Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Εξάγγελος

Στρόβιλλος η μέθη σου
επιστρέφει σαν χειμώνας,
σαν ήλιος και βροχή,
μα ποτέ δεν ξεχνάς τις εποχές.

Κι αν συννεφιάζεις και ξεμακραίνεις,
σαν ηλιαχτίδα σκας ανάμεσα στα βλέφαρα
και καις ως το κόκκαλο τη ζωή και τη λογική.

Σαν στρόβιλλος ξεχύνεσαι να γκρεμίσεις
αυτά που χτίζουνε οι νύχτες.
Και στον καθρέφτη ορμάς με βια
να ματώσεις το βλέμμα μου καθώς ασπρίζει.

Μα γνωρίζεις το μέλλον,
σοφός Εξάγγελος
και στα σύννεφα θα κρύβεσαι
μετά την καταστροφή.

Και σαν ανάψει φως και πάλι στην ψυχή
θα εμφανιστείς σαν την όγδοη πληγή
να πνίξεις την ελπίδα.
Άγγελος, Εξάγγελος κι η πτώση σου καθρέφτης.

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Φωτιά στο λιμάνι



Κόκκινος ο ουρανός κι αναζητάς
το φως που ζέσταινε την καρδιά σου
κι άνοιγε φτερά σε άλλους κόσμους...
Το χέρι που σε οδήγησε στον μπλε κόσμο
και την αγκαλιά που γέμιζε φτερούγες από αγγέλους.

Φαρμάκι μες στα σωθικά και πνίγεται ο λυγμός
στο δηλητήριο που πότισε την καρδιά σου πίσσα.
Κι απλά ζητάς... Ζητάς, ζητάς και φεύγεις.
Καλπάζοντας σε σύννεφο ζοφερό
που καίει από όπου κι αν περνάει.

Ο ταξιδιώτης γνέφει στα όνειρα
με βλέμμα απογοήτευσης και βαθειάς πίκρας.
Σκύβει το κεφάλι και γυρνά την πλάτη
στην ιέρεια που λέρωσε τα χέρια της με αίμα.

Καθώς απομακρύνεται στο κάδρο της ζωής σου
με τα χέρια ανοιχτά σκορπίζει ανέμους
να παρασύρουν τα δάκρυα που κρύβει
και μια πέτρα βίδωσε στα στήθη για ν'αντέξει.

Βουβή και πέτρινη κοιτάς.
Σιωπάς και δεν σαλεύεις.
Το φαρμάκι ατσάλι έγινε και στέκεις μαρμαρωμένη
με δυο κόκκινα δάκρυα να κρέμονται απ'τα μάτια
απομένεις άδεια να κοιτάς τη φωτιά στο λιμάνι.

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Έρωτας



Ταξίδι ονειρεύτηκες σε απύθμενο γαλάζιο...
Μα η θάλασσα σκύλα μάνα σε κατάπιε
σε βυθό γεμάτο ματωμένα σαγόνια
και ξεσκισμένα μέλη.

Καθώς καταπίνεις ξανθιά λήθη
κι ακούς τη μελωδία της φυγής
μετράς τα άκρα που δε σου λείπουν
και συλογίζεσαι αν τα χαλαλίζεις για το γαλάζιο...

Τραγέλαφος η μούρη σου
καθώς σκέφτεσαι το διαμελισμό
θυσία στο ταξίδι.
Χωρίς Ιθάκη και πλήρωμα
να σου δίνουν ελπίδα
θα θαφτείς στο βυθό
ξεσκισμένο κουφάρι.

Μα το ταξίδι τόσο γλυκό
και η χαρά Μαινάδος.
Η Κίρκη σου σε μάγεψε
και μέθυσες στα λόγια.

Ξανθιά λήθη καταπίνεις
και θρηνείς ελπίδες κι όνειρα,
καθώς σαγόνια τρίζουνε
στα λιγοστά σου κόκκαλα.

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010

Ναυάγια



Τσακίζονται γυμνά κορμιά στα βράχια.
Η νύχτα κρύβει τη βροχή και τον αγέρα
που παρασέρνει όσα ένιωσες
και τα πετά στην άβυσσο
της κάθε σου απώλειας.

Φοβάσαι...
Τα μάτια σου, το χρόνο, τη λήθη και την αλήθεια,
μήν και προδώσουν τον κήπο
που άνθισε βαθειά μέσα στα στήθια.

Σαν αγναντεύεις το πέλαγο
ξεχνιέσαι απ'τα ναυάγια
και ποθείς στον ορίζοντα
να πας με τούτη τη γερασμένη βάρκα.

Μ'ανοιχτά πανιά
και τον αγέρα να ξυπνά την ψυχή,
σε γαλάζια νερά
και βυθούς το ονείρου.

Τσακίζονται γυμνά κορμιά στα βράχια
κι εσύ με την ψυχή γυμνή
σαλπάρεις μες στην θύελλα,
τυφλή και ηλίθια μαγεμένη.

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010

Φόβος



Νανούρισμα, να ήμουν εκεί, στην ψυχή να αφήσω
στολίδι η καρδιά μου στα βλέφαρα του ύπνου...
Σαν αεράκι να μπω στα χείλη τα μελωμένα
και να φυσήξω τον καημό που βαραίνει την πνοή σου.

