Σάββατο 25 Μαΐου 2013

Ήλιος

Τσακάλια τις νύχτες γλύφουν τις πληγές σου.
Αδέρφια σ'ένα αλυχτό από καρδιάς..
Ψάχνουν τη σελήνη και κρύβονται κάθε που βγαίνει ο ήλιος.
Στις σκιές.
Ο χρόνος παγώνει και δεν νιώθεις.

Καθρέφτες και θρύψαλα πατάς πάνω σε φελούς στολισμένους πετράδια.
Λαμπυρίζουν τις νύχτες, όπως τα μάτια που κρύβουν το δάκρυ.
Ο λυγμός δεν πνίγεται, έγινε τραγούδι και αναπόληση.
Στο σήμερα.
Γελάς και νιώθεις τον αγέρα.

Αρπάζεις απ'το χέρι το παιδί πασχίζοντας να νιώσεις την Πόλη
σαν μάνα και ανάμνηση.
Χαμογελάς.
Γιατί η ζωή δεν σταματά.
Γιατί η ελπίδα δεν πεθαίνει..

Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Σισσύφια Επανάληψη

Αναζητάς χρόνια καρδιά, κρυμμένη μες στην τσέπη.
Τη βγάζεις, τη δείχνεις δυο λεπτά και πάλι την κρύβεις.
Κι είναι χάρτινη, γιατί η ζωντανή σου κείτεται ακόμα αιμόφυρτη.
Κι ας έφυγες όσο πιο μακρυά μπορούσες,
κάπου, άλλοι, ζουν τη ζωή σου.
Κι εσύ συνεχίζεις.
Κουφάρι με φορεσιά βασίλισσας
περιφέρεσαι σε ένα βορρά δανεικό και ξένο.
Μή θυμηθείς...
Μή νιώσεις...
Μήν πεις λέξη.

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Ύαινα

Γεύεσαι στο δέρμα σου την οσμή της νιότης
μεθούν οι αισθήσεις σ'ένα χορό γνώριμο,
χρόνια ξεχασμένο...
Κουτάβι ύαινας στα δόντια ροκανίζεις
και λαχταράς το αίμα του σαν μπήγεις τα νύχια στην καρδιά του.
Πρόκανε και σου άφησε δαγκωματιά στον δεξί μηρό
σημάδι κτήσης και έρωτα χρόνων 'ματοβαμμένων.
Μα ποιά καρδιά να θυσιάσεις στο βωμό θεότητος απαράμιλλης.
Τρέμουν τα πόδια σου στη θέα του βουνού
κι ας σκαρφαλώνεις τα δάση του μήνες τώρα,
ίλιγγος του απόλυτου, ημίθεου, θνητού.
Τ'αντίο παροδικό, μα σφάζει σαν μαχαίρι
ουρλιάζεις ύαινα για την καρδιά που δεν έχεις
κι αν έκλεψες του κουταβιού τους χτύπους λίγες ώρες
πάλι νεκρή και αναίμακτη νιώθεις τη δική σου.

Τρίτη 14 Μαΐου 2013

Απουσία

Βυθίστηκες στον ποταμό που μια ζωή παλεύεις
το ρεύμα σε απορρόφησε σε οργή βαμμένη μέλι.
Ένας θρήνος απέμεινε στην όχθη να σε θυμίζει
'ματοβαμμένη φορεσιά της νιότης σου σημάδι.
Να με θυμάσαι προσμονή,
καθώς γέρος χρόνος κάθε μικρή ρυτίδα.
Δε σε πληγώνουν χρώματα και λέξεις απουσίας
μονάχα πτώματα υγρά 'πο δάκρυα και αίμα.
Κάποια 'γκαλιά σε ξέθαψε στον πάτο ποταμού,
ένας Σταυρός στο στήθος σου και γέλιο του Θεού.
Μή θυμηθείς τα 'γκόσμια και σωριαστείς και πάλι.
Μή φοβηθείς το θάνατο, αγάπα το βαρκάρη.
Αργύρια κι αν σ'έταξαν, απέστρεψες το βλέμμα,
σε κάθε τι εγκόσμιο, χαρούμενο κι ανάλαφρο, παιδί.
Ο ποταμός σε κέρδισε βαμμένος απ'το αίμα
κάθε απώλειας πικρής και μάταιης προσμονής..