Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

Στον λέοντα



Καθρέφτες περικύκλωσαν τα μάτια σου
και θόλωσαν απ'το αίμα.
Κραυγές απόγνωσης τρυπάνε τα αυτιά σου
και τα βουλώνεις με σάρκες απ'το στήθος σου.

Κυλά ο χείμαρρος να πνίξει ό,τι νιώθεις,
μήπως σωθείς απ'τη σαπίλα που γέμισε τα στήθια.
Μα δεν ξεπλένεται η πίσσα απ'τα δάκρυα
και δεν αντέχει η ανάσα την καρδιά σου.

Σ'ένα σακί ό,τι γνώρισε η λήθη
και το τυλίγεις με σκοινί από νυχιές
που ξέφευγαν τις νύχτες στο χώμα
καθώς ξέθαβες τα πτώματα του χτες.

Αστειεύεται ο λέοντας της φρίκης
και γελά καθώς τρέφεται απ'την ψυχή σου
κι εσύ άλαλη στη φρίκη της αλήθειας
καταπίνεις το αίμα που σε πνίγει.

Θα το ξεράσεις με μανία στη γριά σκύλα
καθώς θα σκούζεις στο πάτωμα απόγνωσης
και θα ξεσκίζεις την οργή σου με τα νύχια
που σε οπλίσαν τα λιοντάρια της πομπής.

Και θρεμμένη απ'το αίμα των ψεμμάτων,
τις σάρκες της διαπόμπευσης
και το φαρμάκι του γέλωτα
θα αναστηθείς τη νύχτα της σφαγής.

Μια νεκροζώντανη Μαινάδα της απώλειας
θ'αδράξεις τις ψυχές των λεόντων,
θα τους σύρεις απ'τις χαίτες της ντροπής
και θα ουρλιάζουν στους αιώνες των αιώνων
καθώς θα ψάχνεις ποιά κόλαση αρμόζει στην πομπή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: