Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2008

Λιμάνι



Ξανθιά η χαίτη της προσμονής,
τινάζεται στον ήλιο
και τα χείλη σχηματίζουν τη μορφη
από παλιό σου φίλο...

Κρυστάλλινος ορίζοντας κι αλμύρα
κάθε σκέψη,
θερμός αγέρας η φωνή,
λευκοί γλάροι οι λέξεις...

Καράβι δεν προσμένουν
οι διαβάτες που κοιτούν στην άκρη στο λιμάνι,
μήτε ο αχός της επιστροφής τους μάζεψε δωνά.

Θαρρώ ψελλίζουν προσευχές για ό,τι πια εχάθη
και στα χέρια τους σφίγγουν δυνατα λουλούδια, γιασεμιά..

Μήπως κηδεύουν την μορφή που ακόμα ενθυμούνται?
Θεριό απάνω στο πορφυρό άλογο να σκίζει το τσιμέντο.
Ή μήπως θρηνούν αγάπες και υποσχέσεις
και μάτια που τυφλώθηκαν
να ψάχνουν στον ορίζοντα σημάδι επιστροφης..

Σε μια γωνιά εστάθηκες κι οσμίζεσαι τον αγέρα
πλημμυρίζεις απ'τ'άρωμα της λατρεμένης γης
προσμένοντας το λέοντα ταξίδεψες ως εδω πέρα
στο λιμάνι της τυφλής Κυρα-Προσμονής...

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008

Κύκλοι




Βαδίζουμε με μάτια κλειστά
και γροθιές σφιχτές.
Προσδοκίες των μεγάλων ναι
και των τραγικών όχι...

Ελπίζουμε, οργίζουμε, απαιτούμε...
Μα οι κύκλοι δεν χαλάνε, ούτε σπάνε.
Ανοίγουν, κλείνουν και υπάρχουν
στο σύμπαν του τυφλού και του κωφού.

Ανοίγουν, ξεχυλώνουν μα δε σπάνε
και κλείνουν σα μικρές στιγμές θανάτου
αφήνοντας μας να βαδίζουμε οργισμένοι
με μάτια κλειστά και γροθιές σφιχτές

τα βήματα στην περίμετρο του κύκλου
προσδοκώντας τα μεγάλα ναι και τα τραγικά όχι.
Ελπίζουμε, οργίζουμε, απαιτούμε
ώσπου ο κύκλος της ζωής μας να τελειώσει...

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2008

Στην Μυρτώ

Η ζωή δεν ζητά να χαιρόμαστε
η ζωή δε ζητά να αγαπάμε...
Μια σιωπή και μια ανάσα αν νιώσουμε
τότε ξέρουμε πώς να γελάμε!
Η αγάπη ένας μύθος της πόλης
και η ευτυχία νόθο παιδί της ελπίδας
να υπάρχεις αρκεί και το ξέρεις
ν'αφεθείς καθώς πάλεται το σύμπαν...

Αγάπη



Σε ευχαριστώ που κάθε μέρα γκρεμίζεις και ένα λίθο
σε ευχαριστώ που παράτησες στον ήλιο να σαπίσει
κάθε σπλάχνο απ'το σώμα μου

Δεν απαντάς?
Το ξέρεις, πως έτσι υπερίπταμαι
και θα μπορέσω να πετάξω.

Και θα πετάξω.
Προς έκπληξη και απογοήτευση σου...
ΘΑ ΠΕΤΑΞΩ!

Καπνός



Στην ψυχή του άδυτου
φωτός σχισμή προβάλει
δεν είναι θάμα ή στοιχειό
παρά πλάνη της ζάλης...

Τα δάχτυλα χορεύουνε
ρυθμοί από μπαχάρι
και η ψυχή πάλεται
δονήσεις κάποιου Άδη

δεν σε γνωρίζω μα θαρρώ
το βλέμμα σου το ξέρω
στα όνειρα της θύμησης
το συναντώ, το βλέπω

Μες σε καπνούς και μυρωδιές
αγαπημένης χώρας
σε εφτά πέπλα και εννιά ζωές
της ομορφιάς σου δώρα

σε συναντώ σε θύμησες
μιας ζωής πια ξένης
μα αναγνωρίζω τη μορφή
που στην ψυχή μου έχεις...

