Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Δυαδικότητα



Αν η Ζωή σε απάνταγε σε κάποιο σταυροδρόμι
Λευκή θα έκραζε γιατί θρηνείς τα σάπια?
Θέατρο έλεγες η ύλη και γελούσες,
μα μες στην ύλη οι πληγές σου ζουν.

Διττή η φύση του ανθρώπου, ωσάν του Λόγου.
Κι Εκείνος έσπασε στον πόνο της σάρκας.
Κι Εκείνος έσφαλε απ'τους ψίθυρους Μαινάδος.
Κι Εκείνος δείλιασε αντικρύζοντας το Μίσος,
γιατί η ύλη κατατρώει την Ψυχή.

Κι ίσως το Πνεύμα να οριζόταν σύμμαχος,
μα'ναι κι εχθρός χειρότερος της ύλης,
καθώς δικαιώνει τα σάπια και παρασύρει
στο χορό Μαινάδων, ενώ η σάρκα αιμορραγεί.

Κι ίσως θρηνείς γιατί τη δυαδικότητα
πάντα την έσπαζες σαν να'τανε παιχνίδι
κι είτε χαιρόσουν σε ηδονές,
είτε σπάραζες καθώς θηρία τρέφονταν απ'τι σάρκες σου.

Και σαν φωτίζει η Πατρίδα μες στο Νου σου
τότε και μόνο τότε χαμογελάς ευτυχισμένη
κι αποστρέφεις τη μορφή σου απ'τα παιχνίδια
που ονόμασες άδικα αυτό που ζεις.

Αν ήταν παιχνίδια όπως αρέσκεσαι να τα ονομάζεις
δε θα ματώνανε τα μέλη σου.
Δε θα ακουγόταν το ουρλιαχτό σου μες στη νύχτα
και δε θα σπάραζες άδεια στο χείλος του θανάτου.

Αποζητάς συνέχεια να ξεφύγεις
καθώς κομματιάζεις την ίδια τη Ζωή
και αποστρέφεις τον εαυτό σου
απ'τον εαυτό σου και ονειρεύεσαι
Πατρίδα και Φυγή.

Τα Αδέρφια που συνάντησες τα δίκασες με μίσος
γιατί ματώναν και πονούσαν όπως εσύ.
Κι απέμεινες Τυφλή μπροστά στους Αόματους
κατηγορώντας τους πως βλέπεις μόνο Εσύ.

Και σαν θα άκουγες τα λόγια Της
θα σκίαζε το πρόσωπο σου
μια Αλήθεια που αρνιόσουνα να δεις
και κοιτάζωντας τη μορφή σου στον καθρέφτη
θα μέτραγες για πρώτη φορά τα αγγεία της Ζωής.

Σ'εκείνον που μιλά με τα θηρία



Στα όνειρα ιδρώτας πνίγει την ανάσα
καθώς ζυγώνει η σκιά.
Θεριεύει ο τρόμος και οι χτύποι σε κουφαίνουν
σαν να βαρούν στα μηνίγγια σου σφυριά.

Απώλεια σαν να'ναι ο εφιάλτης και προδοσία
στο αίμα σου χολή.
Ξυπνάς ουρλιάζοντας ιδρωμένη και ψάχνεις
μια δικαιολογία να κρυφτείς.

Το ψέμα δικαιώθηκε στην ανάγκη
και ο σκοπός αγίασε τα μέσα.
Μα κρίνεις και κατακρίνεις αυτά τα λόγια
καθώς φλέγεσαι στην αμφιβολία.

Ζυγώνει η σκιά και παραλύεις
σαν να ζητά να κλέψει την ψυχή σου,
την ψυχή που απλόχερα χάρισες
σε Αυτόν που ψιθυρίζει στα Θηρία.

Με εικόνες θα απάνταγες σαν ρώταγε τί θέλεις,
Σμαραγδένια αύρα σε φόντο από της φύσης τα μεγαλεία.
Να αγκαλιάζει την πλάση και να γιατρεύει,
να αγγίζει τη φύση των θηρίων,
με μια ματιά που εισχωρεί στην ουσία των πραγμάτων
καθώς αστράφτει τα έμβια σε ακτινογραφία.

Σε αυτό το δάσος να ξαποστάσεις θέλεις,
να σ'αγκαλιάζει το φως της ύλης.
Να βυθιστείς στο κορμί από σμαράγδι
με το χέρι απλωμένο να αγγίζει τα θηρία.
Κι όπως την κεφαλή θα γέρνεις στον ώμο
να αστράφτεις λευκό φως που ιαίνει.