Τα χρόνια σε καρφώσανε σε ξύλο ματωμένο
και κουβαλάς βαριά τα σημάδια απ'τις πρόκες.
Μου άπλωσες θυμάμαι τα χέρια και φώναξες
φύγε, δεν θα σε νιώσω, το αίμα στράγγιξε πια και ζωή δεν έχω.

Κι εγώ τρυφερά τα'κλεισα στα δικά μου
και ένα φιλί τους έδωσα πλεγμένο με αγγέλους,
να σε φυλούν στον ύπνο σου και να σε νανουρίζουν
καθώς εσύ θα προχωράς μακρυά, μακρυά από μένα...

Ανακαλώ τον πόνο σου και την πικρή φυγή σου,
σαν καθρεφτίζω στο νερό το αγκάθινο στεφάνι,
που στόλισαν τα χρόνια μας στα λευκά μέτωπα μας
και μας τα σταύρωσε γριά σκύλα για να γελάσει.

Όπιο σου δίνω να πιεις κι εσύ το ρίχνεις χάμω,
γιατί ο φόβος σου είναι και η δύναμη σου.
Κι έτσι απλά σε προσπερνώ και ραίνω με αηδία
το χώμα που λάσπωσε απ'τα δάκρυα σου.

Να μ'αγαπάς όσο μπορείς και εγώ θα σε ξεχάσω,
γιατί ο τοίχος αν και γαλανός, με πνίγει και αποζητώ να φύγω.
Να μ'αγαπάς κι ας δεν μπορείς, τα βλέφαρα σου ζηλεύω
που κλείνουν και με διώχνουνε τις νύχτες σαν βροχή.

Μα εγώ θα αγγίζω την καρδιά, νανούρισμα να δώσω
σε εκείνο το παιδί που αποζητά βοήθεια.
Κι ας με τρυπούν οι πρόκες σου, με σφιγμένα δόντια,
θα φιλώ τις τρύπες στα χέρια σου, την τρύπα στην καρδιά σου.

Κι ίσως να κλείσει η πληγή, ίσως να μελώσει,
κι ίσως να στάξει δάκρυα λειψά και για μένα.
Να μ'αγαπήσεις κι ας δεν μπορείς, όπως το μόνο φόβο.
Να μ'αγαπήσεις κι ας χαθώ στη γνώριμη φυγή.

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010

Γαλάζιο



Σημάδια στα χείλη σου κλέβουν τη μέρα,
τα βλέφαρα τρεμοπαίζουν σαν όνειρο που ζεις.
Γαλάζιο ανασαίνει το κορμί και αλήθεια
που ίσως σε κάποια χρόνια ανακαλείς.

Σαλεύουν οράματα δειλά της πρώτης νιότης
και απόηχος φτάνει στ'αυτιά της παιδικής σιγής.
Τότε που ψιθύριζες μυστικά στην κορυφή του βουνού
και το ρυάκι έλουζε την ψυχή χαρά.

Μια θάλασσα αποζήτησες και πέρασε κι εχάθη
σαν δάκρυ που έσταξε στα δάχτυλα του πόνου
καθώς ύφαινες την μοίρα σου δειλά
κι ας ξέχασες, κι ας πόνεσες στα όνειρα θυμάσαι
κείνη την γαλάζια σου παιδική χαρά.

Σε τοίχους ζωγραφίζεις οράματα του μέλλοντος
και τρέχεις να προφτάσεις τη ζωή που ξάφνου μεγαλώνει.
Ο χρόνος πια δεν βαραίνει τις πλάτες
κι ο καθρέφτης σου για πρώτη φορά χαμογελά.

Ζωγράφισες δυο άλογα στα μάτια της ψυχής
και προσπαθείς να μάθεις την τέχνη της ζωής
πνοή να φυσήξεις στην μπογιά, ελεύεθερα να καλπάσουν
στους τοίχους που ερωτεύτηκες από καθάριο γαλάζιο.

Επιστροφή


Κάλπασες θαρρείς σε όνειρο από πέτρα
και σύννεφα μετράς που κυλούν ανάμεσα στα δάχτυλα σου.
Βαθειά ανάσα και βουτάς στο χρόνο που ανεστήθη
και νιώθεις σα μικρό παιδί που γεννήθηκε στο φως,
δίχως γιατί και όχι και μπορεί και τα απαίσια πρέπει.

Να μην αλλάξεις σου ζητούν οι υπέροχοι χειμώνες
και να μην στάξει η καρδιά ούτε ρανίδα αίμα
κι αν μπορείς να χαμογελάς και να χορεύεις
στο δρόμο που'φεξε άξαφνα κι ας μη διακρίνεις τέλος.
Βάδισε χορεύοντας, σκόνταψε, κυλίσου
σε όνειρα και προσμονές που ποτέ δεν αφέθηκες.

Κάλπασε κι ας μην γνωρίζεις πώς,
σκοινί γερά σε κρατεί και γελάς δυνατά
καθώς ο χρόνος χάνεται και η ψυχή ανασαίνει
τον αέρα της ζωής και του γυρισμού.