Το όνομα σου αδυνατώ
να θυμηθώ, μα ξέρω
Σμυρνιά ψυχή στα σπλάχνα πάλεται
καπνό κληρονομιά σου έχω...

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008

Πρωινό



Ακούγονται τα βήματα στις πλάκες σαν ηχώ
μοσχοβολάνε γιασεμιά, γλάστρες βασιλικό.
Γατιά ξέφρενα τρέχουνε στους τοίχους, στις αυλές
σκαλοπάτια πλακόστρωτα, βαριές ανηφοριές.

Ο ήλιος σού κρύβεται, γκριζάρει γλυκά η μέρα
τ'αεράκι τραγουδά μυρωδιές μιας αλλης εποχής,
μιας Αθήνας ζωντανής, αθώας και όμορφης,
χωρίς τη μαύρη πίσσα των χρόνων της φοβέρας.

ίσως και να μην υπήρξε ποτέ ό,τι τώρα οσμίζεσαι,
φαντάζεσαι και νιώθεις.
Ίσως μόνο στα όνειρα μιας άλλης ζωής να υπήρξαν.
Χαμογελάς στην παλιά Αθήνα και προχωράς.

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2008

Στη γη



Σαν όνειρο προβάλλει η μνήμη σου
επιστροφή της πράσινης φωνής
και καρδιοχτύπι τραγουδούν τα χείλη σου
μιας πάλευκης, πανέμορφης ζωής.

Ταξίδεψες σε πέλαγα μαυρισμένα
ξεχάστηκες στα λόγια της ντροπής
αποζητούσες να βρεις όσα'ναι χαμμένα,
θαμμένα, ξεχασμένα στα έγκατα της γης.

Τα βήματα σε διώχναν από κοντά μου,
το βλέμμα σου σαν νόμισμα κενό
η ανάσα πίσσα από τα σωθικά μου
το μυαλο σου μαύρο και λειψό.

Σ'ένα γαλάζιο ήλπιζα να σε βρω
βυθισμένη στα νερά της σιωπής
με κείνο το χαμόγελο του παντός
να απλώσεις το χέρι να με δεχτείς.

Ταξίδεψα μακριά και κουράστηκα
με εξάντλησε η ασχήμια αυτού του κόσμου
μακριά σου ένιωθα μόνη μου και άδεια
χωρίς τη θέρμη και το λευκό σου Φως μου.

Στις όχθες που περιπλανήθηκα χαθήκαν
οι φίλοι, οι δικοί μου, οι συγγενείς,
όσα ήξερα γκρεμιστήκαν
θαφτήκαν στα έγκατα της γης.

Μήνες έσκαβα στη λάσπη
αποζητούσα όσα είχαν πια χαθεί
έψαχνα στα μαύρα προσώπα για λάθη
που θα έφτιαχνα αν έπαιρναν ζωή.

Απόμεινα μονάχη να σκαλίζω
το χώμα μαυρισμένη απ'την ντροπή
απέστρεψα το πρόσωπο από Σένα
τον Άνθρωπο που ξέρει να μισεί.

Βυθίστηκα στη γη και αποζητούσα
να με πνίξει σαν μάνα στοργική
να ασπρίσει, να ραγίσει, να ξεβάψει
τη λάσπη που πνίγει την ψυχή.

Και σαν χάθηκε στο χώμα και ο τελευταίος
έστρεψα το βλέμμα πιο ψηλά
και στον καθρέφτη ο ουρανός φαντάζει
γαλάζιο με τα μάτια μου για φτερά.

Σ'ένα γαλάζιο ήλπιζα να σε βρω
βυθισμένη στα νερά της σιωπής
με κείνο το χαμόγελο του παντός
να απλώσεις το χέρι να με δεχτείς.

Σαν όνειρο προβάλλει η μνήμη σου
επιστροφή της πράσινης φωνής
και καρδιοχτύπι τραγουδούν τα χείλη σου
μιας πάλευκης, πανέμορφης ζωής.

Στον ουρανό ταξίδι και φωνάζεις
τόση χαρά που νιώθεις θα πνιγείς
τα φτερά στους ώμους σου τινάζεις
και ξεχύνεσαι στο Φως της Ζωής.