Κι ο Φόβος θα γελάσει σαν ακούσει
τα ονείρατα της παιδικής ψυχής
και σαν από παιδική φοβία
θα κατασπαράξει το φως
που δειλά προσπαθεί να βγει.

Σαν να σε είδα να προχωράς ξυπόλητη σε χώμα
και να ζυγώνεις την ψυχή από σμαράγδι.
Δέντρα σκεπάζαν την εικόνα και σαν να ήταν
ο χώρος γύρω του ποτισμένος από πράσινο χρώμα.
Και τον έβλεπες, άγγιζε την πλάση
με μια ψυχή που εισχωρεί στη φύση
και σαν μαγνήτης σε τραβούσε να εισχωρήσεις
στη σμαραγδένια μπάλα με την ελπίδα να ευτυχήσεις.

Κλείνεις τα μάτια και θυμάσαι την εικόνα
κάθε που ιδρώνεις στον ύπνο σου απ'τον τρόμο.
Και απορείς αν τα μάτια της ψυχής σου
έπρεπε να τα'χεις σφραγίσει.
Γιατί Εκείνος που ψιθυρίζει στα Θηρία
νερό και χώμα είναι που σαπίζει
και σαν πλησιάζεις την ευτυχία που τότε είδες
νερό και χώμα στα χέρια απομένεις να κρατάς.
Με κάποια ψέματα δωράκια της στιγμής
και το Φόβο σκιά σου σε κάθε βήμα.

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

Αντίο

Ξεμάκρυνε έφιππη η τελευταία ελπίδα
και σφίγγεις γερά τους δυο αγκώνες σου
μη και διαλυθείς.

Τα λόγια που δεν ξεστόμισες πύον στο λαιμό σου
και ο πυρετός σε ανακουφίζει στο κρεβάτι της σιγής.

Να πεις... Να πεις...
Για όνειρα, για ελπίδες, για αγάπη...
Για την απελπισία της απώλειας και τον έρωτα μιας ζωής...
Να πεις... Να πεις...
Μη φεύγεις, δεν αντέχω...
Σε κωφό κι άλαλο κύμβαλο της καχυποψίας.

Σιγείς και σφίγγεις τους αγκώνες σου να μη διαλυθείς,
καθώς ακούς το συριγμό απ'τα φίδια της οργής.

Κι όπως γυρίζεις πλευρό στο κρεβάτι λέπρας,
φαντάζεσαι πως αγκαλιά σε κρατά η αγάπη και η ζωή.

Λιγοστά δάκρυα αντέχουν να ξεμυτίσουν,
καθώς θρηνείς πάνω απ'τον τάφο της καρδιάς σου.

Ξεμάκρυνε έφιππη η τελευταία ελπίδα
και σφίγγεις γερά τη μοναξιά, μη και διαλυθείς...

Χρέος

Χρεώθηκες τα ψέμματα που στράγγιξε η ανάγκη,
λιγοστές ρανίδες αίματος, να στάξει λίγη ζωή.
Αντίκρυσες τον όλεθρο και το λοιμό με μάτια παγωμένα
καθώς το πληγωμένο κουφάρι σου ξεσκίζανε λόγια της οργής.

Θυμάμαι έλεγες φοβάσαι την αντάρα
που κρύβεται στη θάλασσα κάθε που βραδυάζει.
Και ας της έδωσες ψυχή και όλη την καρδιά σου
φούσκωσε και σ'έπνιξε σε ύβρεις της ντροπής.

Γαλάζιο σε παρέσυρε και τοίχοι βαμμένοι ελπίδα
και θάρρεψες πως βρέθηκε μια αδελφή ψυχή,
μα θεριό σε άρπαξε στα δόντια της μανίας
και τράφηκε απ'το αίμα της καρδιάς που αγάπη αποκαλείς.

Και τώρα μόνη ατενίζεις το χάος που σου απέμεινε για λογική
και παλεύεις να πείσεις τον εαυτό σου πως οι άνθρωποι πετάνε.
Άδειασες από ό,τι σε στήλωνε και η γριά σκύλα γελά,
καθώς σου αραδιάζει στα πόδια σου τα λάθη σου, φίδια φαρμακερά.

Κι αν αγαθή η προαίρεση, χρεώθηκες το ψέμμα
και λόγια που ηχούν στα μηνίγγια σου, μικρά εγκεφαλικά.
Παιδί και έπαιξες επιπόλαια με λόγια και ανάγκη,
μα χρεώθηκες εγκλήματα πόσο φοβερά.

Αποχαιρετάς τη χαρά, την τελευταία αγάπη
και μειδιάζεις τραγικά καθώς μαθαίνεις να πετάς.