Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

Ανάγκη

Ξεθάρρεψε η προσμονή και πρόβαλε στην πόρτα,
ήλιος του καλοκαιριού στέκει αγέρωχα σαν πρώτα...
Θερμαίνει την άδεια σου ψυχή, της δίνει ευωδίες
να κοιμηθείτε αγκαλιά με όνειρα και αξίες..

Κι ας άλλαξε η όψη σου, καθρέφτης και σε ψάχνει
βαθειά βαθειά ως στην ψυχή αλήθεια να ξεθάψει.
Στο βλέμμα του ο εαυτός που άφησες νεκρό...
Ο πόνος και ο οδυρμός από το ξένο παρελθόν.

Κι ανασαίνεις τη σιγή του πόθου και του λάθους.
Απολαμβάνεις τη φωνή του πατρικού σου βάθους.
Οικεία και ασφαλή τα μέλη του Μοριά
και αφήνεσαι στο άγγιγμα της προσμονής και της λευτεριάς.

Να ξαποστάσεις στη ζεστασιά της ομορφιάς του κόσμου
και να εισπνεύσεις ευωδιές του απόλυτου σου κόσμου.
Κι αφήνεσαι... Στη προσμονή, στη θλίψη, στην ανάγκη..
Να καθρεφτίζει ο αναστεναγμός την πιο μεγάλη αγάπη...

Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Ματαίωση

Σωριάστηκε η Ελπίδα στα γόνατα κακεντρέχιας...
Ματώσανε τα πέλματα της στερνής χαράς
σ'αγκάθινο μονοπάτι.
Σκίζεις τα ρούχα σου, γδέρνεις το πρόσωπο,
κλαίγοντας ουρλιάζεις.
Στα δάκρυα ξεπλένεται τ' όνειρο απ'το αίμα.
Τρεμάμενα μέλη στηρίζουν την ψυχή μή σωριαστεί.
Κι ο Θάνατος υγρός.

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

Φώτα



Βρυχάται το φως αναμνήσεις που δεν πονούν
γεμάτες συναισθήματα από παιδικά τραγούδια..
Μια αλήθεια που δεν κρύβεται πίσω από μάσκες χρόνων
και ανακουφίζεται στην παιδική ηλικία.
Κοιτώντας τη θάλασσα, θυμάσαι τον εαυτό σου.
Πριν ποτίσει χολή η αλήθεια το γυαλί.
Πριν σκίσει η Μαινάδα το δέρμα με ξυράφι.
Πρίν χτίσει το θεριό το Κάστρο...
Κι ανασαίνεις...
Τη θάλασσα με όλη την ψυχή σου...
Ξεχνάς...
Το άλγος που στιβάχτηκε στην πλάτη του λεπρού.
Ανασαίνεις...
Νεότητα και όνειρα... Αλήθεια...
Κοιτώντας το νερό θυμάσαι τον εαυτό σου.
Αγέρωχο και όμορφο, καθάριο, αγνό...
Σαν να σβηστήκαν οι γραμμές από το βιβλίο της ζωής σου...
Σαν να ξεχάστηκαν τα χρόνια του θανάτου...
Σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Σαν να μην πέθανες ποτέ.
Γελάς...
Με μια αλήθεια δίχως πόνο ή θυμό...
Και κουρνιάζεις στην πολυθρόνα ευτυχισμένη.
Καθάριο νερό...

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Το άτι της φυγής

Ματωμένα χέρια στραγγίζουν τη ζωή από τα σπλάχνα.
Βάφουν τα μάτια να δείχνεις όμορφη
μή και σαγηνέψεις το Βαρκάρη και σε ταξιδέψει στη λήθη...
Στον ποταμό που απαλύνει την οδύνη και πνίγει τους λυγμούς.
Ταξίδι στη χώρα της αναισθησίας και της φυγής...
Ταξίδι...
Φλερτάρεις το κενό σαν γνώριμο εραστή
που χρόνια σε καλεί στην κλίνη του Θανάτου
στην αγκαλιά της λήθης και της σιγής.
Κει θε να'σαι, ψιθυρίζει, δίχως καρδιά και άλγος,
Πριγκίπισσα μαρμάρων και νεκρών.
Πορφύρα απ'το αίμα σου θα βάψει
το θρόνο που θα κείτεσαι...
Τσιμέντο και γρασίδι.
Τα γατιά της γειτονιάς
θα γλείψουν το κουφάρι σου σε ένα στερνό αντίο.
Κι η δροσιά απ'το ξημέρωμα θα ραίνει το άψυχο κορμί σου.
Μια αγκαλιά απόλυτη στου Άδη το βυθό...
Το σκότος πάπλωμα ελαφρύ όπως τότε στην κοιλιά της μάνας...
Επιστροφή στην αρχή του τέλους της ζωής σου.
Στο τελευταίο τρεμόπεγμα των βλεφάρων σου
ένα άτι θα καλπάζει,
το όνειρο που θάφτηκε στον τάφο της καρδιάς σου.
Και τα παιδιά που αγάπησες θα σε αλείψουν μύρο...
Σφουγγίζοντας τον πόνο σου με την παιδική καρδιά τους
σ'ένα χαμόγελο θα αστράψει η ψυχή σου
καλπάζοντας στο όνειρο ζωής...

Τρίτη 17 Μαΐου 2011

Αμνησία

Προβάλλει ο ήλιος ξανά...
Διακρίνεις το φως πίσω από τσιμέντα και κάγκελα.
Ακούς πουλιά να τραγουδούν
και σκουπιδιάρικα να γδέρνουν την άσφαλτο.

Γεμάτη η ζωή σου χρώματα, τραγούδια και αλκοόλ.
Τεστοστερόνη βουτηγμένη σε ψέμματα και μίσος.
Λίγο χώμα να καλπάζεις και ουρανό να κοιτάς σαν πέφτεις.
Πόνο στο κουρασμένο σώμα να σου θυμίζει την απώλεια.
Δύσπνοια και βήχα του θανάτου της ελπίδας.
Λόγια φιλικά που σκίζουνε τα σπλάχνα
και φωτογραφίες που θυμίζουν τη ζωή σου...

Οσμίζεσαι τη μέρα που ξεκινά και αναστενάζεις.
Θυμάσαι?
Όχι πια...

Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

Τρικυμία



Σύρθηκες...
Κουφάρι της απώλειας
στο χείλος γκρεμών και Αβύσσων,
με τα μαλλιά λιτά,
έρμαιο ανέμων και δακρύων.

Άγγιζες τα βράχια να νιώσεις πόνο
μπήγωντας τα νύχια στις σχισμές αλμύρας.
Αγκάλιασες τα πτώματα ονείρων
και κυλίστηκες αλλόφρωνη σην άμμο,
Ιερεια της οδύνης...

Θυμόσουν σπαροδικά...
τα λόγια αντηχούσαν σαν κύματα τρικυμίας.
Βύθιζες το κεφάλι στον ωκεανό να κοπεί η ανάσα
και πάλευες να πνίξεις την οδύνη.
Φοβόσουν...

Μια λύσσα Κολασμένη σε έσερνε στα βράχια.
Ποθούσε το κορμί να ματώσει
σε παρόν και μέλλον τρικυμίας.
Τα δάχτυλα έσφιγγαν την καρδιά
και πότιζαν την άμμο αίμα.

Βαδίζεις...
Στην άμμο της απώλειας
με τα μαλλιά να ευωδιάζουν τρικυμία
και το κορμί να τρέμει
από τη λαχταρά να ματώσει...