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2008

Στο χρόνο



Αφέθηκες στον μπλε ήλιο και στα λευκά σύννεφα
ταξίδεψες στα κόκκινα νερά της λήθης
και όπως βυθιζόσουνα
το Τέρας βρυχήθηκε άξαφνα στα σωθικά της γης.

Τα δάκρυα δεν τελέψανε ποτέ
τα χρόνια κόκκινα σαν τα ψέματα που δεν πίστεψες
σαν τα ψέματα που δεν θα έλεγες Αν...
Ταξίδεψες, ναι, στη γη ηρώων και τρελλών
Μέθυσων και μύθων.
Ο θάνατος μύριζε στις γωνιές
ρακί στα σοκάκια και στα κόκκινα πρόσωπα.
Μαυροντυμένοι γέροι σέρνονταν σε μια ζωή κόκκινη σαν τα χώματα.

Αφέθηκες στον μπλε ήλιο και στα λευκά σύννεφα
το ταξίδι της σιγής και της λήθης
μα όλη η ομορφιά του κόσμου δεν μπορεί πια...
δεν μπορεί πια να σε φέρει πίσω.

Καθώς βυθιζόσουν το Τέρας ούρλιαξε
με τη φωνή που ήξερες, μα δεν γνώριζες
με τη φωνή που ήλπιζες ποτέ να μην ακουστεί
Σείεται ο κόσμος γύρω σου,
μα εσύ ουρλιάζεις
Γελάς χαιρέκακα
Ουρλιάζεις
Κι όπως γκρεμίζονται όλα γύρω σου νιώθεις επιτέλους μια άγρια χαρά.

Ταξίδεψες σ'όλη την ομορφιά,
έψαξες, βρήκες και έζησες τον Παράδεισο
με αδημονία γεύτηκες το τέλειο της φύσης
μα είναι αργά...
Νεκροί θεοί και άνθρωποι.
Φίλοι, συγγενείς και αγάπες.
Το τέρας τρέφεται πια σε κάθε ανάσα σου
και η ψυχή σου άδεια.

Τρίτη 12 Αυγούστου 2008

Σιωπή

Τις σιωπές λες φοβάσαι
και τα ιχνη στο βλέμμα
του χρόνου το ψέμα
και τους καλούς σου φίλους

Μες στη ζέστη θυμάσαι
και δακρύζεις βουβά
την άμμο σκαλίζεις με νύχια γαμψά
σαν κοιτάς τον ορίζοντα οσμίζεσαι ευτυχία...

Τρίτη 22 Ιουλίου 2008

Ξημερώνει



Ραγίζει το ξημέρωμα στα κομμάτια της ψυχής σου,
μια κόκκινη λεπτή γραμμή διαγράφει τη μορφή σου
σαν όνειρο το απόγεμα, πριν δύσει ακόμα ο ήλιος.

Προβάλει μες σε σύννεφα, μα'ναι πάλι λαμπρός.
Πώς να κοιτάξεις, τί να δεις?
Τα μάτια σου βουρκώνουν.
Λευκό το Φως, και εσύ πονάς σαν φέγγει στην ψυχή σου.

Παράπονα τα λόγια σου, θλίψη μες στην ψυχή σου,
κόμπιασε πια ο λυγμός και μόνο πια φωνάζεις.
Αγρίεψε το βλέμμα σου, σχεδόν δεν σε γνωρίζω
τί μου ζητάς κι οργίζεσαι, πια δε σε γνωρίζω!

Ξημέρωσε αχνά και αργέψανε τα δάκρυα απόψε
δεν μου ζητάς, λίγο το φως, και στρέφεις αλλού το βλέμμα.
Δεν μου ζητάς, γλίστρησες πια
το Φως δε σε αγγίζει.

Στα χέρια μου ξαπόστασε, κούρνιασε στην ψυχή μου,
μη σε φοβίζει ο καιρός, σύννεφα, μην τρομάζεις
Ξαπόστασε σταγόνα μου, κουράστηκες να τρέχεις
χαλαρώστε χείλη μου, κουράστηκες να τρέμεις.

Ραγίζουν τα κομμάτια σου καθώς φωτίζει ο ουρανός
ματώνουνε τα δάχτυλα στο Φως που δεν αγγίζεις
κι αν λίγο ξαπόστασες γοργά θα στρέψεις την πλάτη
ραγισμένη θα χαθείς στους πέρα λόφους.

Τρίτη 15 Ιουλίου 2008

Στο χώμα

Ξαφνιάστηκε το βλέμμα σου
στον ήχο της φωνής σου.
Λένε πως μόνος μένει θεός ή θηρίο
και να που απομείναμε στην άκρη της ζωής
μήτε θεριά, μήτε θεοί
μα τραγικό αστείο.

Τραβήχτηκαν τα χείλη σου σε γκρι χαμόγελο
λες και γελάς με ότι ακούς, κι ας είναι μόνο η φωνή σου
μια θλίψη σε πλημμύρισε
η σιωπή κουφαίνει
και η ανάσα σου σαν τύμπανα σπάει τη σιγή σου.

Μονάχη και τρελλάθηκες
ακούς ή δεν ακούς δεν ξέρεις.
Θυμάσαι λες τους καιρούς που γέλια και χαρές γεμίζαν τη ζωή σου
όλα πάλιωσαν πια...
Κανείς για κανέναν δεν υπάρχει
χαθήκανε στο δειλινό μαζί με τόσα λάθη.

Με αναμνήσεις σκίζεις τα ρούχα σου,
φωνάζεις και τσιρίζεις
απέμεινες μονάχη σου τα δόντια σου να τρίζεις.

Φοβήθηκες το σαματά
τα γέλια, την αγάπη
και αποταβήχτηκες σαν σκιά σε αυτή την μικρούλα άκρη.

Μέσα στιο τζάμι χαζεύεις τη ζωή
ανθρώπους να τη ζούνε
και τραβάς τα χείλη σου να πουν πως χαμογελούνε.

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2008

Η Σκιά



Η ανάσα σου κόβεται και ιδρώτας σε πνίγει.
Πλησιάζει ξανά στο σκοτάδι Εκείνη,
μία μαύρη σκιά,
η σκιά της αγάπης που ένιωσες βρέφος,
το σκοτάδι της μοναξιάς που ζεις.

Και τα δόντια σου τρίζουν ξανά.
Kουλουριάζεσαι γρήγορα, σπασμωδικά
και τα μάτια σου κλείνεις μην Τη δεις.
Μην τη δεις και κοπεί η πνοή σου,
μην τη δεις και κλάψεις ξανά.

"Τί θες από μένα"
Τη ρώτησα χτες.
Tη μορφή σου δεν αντέχω να δω,
σε γνωρίζω σε ξέρω πόσα χρόνια,
στο σκοτάδι σε νιώθω και τρέμω
και ανάβω αμέσως το φως.

Κάποια βράδυα φωνάζω από τρόμο
και ξυπνώ με κομμένη πνοή,
κουλουριάζομαι μόνη στον φόβο
και απ'την ανάσα μου κρατώ τη ζωή.

"Σε μισώ, θέλω να σε σκοτώσω"
απαντά με φωνή σφυριχτή
"από παιδί σε καταδιώκω,
εσύ μου δίνεις ζωή.
Κάθε βήμα σου δίπλα σου στέκω"
μια ψυχρή ανάσα φρικτή...

Στις γωνίες στέκει κρυφά.
Παραφιλά την ψυχή μου συνέχεια
και σαν ανατριχιάζω το νιώθω,
πως ξανά τη ζωή μου ζητά.

Χτες το βράδυ ξανάρθε Εκείνη,
να ζητήσει όσα δεν μπορώ να Της δώσω,
να τρομάξει το σπλάχνο που εχάθη,
που της ξέφυγε και νιώθει νόθο.

Μητέρα η Γη της Απώλειας
και Πατέρας Ουρανός Σκοτεινός
κι ότι απέμεινε πια απ'τους δικούς σου,
η Σκιά του Τρόμου στο Φως.

Χτες το βράδυ της μίλησα, κι όμως!
Με αγάπη την τύλιξα Φως,
την αγκάλιασα, κι όμως!
λέγοντας πως την αγαπώ.

Χτες το βράδυ έκλαψα πικρά
για τη Σκιά που με γέννησε τότε
και με καταδιώκει στα σκοτεινά,
με μισεί το ίδιο με τότε.

Κάποιοι Άγγελοι την πήραν από μένα
και απέμεινα ξανά ορφανό,
την τραβήξαν μακριά από μένα,
τη βυθίσαν σε άπλετο Φως.

Εγώ φώναζα "μη φεύγεις Μάνα!
σ'αγαπώ μες στον τρόμο μου τόσο...
μείνε δίπλα μου ακόμα μη φεύγεις
Σκιά μου θέλω να σε νιώθω"...

Σαν απέμεινα μόνη σπαράζω
ορφανό απ'τη Σκιά της ζωής μου
πώς να αφήσω το Τρόμο να φύγει
όταν είναι το μόνο που νιώθω;

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2008

ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ



Στον καθρέφτη στέκεται μπροστά και σωπαίνει
Μη με κοιτάς
Απόμεινα τα κόκκαλα που λιώνουν
Μη με κοιτάς
Ζαλίζομαι στην όψη της νιότης και της ομορφιάς
Μη με κοιτάς
Μια ελπίδα δεν απέμεινε στο χρώμα σου που φεύγει
Μη με κοιτάς
Δε νιώθω παρά το μαύρο ποτάμι
Μη με κοιτάς
Πεθαίνω

ΟΣΑ ΔΕ ΣΟΥ ΔΩΣΑΝΕ ΠΟΤΕ



Όσα δεν σου δώσανε ποτέ
Κάποια τραγούδια μοίρασες
ευχή σ'όσους αγάπησες
και στίχους από αλάτι.

Μια θάλασσα όσα ένιωσες,
μια αγάπη απ'αλλο κόσμο
και κάθε δάκρυ μοναξιάς
μαύρο, κατάμαυρο ρόδο.

Δεν έδωσες παρά καρδιά.
Δεν πήρες παρά πόνο.
Ταξίδεψαν, ξεμάκρυναν,
γιαλό γιαλό τον κόσμο.

Με χούφτες άδειες στέκεσαι
παράμερα στο πλήθος.
Ραγίζεις, σπας, συντρίβεσαι
δεν βγάζεις ούτε ήχο.


Λύγιζει κάθε μικρό κλαρί,
σπάει κομμάτια η μέση
σκυφτά σκυφτά, κουτσαίνοντας
ασθμαίνεις μες στη ζέστη.


Μια ανάσα κάποιος?!
Μια πνοή!?
Ξεψύχησες στα χρόνια.


Μες στο λιμάνι απόμερα
μια γκρίζα σκιά σωπαίνεις.
Κλαρί κλαρί τσακίζεσαι,
σαπίζεις, ναι! Πεθαίνεις...

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2008

Ο ηλιος σου



Το φως κουράστηκε να δύει
κι η νύχτα να ανατέλει
καθώς τ'άστρο που τόσο πόθησες
δε φέγγει στην καρδιά.
Τσαλάκωσες στη χούφτα σου
το χρώμα της χαράς
και χάραξες ζηλόφθονα
σημάδι ερημιάς.

Κουράστηκε το βλέμμα σου,
η ψυχή βογγάει
και αντηχούν στ'αυτιά
φωνές, παράπονα.

Ευθύνες σου προσάπτουνε.
Το μυαλό σου καίει
και ένας λυγμός κόμπιασε
στα χείλη τα ξερά.


Τον ήλιο πόσο πόθησες,
να'ρθει να σ'αγκαλιάσει
και μ'ένα γάργαρο γέλιο
να σε παρασύρει.


Τραγούδια να ηχούν στ'αυτιά
και πονηρά στιχάκια
να φτερουγίζει η καρδιά
στα χέρια τα χρυσά.


Λιβάδι να ατενίζει το βλέμμα σου,
άμμο να αγγίζεις
και ο λέοντας να τινάζει
τη χαίτη του με βια।

Να πλημμυρίζει η καρδιά
να γελά το στόμα
και τραγουδάκια να μουρμουράς
του ήλιου, της φωτιάς.

Θυμήσου τους ανέμους του,
το λευκό της νύχτας
και τα δυο χέρια που πλέξανε
μια αγάπη της βραδιάς.


Θυμάσαι (ποιός να ξέχασε;)
ο χρόνος δεν υπάρχει ...
Χαμόγελο άστραψε
στα βάθη της καρδιάς.


