Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

Eλπίδα



Σαν φως κυλά η ελπίδα μες στις φλέββες
και ξανθές μπούκλες γέμισε η ψυχή,
ροζ σύννεφα χορεύει ο αγέρας
και τ'όνειρο ανασαίνει τη ζωή.

Θαρρείς πως αναστήθηκε ο τρίτος ήλιος
σε ξένο σύμπαν και αχνογελά ακτίδα από φως
στα χείλη τρεμοπαίζει η ελπίδα
κι ακούγεται τραγούδι χαρωπό.

Σ'αρπάξαν οι βοριάδες του χειμώνα
κι ανήμπορη πάνω απ'τη γη πετάς,
φιλιά στέλνεις πουλιά λευκά ελπίδας
και νιώθεις τον αγέρα της χαράς.

Ανάλαφρες οι λέξεις πια χορεύουν
σε ένα ρυθμό σαν χτύποι της καρδιάς
κι η γλώσσα γλύφει τη γεύση από ελπίδα
που απέμεινε στα χείλη και γελάς.

Φτερούγισε ο πόνος σε ένα βλέμμα
που χάθηκες και διάβασες ψυχές
κι αυτά που βρήκες σε αυτά τα βάθη
σου δώσανε χαμόγελο για δυο ζωές.

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

Βασίλισσα του χιονιού



Κλείσανε τρία τέρμηνα οι χειμώνες.
Στη γη του πάγου γλιστράνε οι μέρες σαν αιώνες.
Σε αναγάγαν σε βασίλισσα οι κρύσταλλοι από δάκρυα
και σαν οπτασία του λευκού περιδιαβαίνεις
άγονη γη, πατρίδα πια καλείς.

Η αγάπη πάγωσε το αίμα και θρυματίζει
τις αναμνήσεις απ'τη χώρα καυτού ήλιου.
Κείνος φωτίζει σε ένα σύμπαν πια τόσο ξένο
κι εσύ παραδίνεσαι σ'ένα ψέμα βολικό.

Μα τα δάχτυλα γεμίσανε χιονίστρες
και νιώθεις θα σπάσουν άξαφνα
κι ας αγνοείς τον πόνο.
Απλώνεις τα χέρια να αιχμαλωτίσουνε το χιόνι
και κείνο λιώνει σαν τους όρκους που φόνευσες τρελλή.

Αποζητούσες όλο τον κόσμο σε δαχτυλίδι να τον δέσεις
και έφταιγε ο ήλιος που δεν ήταν αρκετός.
Πια ως βασίλισσα σέρνεσαι στο χώμα από πάγο
και σε σκοτάδι που ισχυρίζεσαι ως πιότερα καλό.

Σαν αντικρύζεις κάποιο σημάδι απ'τον ήλιο,
δειλά βουρκώνεις και βαθειά αναρριγείς
μα παγωμένη πια δε νιώθεις, δεν ανακαλείς
και αποστρέφεις την ψυχή σου να μην κλάψει
κι έτσι νεκρή τη λευκή γη περιπατείς.

Τρία τέρμηνα βαριά νύχτα παλτό φοράς,
βασίλισσα πια και αρχόντισσα του τίποτα.
Γελάς πικρά για το θρήνο που βαστάς
και σαν διαμάντι τον φυλάς στα σωθικά.

Το χιόνι λιώνει καμιά φορά όταν κοιμάσαι
και θερμός σε αγκαλιάζει ο θεός ήλιος
μα ακόμα και τότε ξυπνάς αλαφιασμένη
και ανοίγεις πόρτες και παράθυρα στο χιόνι
μην τυχόν και αφήσεις να μπει λίγο φως.

Οι μέρες περνούν σαν αιώνες
κι η λήθη μάνα στοργική
στέμα φορείς και βουβή περιδιαβαίνεις
τη νύχτα πάγου που επέλεξες τρελλή.

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

Πληγωμένος ουρανός σκύβει,
βαρύς απ'το αίμα.
Τον λάβωσε η αστροφεγγιά
σαν κλέφτηκε με τον ήλιο.

Λυγμός στο στόμα αλατισμένος δάκρυα
και σφίγγεται η καρδιά.
Μα η αστροφεγγιά δε μεταννοεί,
παρα μόνο σαν νυχτώνει

και ψάχνει τ'αστρα που'σβησαν
και τα όνειρα που χαθήκαν
απ'το παγωμένο χέρι της
και τη γριά ψυχή της.

