύρι στοιβάζεις.

Μια ανάμνηση στο τζάμι τιτιβίζει
και η βαρυχειμωνιά το ξέρεις θα την πνίξει.
Σφίγγεται η καρδιά, δε θα τ'ανοίξεις το παραθύρι
να ξεψυχά θα την ακούς σα μικρό σπουργίτι.

κι οι τύψεις θα σε πνίξουν που ποτέ δε θέλησες να θυμηθείς
κι οι ενοχές που δεν αντίκρυσες, δε δέχτηκες, δε θυμάσαι...
Σφαλισμένο το παράθυρο και το βλέμμα σου το αποφεύγει
Δεν κοιτάς, δεν κοίταξες κι ούτε και θα κοιτάξεις.

Ξεψύχησε η ανάμνηση, κόμπος στη φωνή σου
Σφαλιστό παράθυρο και σφαλιστή ψυχή σου.