Το για πάντα ψέλλιζες
δειλά δειλά
ευχή της πρώτης αγάπης
και ονειρευόσουν χρυσαφιά
βράδια από φωτιά.

Για πάντα.
το ονειρεύτηκες....
Και να, ο χρόνος δεν υπάρχει
μόνο η γλυκιά νοσταλγία
και η αδημονία τηε φωτιάς.

Τετάρτη 14 Μαΐου 2008



Στα ακροδάκτυλα της μοίρας σου πατώντας
βήμα το βήμα πέταξες εδώ
και γελαστά το δρόμο πίσω σου θωρώντας
μου αφιέρωσες τραγούδι χαρωπό.

Πόσα τα όνειρα που ξύπνησες χρεωμένη?
Πόσες οι πίκρες και πόσα να'ναι
πια τα χρόνια της φυγής
στα ακροδάκρυλα ζυγώνεις μεθυσμένη
απ'τ'ανεκτίμητο κρασί της ζωής.

Χαμογελάς κι όλη η πλάση ανασαίνει
στον ουρανό ξεχρεώνεις τις χαρές
μία ελπίδα είδα στα μαλλιά σου καρφωμένη
και στο πουγγί σου άλλες δύο ζωές.

Στα ακροδάκτυλα πατώντας μεθυσμένη
με πλησιάζεις και ανασαίνω τη ζωή
σ'αναγνωρίζω σε σπασμένο πια καθρέφτη,
μία ψυχή ανάλαφρη, λαμπερή.

Δευτέρα 5 Μαΐου 2008

Θάλασσα





Παραπαίει η σκέψη
σε κάτι θολό
σαν σύννεφο βαμμένο
μουντό και υγρό.

Ταξίδευε κάποτε έλεγες
και πλάι Της διψούσες
μα τα χείλη ποτέ δεν δρόσισε
μία γουλιά νερό.

Αλάτι ξέβραζε θολή
και μόλυνση και πίσσα
μα συ κοντά παράστεκες
σαν να'σουνα μωρό.

Σαν έσκυβες να Την αφουγκραστείς
χαιδεύανε τ'αυτιά σου
τα λόγια που τώρα πια ξεχνάς
θαμμένα στο βυθό

και χαίδευε απαλά
την σκοτεινή ματιά σου
γαλάζιο, μπλε, και πράσινο
και ιριδίζον φως.

Ταξίδευες και έγνεφες
στα ψαροπούλια γύρω
μηνύματα και έννοιες,
καθρέφτες στο νερό

θα χάριζες, όλο έλεγες,
το στέμμα της ζωής σου
σε αυτό που θα'βρισκε
οτιδήποτε στεγνό.

Θυμάσαι πια στον ύπνο σου
Εκείνη που πλάι Της διψούσες
και παρέσυρε τη σκέψη σου
και πάλι ο βυθός.

Κυριακή 4 Μαΐου 2008

Το Μαύρο Ποτάμι



Ξεχύθηκε το μαύρο ποτάμι να πνίξει τα πάντα:

Τα όνειρα που έλεγες πως είχες
το λευκό ίσκιο που έπαιζες στο φως
τα κόκκινα μάγουλα που έβλεπες καθρέφτη
και την αγάπη που ζητούσες διαρκώς.

Μία καρδιά στα μάτια σου ματώνει
και ένα βλέμμα που σκοτώνει ό,τι δει
μ'αυτά απόμεινες έρημη και μόνη
και με κατάρες αντί για την ευχή.

Λέει πως κλαίει για σένανε τα βράδυα
σπαράζει λέει και η κοιλιά της πια γυμνή
λέει πως νιώθει αδικήθηκε, Μαινάδα,
και αποδίδει την ευθύνη στο παιδί.

Μαύρο θεριό κατρακυλάς μες στα σοκάκια
μία ψυχή λασπωμένη και πικρή
ξερνάς φλόγα και πίσσα απ'τα σπλάχνα
και ουρλιαχτά σε μια πανσέληνο υγρή.

Μαύρο σκοτάδι πήζει στη μορφή σου
δηλητηριάζεις ό,τι αγγίζεις και το τρως
με μία χαρά άγρια και μίσους
απέμεινες μόνη να γελάς διαρκώς.