Και τότε μόνο ένα δάκρυ πνίγεται
στον πάνλευκο λαιμό της,
καθώς κοιτά τον ουρανό
που σκοτεινός σιωπά.

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

Τα χρόνια μου ναυάγησαν στις ξέρες σου



Αφιερωμένη η σιωπή στη θεά της Οργής και της Απαξίωσης.
Δε θα ξανάρθουν καλοκαίρια.
Δε θα ξανάρθουν καλοκαίρια.
Ήλιος ζεστός, ακτίνες ίασης και πατρίδας.
Δε θα ξανάρθουν καλοκαίρια.
Μία ακίδα απομένει ο θάνατος στα πνευμόνια
και τρυπά τα κόκκαλα κάθε που έχει υγρασία.
Κι όσο κι αν ουρλιάζω στην ακτή του πάγου
δε θα ξανάρθουν καλοκαίρια.
Σφραγισμένα χείλη ματώνουν την ανάσα
που θάβω με απανωτά τσιγάρα.
Γιατί αυτή η ανάσα είσαι εσύ
και πασχίζω να τη σβήσω.
Τσακισμένη καρδιά χτυπά μες στα στήθη.
Οι χτύποι σαν κρότοι πολυβόλου τρυπούν τα αυτιά.
Το αίμα που τρέχει στις φλέβες φαρμάκι οχιάς.
Μια καρδιά από χολή προσπαθώ να τη σταματήσω,
γιατί στην έδωσα δώρο που δεν παίρνεται πίσω.
Μια ζωή σπαρταρά μες στο στήθος αδειανή
και ένας νους σε σκοτάδι υγρό,
δυο λέξεις απαξίωσης και οργής
κι έπειτα προσμένω θάνατο βουβό.
Γιατί φως δεν υπάρχει πια για αυτά τα μάτια
και χαρά δεν προσμένει πια αυτή η ψυχή.
Αδερφή της στερήσαν τα πέτρινα λόγια
και πορεύεται στην κοιλάδα του χαμού πια γυμνή.
Μοναχή πώς μ'άφησες στα κρυστάλλινα χρόνια,
δίχως ήλιο, γιατρειά κι αδερφό,
στην έρημο που δε λιώνουν ποτέ τα χιόνια
κι έρμο κουφάρι απλά περπατώ.
Την πίκρα ντύθηκα κουρέλια από κοπριά
και την οργή στεφάνι φόρεσα τα σάπια σωθικά μου.
Σκήπτρο κρατώ μια λυσσαλέα απαξίωση,
στη μούρη μου φορώ τη μάσκα της σιωπής
και σάβανο τυλίχτηκα της λήθης.
Θα περπατώ στη γη σκιάχτρο της φωτιάς
και θα ακούς τις νύχτες με φως τον πόνο στην κραυγή μου.

"Καθαγιασμένος στα νερά της λησμονιάς σου,
εξουθενωμένος από τα έργα και τις μέρες σου,
θητεύω δίπλα σε αγάπες ξοφλημένες
γιατί τα χρόνια μου ναυάγησαν στις ξέρες σου.
" (Διάφανα Κρίνα)

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

Αχέροντας

Παιδί στα δάχτυλα του παίζει χαρτί κομματιασμένο
λευκό καράβι γέννησε η τέχνη λαβωμένο
τ'αφήνει να παρασυρθεί στο μαύρο ποταμό
και γνέφει αντίο σκυθρωπό στον τελευταίο λυγμό.

Το ρεύμα στράγγιξε τη ζωή, το φως, την όποια αλήθεια
και μοναχή παραπατείς στην όχθη του χαμού.
Κι ο βαρκάρης πια νεκρός μηνύματα δε φέρνει
παρά ξεβράζει το νερό θύμησες μουχλιασμένες.

Να ξανοιχτείς.. Να ξανοιχτείς... κουφάρι ξεσκισμένο
να πλεύσεις ως τον Άδη ταξιδευτής και μόνος επισκέπτης.
Σφαγή αν ζητήσει ο θεός την καρδιά θα δώσεις
κι ένα μαχαίρι που η ζωή ονόμασε μνήμη.

Σα πέρα οσμίζεσαι ηλύσια πεδία
και το θνητό που παίζει στα δάχτυλα
το φως όλου του κόσμου.
Στην όχθη όμως ξέμεινες να ανεμίζεις σκιάχτρο.