Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2010

Ο ορίζοντας του ελαφιού


Ο ήλιος σου βασίλεψε στα βλέφαρα της λήθης,
καθώς κοιμάσαι δάκρυα ποτίζουν τα χείλη αναμνήσεις.
Κλειδώθηκες ξανά στο παιδικό δωμάτιο
και πια ούτε φαντάσματα δε σου κρατούν παρέα.

Η απογοήτευση πικρή κι ο φόβος τρομερός λοιμός.
Αναπολείς τον άρχοντα της Τρίτης Γης,
το δάσκαλο, το φως και την ψυχή σου.
Μα κλείσανε τα φύλλα της καρδιάς και πνίξανε το φως.

Μονάχη, όπως πάντοτε, θρηνείς το τώρα, το ποτέ και το πάντα.
Και τα λόγια που ξεκλέψανε άγγελοι στα λευκά όνειρα σου.
Κι η αγάπη μοιάζει βαριά πέτρα που σέρνει την ψυχή σου
σε Τάρταρα φόβου, φυγής και θρήνου.

Κάποτε ψέλλιζες πως δε σου ζητούν να αλλάξεις οι χειμώνες.
Καθώς πια σου γελούν κατάμουτρα με τα νύχια σου σκίζεις τα λογικά σου.
Μια απόρριψη δειλή της φύσης, ένα γιατί και όχι αποστροφής
γεννά κοράκια στα σωθικά να τραφούν απ'την ψυχή σου.

Κι η κριτική με μανδύα προβάτου σε αρπάζει απ'τον σβέρκο
και παλεύεις να σωθείς, μα σκοτεινιάζεις πάντα.
Υπερφύαλη, εγωιστική και αθλία η φύση του ανθρώπου,
ζητά να τραφεί από πληγές στα στήθια.

Λες κι ο φόβος είναι θεριό με δόντια και στομάχι
κι αποζητά αμβροσία από δάκρυα για να θεριέψει κι άλλο.
Μονάχη αναπολείς τον ήλιο και τη Δίκη
και τη φυγή που σε έκανε ελάφι των αγρών,
που κι αν του μπήγονται καρφιά τα δόντια των ανθρώπων
κείνο αιμορραγώντας τρέχει άνεμος στο τέλος του ορίζοντα
να βρει πεδιάδα γόνιμη, μονάχο του να ζήσει
με τις πληγές μετάλλια και καμάρι του που γλίτωσε απ'τους λύκους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: