Τετάρτη 14 Μαΐου 2008



Στα ακροδάκτυλα της μοίρας σου πατώντας
βήμα το βήμα πέταξες εδώ
και γελαστά το δρόμο πίσω σου θωρώντας
μου αφιέρωσες τραγούδι χαρωπό.

Πόσα τα όνειρα που ξύπνησες χρεωμένη?
Πόσες οι πίκρες και πόσα να'ναι
πια τα χρόνια της φυγής
στα ακροδάκρυλα ζυγώνεις μεθυσμένη
απ'τ'ανεκτίμητο κρασί της ζωής.

Χαμογελάς κι όλη η πλάση ανασαίνει
στον ουρανό ξεχρεώνεις τις χαρές
μία ελπίδα είδα στα μαλλιά σου καρφωμένη
και στο πουγγί σου άλλες δύο ζωές.

Στα ακροδάκτυλα πατώντας μεθυσμένη
με πλησιάζεις και ανασαίνω τη ζωή
σ'αναγνωρίζω σε σπασμένο πια καθρέφτη,
μία ψυχή ανάλαφρη, λαμπερή.

Δευτέρα 5 Μαΐου 2008

Θάλασσα





Παραπαίει η σκέψη
σε κάτι θολό
σαν σύννεφο βαμμένο
μουντό και υγρό.

Ταξίδευε κάποτε έλεγες
και πλάι Της διψούσες
μα τα χείλη ποτέ δεν δρόσισε
μία γουλιά νερό.

Αλάτι ξέβραζε θολή
και μόλυνση και πίσσα
μα συ κοντά παράστεκες
σαν να'σουνα μωρό.

Σαν έσκυβες να Την αφουγκραστείς
χαιδεύανε τ'αυτιά σου
τα λόγια που τώρα πια ξεχνάς
θαμμένα στο βυθό

και χαίδευε απαλά
την σκοτεινή ματιά σου
γαλάζιο, μπλε, και πράσινο
και ιριδίζον φως.

Ταξίδευες και έγνεφες
στα ψαροπούλια γύρω
μηνύματα και έννοιες,
καθρέφτες στο νερό

θα χάριζες, όλο έλεγες,
το στέμμα της ζωής σου
σε αυτό που θα'βρισκε
οτιδήποτε στεγνό.

Θυμάσαι πια στον ύπνο σου
Εκείνη που πλάι Της διψούσες
και παρέσυρε τη σκέψη σου
και πάλι ο βυθός.

Κυριακή 4 Μαΐου 2008

Το Μαύρο Ποτάμι



Ξεχύθηκε το μαύρο ποτάμι να πνίξει τα πάντα:

Τα όνειρα που έλεγες πως είχες
το λευκό ίσκιο που έπαιζες στο φως
τα κόκκινα μάγουλα που έβλεπες καθρέφτη
και την αγάπη που ζητούσες διαρκώς.

Μία καρδιά στα μάτια σου ματώνει
και ένα βλέμμα που σκοτώνει ό,τι δει
μ'αυτά απόμεινες έρημη και μόνη
και με κατάρες αντί για την ευχή.

Λέει πως κλαίει για σένανε τα βράδυα
σπαράζει λέει και η κοιλιά της πια γυμνή
λέει πως νιώθει αδικήθηκε, Μαινάδα,
και αποδίδει την ευθύνη στο παιδί.

Μαύρο θεριό κατρακυλάς μες στα σοκάκια
μία ψυχή λασπωμένη και πικρή
ξερνάς φλόγα και πίσσα απ'τα σπλάχνα
και ουρλιαχτά σε μια πανσέληνο υγρή.

Μαύρο σκοτάδι πήζει στη μορφή σου
δηλητηριάζεις ό,τι αγγίζεις και το τρως
με μία χαρά άγρια και μίσους
απέμεινες μόνη να γελάς διαρκώς.

Δες ποιός ορίζει πια το κορμί σου
και ο νους σου ναυάγησε στη σιωπή
μαύρο ποτάμι κυλά μες στην ψυχή σου
του παραδίδεσαι αδύναμη, θολή.