Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Αρχή

Αποχαιρέτησες τη σκόνη της ζωής σου.
Γίγαντας βάδισες με ορμή τις ράχες των βουνών
Πασχίζοντας να ξεφύγεις από ό,τι πια ονόμασες πατρίδα,
Λεπρά κορμιά ανάμνηση αλλοτινών φίλων και αδερφών.
Φωνές Σειρήνων συνθλίβουν τα τύμπανα των ώτων,
Σωριάζεσαι στη Λήθη, βορά μιας θλίψης αδερφής.
Πρόσωπα, άγνωστα πια, στοιχειώνουν τα όνειρα σου.
Κάπου μακρυά η ζωή σου συνεχίζει..
Χαρές, βόλτες, έρωτες, αλκοόλ, δουλειά..
Καλπάζεις.
Σε ύπνο βαθύ και γνώριμο.

Μέλι, ήλιος και στάχι

Ήλιος καυτός χαράζει γραμμές ξηρασίας στη γη που έμαθες να λατρεύεις..
Κόκκινα τα χρώματα του ορίζοντα πλεγμένα στον ιστό του μπλε,
Ταξίδι σε μια χώρα που κάποιοι ονόμασαν παράδεισο.
Αναπολείς τα χρώματα της άμμου και του ήλιου
Π’αποχαιρέτησαν τη γη Κένταυρων και ξεχύθηκαν στην άσφαλτο ηρώων.
Τρέμουν τα χέρια στις δεήσεις κι η ψυχή τρομάζει.
Oι χειμώνες θε να’ρθουν σύντομα να ντύσουν το κορμί σου
Με δέρματα από όνειρα και ελπίδες βαμμένες στο χρώμα απ’το στάχι.
Ξεράθηκαν οι ήλιοι κι ο θεριστής τους στίβαξε στην άκρη της ψυχής σου
Σε κάδρο πλημμυρισμένο λόφους και ελιές.
Τα ζωντανά ανταμώνουν τη μέρα με ανάσες ποτισμένες ελευθερία.
Τα βήματα πυρώνουν στην άσφαλτο
Κι η προσμονή ψιθυρίζει θρήνο απώλειας.
Ρόδες γυρίζουν τον τροχό της τύχης
Σ’ένα χορό του σύμπαντος κωμωδία.
Ξαποσταίνεις σε ξύλα σμιλεμένα κοπριά και χλιμιντρίσματα
Ρουφώντας τον αέρα που ποθούσες.
Μέλι, στάχι και ήλιος
Το μείγμα της ψυχής σου
Καθώς καθρεφτίστηκε κείνη τη μοιραία μέρα.
Νιάτα ξεδιπλώνουν προσευχές
Και ψέμματα πόσο γνώριμα...
Μα ξαποσταίνεις..
Στο βλέμμα που σακάτεψε τη μοίρα σου
Και γέμισε αίμα τη λεπρή καρδιά,
στα χρώματα του ήλιου όταν δύει.