Δες ποιός ορίζει πια το κορμί σου
και ο νους σου ναυάγησε στη σιωπή
μαύρο ποτάμι κυλά μες στην ψυχή σου
του παραδίδεσαι αδύναμη, θολή.

Τετάρτη 30 Απριλίου 2008



Στα χνάρια της ανάσας σου
βαδίζω στα όνειρα μου
και ακροβατώ στην πνοή
που φειδωλά χαρίζεις.

Το κόκκινο απ'τα χείλη σου
σημαία πρώτης νιότης
και η βραχνάδα της φωνής
φόρος τιμής καπνού.

Αγάπησα μία σκιά
θλιμμένη, τσακισμένη,
που ορμά σαν θεριό
να με κατασπαράξει
και το νανούρισμα ακούγεται
σαν φίδια που σφυρίζουν.

Στα χνάρια της ανάσας σου
βαδίζω στα όνειρα μου
και έντρομη πετάγομαι
να σώσω την ψυχή μου.


Κι αν σου χρεώνουν πτώσεις
πλέξε φτερά και ξέγραψε τη γη
που δεν ανήκεις.

Όπως τεντώνεις το λαιμό να αντικρύσεις τον ήλιο
λιώσε δυο δάκρυα στις χούφτες σου
και κάν'τα όνειρα.

Και αν ένα χαμόγελο χαράξει
τα μάγουλα σου, τότε θα πω αξίζει να αναπνέω.

Τρίτη 29 Απριλίου 2008

Φευγιό



Σ'ένα τραγούδι ψιθύριζες λογάκια της Φυγής
και η ευχή σου έντρομη στην πόρτα της ζωής.

Νεοσσός ακούστηκε να χτυπά το παραθύρι
και δεν άντεξες παρά να τ'ανοίξεις να φύγει.

Κι όμως δεν ένιωσες παρά θλίψη...
Κι όμως παρηγοριά δεν βρίσκεις...
Τσακίστηκε η φτερούγα του και λειψά πετά.
Ορφάνεψε νιογένητο και ακόμα παραπατά.

Σπαράζει η καρδούλα σου
σαν το βλέπεις να σκουντουφλάει
κι όμως, άκαρδα, το πέταξες απ'το παράθυρο
να μάθει να πετάει.

Ευχήθηκες γαι το φευγιό,
μα τραγουδάς τη θλίψη
και ο χιονιάς που θε να'ρθει
παρηγοριά και λήθη.

Τετάρτη 23 Απριλίου 2008

Αρχή




Εν αρχή ην η απορία.
Μα ο ουρανός διέπρεψε βροντής
και έκτοτε εστίν αλαλία.

Και ο Λόγος εσώπασε.
Πάνε 2 χιλιάδες χρόνια.
Και όμως διαβάζεται, δυστυχώς αιώνια.

Μεριμνάτε για το τέλος όμως,
γιατί οι σπείροντες παραμύθια
θα θερίσουν δάκρυα πικρά.

Το δικό μου το χωράφι άνθισε
και το θέρος εγγύς εστί.
Καλή Ανάσταση.

Θυμήσου



Στα χρόνια λήθης και χιονιά
 ξεχύθηκε μια λέξη
μεσ'απο δάκρυα χαράς
γιορτούλα να σου πλέξει.


Φοβήθηκε η ανάσα σου
μη σπάσει ή ραγίσει,
και κόπηκε σαν από φως
το νήμα, ψιθυρίζει.

Λόγια κενά πάλι θα λες.
Κουφοί θα σε κοιτάζουν.
Και οι μουγγοί θα συμφωνούν
τυφλοί θα σε δικάζουν.


Και ο θυμός θα πάλεται
στο στήθος σαν σπουργίτι
σ'ένα λυγμό θα ξεχυθεί
η πίκρα και η λύπη.

Ταξίδι λες σχεδίασες
μα ο καιρός τρομάζει
και η γλώσσα σου και η καρδιά
την άποψη διχάζει.

Δεν καρτεράς μήτε βροχή,
πλημμύρα ή ηλιοφάνεια.
Μόνο σιγή αποζητάς
και τιμημένη ορφάνια.


Στα χρόνια λήθης και χιονιά
βυθίστηκε η φωνή σου
και ξεροβήχει άρρωστη
η λίγη αντοχή σου.