Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

Αποστράγγιξη



Μαυρίσανε οι σκέψεις
σαν κατηφόρα σε γνώριμα λιβάδια του χαμού.
Ένας κόμπος στέκει καμαρωτός στο λαιμό,
σου γνέφει να μην κλάψεις.
Κι απλά θες να τρέξεις μακρυά,
στον ορίζοντα θανάτου.

Άδειασες, δυο μήνες πάνε απ'την τελευταία ηλιοφάνια,
κι όσο κι αν κρύβεσαι απ'την αλήθεια,
αυτόφωτη δεν είσαι.
Σε τρέφει ο ήλιος που έδιωξες, αστέρι νομίζοντας πως θα γίνεις.
Μα αν δε σου κρατούν το χέρι χλωμιάζεις και παγώνεις.
Πέτρα στην πέτρα και δάκρυα της μοναξιάς, της θλίψης.

Άδειασες... Από μπλε, ελπίδα και αγγέλους
και πια μια σάπια ανάσα μόνο κουβαλάς
βαριά πολύ στους ώμους.
Κι όσα σου φάνταζαν ζωή γκρεμίζονται στα βράχια,
γιατί αυτή είναι η φύση σου, να χτίζεις όσα γκρεμίζεις.

Κρύβεσαι απ'το φάντασμα που λες εαυτό
και παρακαλάς κάτω απ'τα σκεπάσματα να ακούσουν την κραυγή σου.
Μα δεν θα'ρθει κανείς... Όλοι φορούν προβιά προβάτου
και σκίζουνε τις σάρκες σου καθώς εσύ σαπίζεις.

Ενδύνεσαι τη φορεσιά μανιακού βασιλιά
και περπατάς μες σε τραγέλαφο θανάτου,
μήπως και κλέψεις καμιά ψυχή,
μια αγκαλιά, λίγη αγάπη.
Μα ψεύδονται οι άνεμοι που παγώνουν το κορμί σου,
γιατί αυτοί παρέσυραν τον ήλιο μακρυά.
Κι αυτοί πάντα λένε ψέμματα για τη φορεσιά σου,
πως είναι η καλύτερη, βασιλική πορφύρα.

Και μέρα τη μέρα αδειάζεις...
Από όνειρα, κουράγιο και ελπίδα.
Σαν να σε κάρφωσαν βέλη με φαρμάκι
και τρώνε την ψυχή σου.

Μια αναλαμπή, κάποια ζωή που γέλαγες στα ουράνια
κι αυτά καθρέφτιζαν το φως μέσα στα δυο σου μάτια.
Πια δεν έχεις ζωή μήτε εσένα να θρέψεις...
Και στέκεις κουφάρι αηδιαστικό
να τρέφονται απ'τα κομμάτια σάπιας σου σάρκας
οι λύκοι που πάντα ποθούσες να αγαπήσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: