Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Κορφή



Πετάς ψηλά με τα μάτια καρφωμένα στην Κορφή.
Βροχή τα δάκρυα σου,
ραίνουν θεριά και ερπετά...
Θυμάσαι πριν βγάλεις φτερά πώς σερνόσουν κοντά τους
και έπιανες φιλίες με σαύρες, ανάμεσα στα πουρνάρια.
Συζήταγες το τίποτα, την άγνοια και τη βολή.
Ξόδευες μέρες και νύχτες στην απουσία ορθού Νου.
Και εκεί ένιωθες ευτυχισμένη... Ένιωθες ασφαλής.
Ανάμεσα στις σαύρες και τα προσφιλή σου θηρία...

Μα (οιμέ) φτερά φυτρώναν στα κρυφά στις δυο σου πλάτες.
Τα μάτια έτσουζαν στο φως και έβλεπες πιο καθαρά.
Άκουγες το θρόισμα των φύλλων και μίλαγες με τα θηρία.
Ο Διάολος ψιθύριζε στ'αυτί σου την Αλήθεια
και σε έβαζε να οργιστείς
με τα ερπετά που δεν περπατούσαν.
Κι εσύ τον άκουσες...
Αυτόν, τα φύλλα, τα θεριά... Την Αλήθεια.
Και τα ερπετά σε γύμνωσαν και χλεύαζαν τα φτερά σου.
Σε γκρέμισαν απ'την Κορφή να τσακιστείς στα βράχια,
μή και προφτάσεις και ανεβείς πρώτη πιο ψηλά.

Μήνες πετάς μακρυά από ραντάρ τριγύρω απ'την κορφή.
Κρύβεσαι, εξόριστη ανάμεσα στις βροντές.
Κλαις γοερά για τη φωλιά με τα νεογνά σου.
Ποτίζεις το χώμα της Γης με δάκρυα από αίμα
βγαλμένο απ'την καρδιά σου
και κράζεις μήπως σε ακούσουνε τα κλωσσόπουλα σου.

Στα πόδια πώς πάλι να σταθείς...
Φοβάσαι... Θα λυγίσεις...
Δίχως πατρίδα και μια φιλική κουβέντα.
Κατάντησες πια ένα ιπτάμενο ερπετό που ζει μονάχο
βουτώντας μέσα σε σύννεφα από αλκοόλ και μέθη των τρελλών.

Πετάς γύρω από την κορφή
και σε τυφλώνει η όψη του χρυσού του Μήδα...
Βουτούν σε αίμα οι παλιοί σου σύντροφοι
και καπηλεύονται λάφυρα.
Καινούργιοι βασιλιάδες ανεμίζουν σημαίες ψεύτικων θριάμβων.
Οι ψίθυροι απ'την Αλήθεια σε χτυπούν σαν βέλη.
Βλέπεις από ψηλά να προσκυνούν το κάρβουνο
και μπήγονται μαχαίρια στην καρδιά σου.
Κλαις γοερά και βάφεις με το αίμα σου τα σύννεφα.
Εξόριστη, μονάχη, προδομένη.

Στα πόδια πώς πια να σταθείς...
Άδειασε από αίμα η καρδιά σου...
Κράζεις στα σύννεφα τον πόνο της ψυχής σου,
βουτάς προς το έδαφος να τσακίσεις την οδύνη.
Και σαν διαλυθείς σε κόκκαλα
θα χτίσεις τη ζωή σου...

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011



Κι ας μην γίνεις ποτέ δικός μου
τα δάκρυα θα κυλούν σαν βάλσαμο στην καρδιά
καθώς οι νύχτες θα αναπολούν τα φωτα και τα σύννεφα.

Κόκκινη βροχή πότισε η μοίρα το δρόμο της απώλειας
και βάφτηκε το δέρμα μια ένωση της φωτιάς.
Αντίκρυσα τη φύση του θεριού
και αγάπησα τα μυτερά του δόντια.

Κι ας γρύλιζε με λύσσα μες στην ψυχή μου
εγώ αγαλίαζα από αγάπη..
Άστραφτα στη νύχτα
και βάδιζα στα σύννεφα άλλων κόσμων.

Το Φως απορροφούσε τη Λύσσα
και ψιθύριζε ο Λύκος λόγια από καρδιάς
ντυμένος προβιά Λευκού Προβάτου...
Μια Αλήθεια που τρομάζει και ξεχνιέται.

Η Κόλαση σε ξέρασε, δεν της ταιριάζεις.
Και τούτη η Γη σε κλωτσά με Πόνο που δεν αντέχεις.
Κι αφήνεσαι στη Θλίψη και το Θάνατο
καθώς άγριο σκυλί γλύφει τις πληγές σου.

Προσπαθείς να θυμηθείς τη Ζωή
ενώ φιλιά στάζουν σε κυνόδοντες νεκρούς.
Κι η Θύμηση σε τσακίζει...

Θα κοιμηθείς και πάλι με το ξημέρωμα,
αφού ακούσεις τα πουλιά να κελαηδούν
και τους ανθρώπους να κινούν για τις δουλειές τους.

Σε ένα Παράδεισο κοντά
θα ξημερώνει για άλλους.
Μυρωδιές από σβουνιά και τρίχα.
Τα σκυλιά θα τρέχουν στην πόρτα
να προυπαντήσουν τους φίλους.
Και τα άλογα θα κοιτούν
όσους ανοίγουν την πόρτα.

Θα ξημερώσει.
Πάλι...
Σε μια ζωή γεμάτη Οδύνη και Χαμό.
Αφέθηκες στον Άρχοντα του Χάους
μα ούτε Αυτός σ'αγγίζει Πετρωμένη.

Ουρλιάζουν Λύκοι στα όνειρα του ξύπνιου,
μα εσύ θυμάσαι τον Παράδεισο.
Και η καρδιά σε πρόδωσε ξανά.
Νεκρή αφήνεσαι στη Δύνη,
να σε σπαράξει Πόνος,
μή και νιώσεις πως ακόμα ζεις.

Και ας μήν γίνεις Ποτέ δικός μου
οι Θάνατοι θα σε φυλούν κάθε νύχτα.
Και η καρδιά θα σε πονά
καθώς θα αφήνεται ξανά
στη Δύνη του Απολυτου Τίποτα.

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

Σακάτης Χρόνος

Τρεκλίζεις στα σοκάκια μεθυσμένος.
Ζαλάδα και αναγούλα στην ψυχή...
Στις σκοτεινές γωνιές ξερνάς τα δάκρυα σου.
Τρομάζεις απ'τις σκιές της ζωής.

Σε ρώτησαν οι φίλοι πώς περνάς,
απάντησες η επιβίωση πονά...
Καρφώνοντας το βλέμμα στο κενό
σκοτείνιασες τη μάσκα που φοράς.

Σωριάζεσαι σε ήσυχες γωνιές,
ακούς τα βήματα του κόσμου.
Πίσω από βλέφαρα κλειστά
ζεις τους εφιάλτες κάθε δρόμου.

Διάολοι σ'αρπάζουν απ'τα μαλλιά,
γελούν καθώς οργίζεται η μορφή σου
και σαν τσιρίζεις από μίσος και χαρά
τσακίζουν τη σαθρή ύπαρξη σου.

Ο πόνος σου σε έφτιαξε σακάτη.
Η πίκρα σε ονόμασε αρά.
Δαιμόνια τύχη σε χάραξε στην πλάτη.
Σακάτης χρόνος τρεκλίζει και γελά.

Κέρνα τους Δαίμονες

Η ζωή σε ρούφηξε...
Σαν στρόβιλλος.
Η πραγματικότητα δεν υπάρχει...
Λαμπιρίζει στη νύχτα σαν πετράδι ψεύτικο.
Νομίζεις πως ξεχνάς, μα σαν ξημερώνει η οδύνη πνιγηρή θηλιά.
Ακούς τα πουλιά που αναγγέλουν τη μέρα
και ξεσπάς σε λυγμούς.
Ο χρόνος δεν υπάρχει.
Μετράς τους μήνες με βάση τις χαμμένες ψυχές.
Νέκρωσες και σε ραίνουν μύρο οι αναμνήσεις.
Κερνάς τους Δαίμονες το κρασί της Αλήθειας
και παρατηρείς πώς φωτίζουν αργά, μα σταθερά.
Αλλάζεις.
Ξορκίζεις την ύλη και βυθίζεσαι σε ένα Φως που φαντάζει ξένο.
Η αγάπη σε καλεί μπλεγμένη σε λυγμούς.
Η Απώλεια σε τσακίζει.
Κέρνα τους Δαίμονες χολή από τη Λόγχη...

Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

Η Πόρνη της Βαβυλώνας



Σε είδα...
Να αστράφτεις Σκύλα της Κολάσεως.
Πνιγμένη στο αίμα απ'τα πτώματα της ύλης.
Οργή ξεσπούσαν τα μάτια σου
και φλόγες δαιμονισμού.
Το στόμα σου εξαπέλυε δράκους μίσους.
Τα δάχτυλα γραπώναν το θεριό,
με πόθο μανιώδη.
Ύπουλη και ψεύτρα.
Ιερόσυλη και πόρνη.
Παραδόθηκες στο Δαίμονα χωρίς αντίσταση
και απαίτησες το θρόνο στο πλάι του.
Ζήτησες το κεφάλι της Σαλώμης
τυλιγμένο σε σάβανο φτιαγμένο από πέπλα.
Και το διωγμό της Συζύγου και του Τέκνου.
Καθώς σε κοίταζα απορούσα...
Πώς η παιδική μου ψυχή
λυπότανε που ο Δαίμονας σε είχε αγκαλιά...
Και δάκρυσα για τη μοίρα σου,
καθώς ένιωθα
το μέταλλο να σκίζει το λαιμό μου.

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Φώς



Κρατώντας ένα φακό ψάχνεις στο σκοτάδι.
Δακρύζεις...
Καθώς δαίμονες ξεχύνονται και σμιλεύουν την ψυχή σου.
Φαντάζουν όμορφοι καθώς φεύγουν απ'τα πρόσωπα των ανθρώπων...
Φαντάζουν ξένοι καθώς τους βλέπεις να σβήνουν.
Μια υποκρισία γνώριμη και μια οργή πόσο δική σου...
Γελάς, μα βαθειά μέσα σου κλαις.
Για τον πόνο των ανθρώπων και τα πάθη.
Γνωρίζεις τα πρόσωπα τους, χαράχτηκαν σε ένα σταυρό.
Στάξανε το αίμα τους στο χώμα που πατάς.
Κι αναρωτιέσαι...
Ποιός φακός θα φέξει τη δική σου την ψυχή.
Ποιό μαγικό πέπλο θα τραβηχτεί ν'αστράψεις.
Τα βουνά και το νερό σε καλούν.
Ηχεί το κελάρυσμα από γάργαρα ρυάκια...
Κάθεσαι με διπλωμένα πόδια στη γη
και τραγουδάς στις νύμφες τραγούδια της αγάπης.
Κι εκεί αγαλιάζεις...
Λεύτερη από σκιές και φωτιά.

Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Γνώση



Οι αλήθειες σωριάζονται στα δάχτυλα των ποδιών σου.
Δαίμονες κρατήσαν μπροστά σου καθρέφτες
και σου έδειξαν το Πρόσωπο του Ανθρώπου.
Μια μοναξιά σαν λεπίδα σκίζει την ψυχή σου.
Κι η Ύπαρξη απορεί...
Για την ανάσα που ποθείς να ξεράσεις...
Να πνίξεις... Να σωθείς...
Να ξεριζώσεις από τα σωθικά σου το Σημάδι της Πτώσης.
Μα αντ'αυτού τυλίγεσαι με το Φίδι της Γνώσης
και σπας με την καρδιά σου τους καθρέφτες
που υψώνουν οι θνητοί να σου κρυφτούν.
Ένας Αδερφός βρέθηκε στο δρόμο σου
και σημαδεύει την Αγάπη,
γρυλίζει και σκίζει τη σάρκα του
να ξεχυθούν δαίμονες και ταραχή,
ποθεί την πατρίδα...
Κι εσύ τον αγκαλιάζεις σφιχτά
να τον ταξιδέψεις στους δύο κόσμους.
Στο Φως αγαπά, στο Σκότος αγαλιάζει...
Κι απορείς ξανά...
Βαδίζεις τον Κόσμο νιώθοντας απορία και δύναμη.
Βλέπεις...
Τα σημάδια της Πτώσης που ως πρώτα σου ήταν ξένα.
Κι οι σκεπτομορφές σε συντροφεύουν πια,
μάχονται κ σε δυναμώνουν.
Ψιθυρίζουν στα αυτιά σου αλήθειες και χαμογελάς γλυκά.
Πλέον αναγνωρίζεις την αλήθεια...
Ρουφάς λαίμαργα την Γνώση
και αγνοείς τον Πόνο απ'την πίεση του Διαβόλου.
Αντιδρά το είναι σου στους ψιθύρους,
μα εσύ ακούς και μαθαίνεις...
Κι ας πονά το κεφάλι και ας μουδιάζει το σώμα.
Ενεργοποιείται το κέντρο της ύπαρξης σου
και βυθίζεσαι στο Εν,
καθώς θεοί και δαίμονες μάχονται στο μυαλό σου.
Κι οι άνθρωποι σαθρές, κενές μαριονέτες...
Προσεύχεσαι και αντανακλάς Φως.

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Ο Σκύλος της Κολάσεως



Γρυλίζει μέσα στο αυτί σου η Κόλαση...
Ριγά το παιδικό κορμί στην ανάσα του Κέρβερου
και κύματα φωτιάς σε παρασέρνουν στην Γη της Απώλειας.
Κόκκινο και μαύρο και Σκιές...

Τυλίγεται το κορμί με πέπλα ενέργειας,
άγνωστης ως χτες...
Και πλησιάζει μια παλιά γνωστή να σου κλέψει τη Συνείδηση.
Αντιστέκεσαι και φωνάζεις δυνατά τη Δύναμη σου.

Συνεχίζεις το ταξίδι, βυθίζεσαι..
Σε χρώματα και σύμβολα ξένα.
Ακούς φωνές και συζητήσεις,
από οντότητες που δεν ήξερες καν πως υπαρχουν.

Προχωράς, τουρίστρια στη Γη της Απώλειας.
Στο πλάι σου ο Σκύλος της Κολάσεως
σου κρατά σφιχτά το χέρι.
Σε οδηγεί στον κόσμο της Φωτιάς.

Σαστίζεις... Μα δεν φοβάσαι...
Άγνωστος Κόσμος...
Τόσο ξένος...
Σε καλούν να παραδοθείς στη λάβα...
Μα εσύ γελάς
και σφίγγεις το λουρί Φωτός να ημερέψει ο Σκύλος.

Μια πύρινη γλώσσα θωπεύει το κορμί σου
αγωνιά να εισχωρήσει στο είναι σου...
Εισπνέεις τις ανάσες από φλόγες και γεμίζει το κορμί σου Σκότος.
Βυθίζεσαι... Μα δεν παραδίνεσαι...
Πνίγεις το Σκύλο και ξυπνάς βλέποντας τον Κόσμο με άλλα μάτια.

Εν



Η νόηση παραδόθηκε σε συγκοινωνούντα δοχεία
και μέθυσε στο κρασί της Συνειδητότητας.
Γεύεσαι τους καρπούς του Δέντρου της Γνώσης του Καλού και του Κακού
και επιστρέφεις στις αρχαίγονες μνήμες της πτώσης
στη Γη της ύλης, του όνειδους, του πόνου και της πίκρας.
Αναγνωρίζεις το ερπετό στα μάτια κάποιου φίλου
και σφιχταγκαλιάζοντας μια ψυχή ταξιδεύετε σε πολύχρωμα σύμπαντα.
Δυο χρώματα που συγκρούονται στους αιώνες
τυλίγονται και σχηματίζουν τον πυρήνα του Ενός.
Χρώματα και λάμψεις καταπίνουν το παρόν
καθώς σύμπαντα ξετυλίγονται στα πόδια της ψυχής
και υπερίπτανται ψυχές στην αιωνιότητα των κόσμων των πνευμάτων.
Δυο κορμιά που αστράφτουν απ'τη θερμότητα της θέωσης
και ενώνονται στον κύκλο του Ενός.
Η ανθρωπότητα φαντάζει ένα θέατρο αστείο
και ταξιδεύουν, επισκέπτες, παρατηρητές σε πάνω και κάτω κόσμους.
Η Αγάπη και η Διαστροφή τυλίγονται σαν φίδια
και η ελεύθερη βούληση τιμόνι στο ταξίδι.
Ξυπνάς και φαντάζει το παρόν ανέκδοτο πικρό...
Καθώς διαλύονται οι αυταπάτες της ανθρώπινης φύσης
και πέφτουν οι μάσκες από τις μαριονέτεςτων θεών.

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

Αυγή

Ο Εχθρός στέκεται απέναντι σου.
Με φλόγες και μαγγανίες πασχίζει να σε κερδίσει...
Κι εσύ γελάς...
Από καρδιάς...
Ότι η αγάπη vinci omniat και αγαλιάζεις..
Σου θυμίζει μια πατρίδα, το Φως και τα αδέρφια σου...
Η Λάμψη σου κερδίζει τις ψυχές, καθώς χαμογελάς στο Σκότος.
Και γελάς...
Κατάμουτρα στον πόθο, στην ανάγκη, στο μίσος, στη ματαιοδοξία.
Κουρνιάζεις στην αγκαλιά φτερών και αγαλιάζεις.
Χαζεύεις τη λάμψη στα πράσινα μάτια,
αγωνιάς να αφεθείς στον πόθο και να γευτείς τη λάβα.
Μα στέκεσαι στον Κύκλο της Ζωής και σε φυλούν φτερούγες.
Κοιτάς τ'αδέρφι της Φυγής και Του στέλνεις Αγάπη...
Κεντημένη χρώματα από το οικείο σου Σύμπαν.
Καθώς οι Φλόγες της Κολάσεως φέγγουν στα μάτια Του,
εσύ θυμάσαι τον Εαυτό σου
και σου αποκαλύπτονται Αλήθειες...

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

Ευθύνη

Καθώς πίνεις το δηλητήριο και ρουφάς με μανία το θάνατο
αναρωτιέσαι την ευθύνη που φέρεις σε δυο πληγωμένες φτερούγες...
Τις μαδάς μετρώντας τα δάκρυα και απέμεινες γυμνή και παγωμένη.
Στέκεσαι πίσω από το τζάμι γεμάτη αίματα, μπογιές πολέμου και οργής.
Κοιτάς το μέλλον που σε καλεί, μα είσαι καθηλωμένη,
σε μια αγκαλιά και μια κραυγή απελπισίας.
Γιατί το μέλλον φέρει το παρελθόν ζυγο βαρύ στην πλάτη
και μπήγει καρφιά στα μέλη σου η κάθε σκέψη.
Ξόδεψες χρόνια, πόνο, καρδιά και απέμεινες να κοιτάς το τζάμι
καθώς ό,τι αγάπησες και πίστεψες καλπάζει μακρυά σου,
σε ξεχνά, σε εχθρεύεται, σε αμφισβητεί...
Και καθώς λυγάς, κουφάρι ματωμένο,
συνειδητοποιείς πως φεύγοντας
σου'κλέψαν την ψυχή...
Κ νεκροζώντανη στον κόσμο περιφέρεσαι,
μια ανάμνηση της ζωής που φώτισε την ύπαρξη σου...
Κουφάρι ματωμένο που γελά και σκορπίζει στους ανέμους,
καθώς όρνια σκίζουν ό,τι απόμεινε από τις σάρκες σου
κι εσύ γελάς που ο θάνατος σε εχθρεύεται ακόμη...
Μα κι αυτός θα σε έβλεπε υπεύθυνη για όλα
και λύτρωση δεν θα βρισκες ούτε νεκρή στο μνήμα.
Ματώσανε οι πλάτες σου, μαδήσαν τα φτερά σου
και σωριάζεσαι, ελπίζοντας να'σαι νεκρή,
χωρίς να σπας το τζάμι...

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

Απώλεια

Λυγάς...
Τί να πρωτοξεχάσεις...
Ποιόν πόνο να παλέψεις...
Ποιό θάνατο να πνίξεις στο ποτό...
Παρόντα και μέλλοντα και θέλω κείτονται νεκρά...
Στιβαγμένα κουφάρια που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις.
Φίλοι, αγάπες, έρωτες, ζωή, όνειρα, ελπίδα.
Μόλις χαράξει μια χαρά ξεσπάνε κεραυνοί και την κόβουν στα δύο...
Παλεύεις να επιβιώσεις, μα σε πατάνε στο χώμα...
Ξανά και ξανά και ξανά...
Φεύγουν, προδίδουν, κλέβουν, ψεύδονται, γελάνε ή σε διώχνουν...
Και πάντοτε ξεχνάνε.
Σαν τα χρυσόψαρα...
Μα εσύ στη γυάλα της μνήμης και του άλγους κολυμπάς σε κύκλους,
προσπαθώντας να πνίξεις την ανάσα σου...
Να μην νιώθεις άλλο...