Τρίτη 23 Μαρτίου 2010

Κενό

Στέκεις στην άκρη και ατενίζεις το κενό,
σαν τότε, σαν πάντα.
Τσιμέντο και γρασίδι και κάγκελα η προσγείωση.
Οραματισμός της πτώσης,
Βλέπεις το άψυχο σου σώμα να κείτεται 6 ορόφους κάτω.
Και νιώθεις να πετάς προς μια σιγή ανακούφιση απ'την απώλεια.

Μια σκέψη σε κράτησε απ'την πτώση,
οι δυο ψυχές που χρεώθηκες να ζήσεις.
Οι μόνοι που σου μένουν. Οι μόνοι σου φίλοι.
Δυο τετράποδα με γαμψά νύχια και το βλέμμα του θεού.

Κι αναπολείς τη στιγμή που για λίγο ένιωσες ελεύθερη.
Η εικόνα σου να κείτεσαι νεκρή.
Θα λεν πως δε σου φαινότανε, δε μίλαγες, γελούσες.
Και πως τούτη τη ζωή πολύ την αγαπούσες.
Καλή κοπέλα κι έξυπνη, πώς έγινε αυτό.

Κι αυτές που σε ακούσανε να ψελλίζεις την αλήθεια,
αψήφιστα χαμογέλασαν και είπαν θα περάσει.
Μα πάντα κορυφώνονται οι σκέψεις σου σε πράξεις
κι αν μια φορά δανείστηκες ζωή, δεύτερη δε θα υπάρξει.

Ίσως ο ύπνος πιο καλός, να φύγεις στα όνειρα σου,
μα μη βγάλεις βοήθειας κραυγή, άπλωσε τα φτερά σου.
Τα δώρα που επιστρέφονται κατάρα λένε είναι,
μα χίλιες κατάρες η ζωή και πιότερη η μία είναι.

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Ακούς?

Ραγίζει η σιωπή, ακούς?
Τα μέλη σπάνε στην παγωνιά, ακούς?
Θαφτήκανε οι ελπίδες μου, ακούς?
Παράμερα στέκει η ζωή και μ'αποχαιρετά.

Το χέρι σου ψάχνω να πιαστώ, ακούς?
Μα τ'αποτράβηξες στην ώρα της οργής
και φαιδρά λόγια έπλεξες στεφάνια θανάτου
σαν να'ταν πέτρινα κι όχι ανάσα του αγέρα.

Απέστρεψες το πρόσωπο, έκρυψες τον ήλιο
και μ'άφησες σε μια ζωή που απεχθάνομαι
να τη ζήσω μόνη.
Και τα στοιχειά με κηνυγούν μακρυά απ'το φως σου
και η καρδιά μου στράγγιξε χωρίς το άγγιγμα σου.

Άδειασα από ζωή, ακούς?
Και ο θάνατος πάλι χτυπά την πόρτα.
Ελπίδα μου ήσουν εσύ, ακούς?
Και το φως που κράταγε ανοιχτά τα μάτια.

Και σε ζωή από σκοτάδι δε θέλω πια να μένω.
Ακούς?
Δε σε αποχαιρετώ γιατί πάντα θα σε ψάχνω,
όμως ίσως σε άλλη μορφή, καθώς η ύλη βαραίνει.

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Στοιχειά



Ανακινήθηκε η ταφόπλακα και πρόβαλε στο φως
το τέρας που κένταυροι φυλάν στα σωθικά σου.
Κι αποζητάς μιαν έρημο να κρύψεις τη μορφή σου,
να μην ραγίζουν τα γυαλιά κάθε που σε καθρετίζουν.

Τα χρόνια δανεικά και για αυτό ξεχνάς,
μήτε μια ανάμνηση δεν απομένει φωτεινή.
Κι αναλογίζεσαι πως άδικα χρεώθηκες στα θεία,
μήτ'αφορμή, μήτ'αιτία πια δε φανερώνεται
στο λαβύρινθο του μυαλού σου.

Ο μίτος έσπασε κι όλο τριγυρνάς στο ξέφωτο
που τα ζωντανά κράζουν "ουδένας λόγος".
Κι ας θυμάσαι το μονοπάτι της λήθης και της χαράς,
πια δε ζουν καταρραμένοι ποιητές ν'ακολουθήσεις.

Κι η χαρά βρυκόλακας που αποζητάει αίμα,
μια επιβεβαίωση σαθρή όπως οι αναμνήσεις.
ίσως ξοδεύτηκε η ψυχή χρόνια πριν
και πια κουφάρι σέρνεις
σάπια μέλη και άδειο μυαλό
να δικαιολογείς το χρέος.

Δε θα βρεθεί Ιθάκη για καταρραμένους να ξαποστάσεις.
Δε θα σε ραίνει λήθη η ακρογυαλιά πατρίδας.
Τα τέρατα αιώνια ζουν και ανασταίνονται
κάθε που δύει ο ήλιος κι αποζητούν λαίμαργα να σε καταβροχθίσουν.

