Κυριακή 19 Απριλίου 2009

Κλειστά παντζούρια

Γιορτή, και κοιτάς τα κλειστά παντζούρια
από ροζ και κίτρινα όνειρα.
Ο κόσμος λείπει και μια ησυχία τραγική ακούγεται,
παρέα στα αναφιλητά σου.
Κι ένα τραγούδι του Σιδηρόπουλου
από αυτά που αγαπάς
"Καποτε θα'ρθουν να σου πουν
πως σε πιστεύουν, σ'αγαπούν κι πως σε θέλουν.
Έχε το νου σου στο παιδί,
κλείσε την πόρτα με κλειδί, ψέμματα λένε."
Μα κείνο το παιδί δεν το θυμάσαι καν...
Κείνο το παιδί θρηνείς,
που στα όνειρα σου έρχεται καμιά φορά και γελά.
"Υπερασπίσου το παιδί
γιατί αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα"
Αν μπορούσες να ξεθάψεις εκείνο το παιδί...
Κι αν δεν μπορέσεις,
πώς θα μάθεις να ζεις μες στην πέτρα?...

Πέμπτη 16 Απριλίου 2009

Ήρωες του Θερβάντες



Μια χρυσαφιά εικόνα ήταν αρκετή
για να ξεχυθεί η ίδια ανάγκη
σαν σταγόνα ανάμνησης
σαν μια αφορμή, αιτία και δικαιολογία
για τον άνεμο να φυσήξει
και ο γνώριμος πόθος
για καθάριο ουρανό και ψηλά βουνά να ξεχυθεί.

Θυμήθηκες τους στίχους του Δον Κιχώτη
που στάζανε τα χείλη σου.
Μοιάζει αιώνες πριν,
όταν ο Σάντσο έτρεχε ξοπίσω του ιππότη
πασχίζοντας να τραβήξει ένα βλέμμα του,
μια λέξη, μια σταγόνα σημασίας...

Στροβιλιζόσουν σε ταξίδια από λέξεις
μες σε σύννεφα και γέλια
εκεί που ο ιππότης μαγεύει αθώες δεσποσύνες
και με τέρατα ανεμόμυλους παλεύει.
Και αγωνίζεται Ήρωας να γίνει και πλούσιος ευγενής
και χορεύουν με το Σάντσο στον ήλιο της ερήμου
σαν δυο σταγόνες απ'το ίδιο δάκρυ,
το δάκρυ που χαρίζεις
κάποια βράδυα στο θεό που χωρίζει τις ψυχές στα δυο.

Μα μήτε ιππότης μήτε ήρωας δεν είναι ο Δον Κιχώτης,
λερωμένος απ'το μίσος και τα πάθη της ζωής
έγερνε στο πλάϊ του Σάντσο
και ακούμπαγε το βάρος της ψυχής...

Όπως και τότε, Σάντσο,
προσμένεις να συρθεί πάλι κοντά σου
και όπως πάντα
με λατρεία θα αλείψεις τις πληγές του μέλι
και θα ορκίζεσαι πως δε θωρείς
παρά την ομορφιά όλου του κόσμου
σαν αντικρύζεις τα κομμάτια λέπρας
που κρέμονται απ'το κουρασμένο του κορμί.

Και απ'το χέρι θα λαχταράς να σε πάρει
και να σε παρασύρει σε περιπέτειες ξακουστές
και κάθε αυγή να αντικρύζεις, όπως πρώτα, κείνο το μπλε
που ξερίζωσε την καρδιά σου
και την κρέμασε στο λαιμό του φυλαχτό.

Με ανεμόμυλους Αυτός θα κινά να παλεύει
κι εσύ ξοπίσω του
θα τρέχεις σε ερήμους και θάλασσες από λάθη.
Και θα ψιθυρίζεις, θα φωνάζεις, θα ουρλιάζεις
πως δεν έχουν αξία οι αξίες της ζωής
και με θολό το βλέμμα θα σε κοιτάει,
βυθισμένος στα πρέπει και τα μή.

Μα δε θα'ρθει ξανά, το ξέρεις πια εδώ και χρόνια...
Από τη μέρα που κίνησες μονάχος προς τον ορίζοντα.
Θα απομείνει, σκέφτεσαι, για πάντα μόνος του
μέσα στη λάσπη και θα αναπολεί καμιά φορά μες στο μυαλό του
τις περιπέτειες με τον καλό του φίλο, το Σάντσο του Ουρανού.

Μια χρυσαφιά εικόνα ήταν αρκετή
για να ξεχυθεί η ίδια ανάγκη σαν σταγόνα ανάμνησης
σαν μια αφορμή, αιτία και δικαιολογία
για τον άνεμο να φυσήξει και ο γνώριμος πόθος
για καθάριο ουρανό και ψηλά βουνά να ξεχυθεί.
Θυμήθηκες, αναπόλησες
και έζησες σαν ήρωας του Θερβάντες,
στην έρημο της μάταιης προσμονής.

Βυθίζεις τα πόδια σου στην άμμο
και μετράς τα βήματα που τράβηξες μακρυά του.
Κοιτάς ξοπίσω σου και θαρρείς πως βλέπεις τον ανεμόμυλο.
Και βαθιά μέσα σου ελπίζεις να σε προφτάσει
και στο πλάϊ σου πάλι να πορευθεί.