Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2008

Λιμάνι



Ξανθιά η χαίτη της προσμονής,
τινάζεται στον ήλιο
και τα χείλη σχηματίζουν τη μορφη
από παλιό σου φίλο...

Κρυστάλλινος ορίζοντας κι αλμύρα
κάθε σκέψη,
θερμός αγέρας η φωνή,
λευκοί γλάροι οι λέξεις...

Καράβι δεν προσμένουν
οι διαβάτες που κοιτούν στην άκρη στο λιμάνι,
μήτε ο αχός της επιστροφής τους μάζεψε δωνά.

Θαρρώ ψελλίζουν προσευχές για ό,τι πια εχάθη
και στα χέρια τους σφίγγουν δυνατα λουλούδια, γιασεμιά..

Μήπως κηδεύουν την μορφή που ακόμα ενθυμούνται?
Θεριό απάνω στο πορφυρό άλογο να σκίζει το τσιμέντο.
Ή μήπως θρηνούν αγάπες και υποσχέσεις
και μάτια που τυφλώθηκαν
να ψάχνουν στον ορίζοντα σημάδι επιστροφης..

Σε μια γωνιά εστάθηκες κι οσμίζεσαι τον αγέρα
πλημμυρίζεις απ'τ'άρωμα της λατρεμένης γης
προσμένοντας το λέοντα ταξίδεψες ως εδω πέρα
στο λιμάνι της τυφλής Κυρα-Προσμονής...