Όσα χαθήκαν θηλιά στο λαιμό
και οι Δρυίδες δεν υπάρχουν πια να σε γιατρέψουν.
Και η ζωή Σισσύφια ταφόπλακα που γκρεμίζεται
στο σάπιο σου κορμί.

Κουράστηκες την αιωνιότητα
και στέκεις σε μιαν άκρη
αναλογιζόμενη τί μπορεί να σε σκοτώσει
ανώδυνα και βίαια συνάμα.

Αιώνια επανάληψη για λόγο ή όχι,
αποτινάσσω το χρέος μου
και οδεύω στο τέλος
με μια χαρά άγρια λύτρωσης και αποχωρισμού.

Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

Ενθάδε κείται ελπίς



Χορέψαμε στην άκρη του γκρεμού πιασμένοι χέρι χέρι,
τρελλοί και αισιόδοξοι στα χρώματα του φωτός.
Τα όνειρα χαράξανε στην ψυχή
λαβωματιές που πλημμυρίζουν αίμα τα σεντόνια.

Μια ανάμνηση η ζωή, καλή, κακή κι οργισμένη.
Η απώλεια κι η μοναξιά οι μόνοι φίλοι
και μια ταφόπλακα στη θέση της καρδιάς,
"ενθάδε κείται η ελπίς".

Σε παρασέρνει η ζωή στο χώμα και τη λάσπη,
παλεύεις να κρατηθείς αρτημελής,
μα ήδη διαμελίστηκες σε χρόνια δικασμένα.

Κάποιες στιγμές χαμόγελου σου κρατούν το χέρι
και οι φίλοι σου που μιλιά δεν έχουν, παρήγορο χάδι στην ψυχή.
Στέκεις πλάι τους κι απλά ακούς την καρδιά τους,
κενή από ανθρώπινα συναισθήματα και μνήμες, παρήγορη παρέα.

Κι αναρωτιέσαι η χαρά αν είναι αυταπάτη.
Και η αγάπη μύθος.
Τη χαμμένη αγκαλιά πια δε νοσταλγείς,
σου αρκεί να στέκεις πλάι πλάι με τα άτια της σιγής.

Αγγίζεις το κορμί τους κι αυτή η θερμότητα σου θυμίζει πως ζεις.
Κι αν ζεις, χρωστάς νομίζεις.
Όμως αρκεί να αναπνέεις. Κι ας σε τρομάζει. Κι ας πονάει.
Καιρός να ζήσεις έτσι απλά, σιωπηλά και στωικά.

Τέρμα τα μεγάλα όνειρα και οι στόχοι.
Βρες μια πατρίδα και κυλήσου στο λιβάδι.
Τόσο απλά, τόσο κενά, τόσο ανούσια.
Να στέκεις πλάι στα άτια της σιγής και να λούζεσαι σιωπή.

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

Συγχώρεση

Στέκεις παράμερα και μετράς τα δάκρυα σου.
Πέτρες λασπωμένες που ίσως και να αξίζουν κάτι,
αλλά για ποιόν.
Να μην περιμένεις τίποτα σου ζητάνε πια οι χειμώνες
και να κοιτάς τον άλλο μες στα μάτια, σαν καθρέφτης.
Μα νιώθεις ο καθρέφτης ράγισε,
γιατί όλο κομμάτια γυαλί βγάζεις απ'τα μάτια.
Πετράδια που δεν αξίζουν τίποτα...
Κι όπως πάλλεται η καρδιά συγχώρεση ψιθυρίζει,
για όλα όσα ζήτησες, μα δεν στα χρωστάει κανείς.
Ούτε εσύ όμως χρωστάς να μη ζητάς.
Και το γέλιο κόκκινο πανί σε ταύρο.
Ξεφυσάς απόρριψη και χυμάς να το ξεσκίσεις.
Πίεση χρεώθηκες κι ας σκύβεις απ'το βάρος.
Τα θέλω μάστιγα, λοιμός και κατατρεγμός.
Ζητάνε οι χειμώνες και παγώνουν.
Σιωπηλά ζητάνε και δίνουν δίχως λέξεις, μήτε καρδιά.
Γελούν και σε δικάζουν.
Μα η καρδιά πάλλεται σε ρυθμούς συγχώρεσης,
γιατί οι μεγάλοι δάσκαλοι με τη μάστιγα ξέρουν να χτυπούν.
Με χέρια άδεια χαμογελάς, καθώς υπερίπτασαι σε μπλε ουρανό.
Και τα παιχνίδια ελέγχου μοιάζουν παιδικά και άσχημα.
Ανιαρά και κρύα.
Γελούν οι χειμώνες και κρίνουν, μα η καρδιά σου άνθισε και απλά χαμογελάς.