Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

Αντίο



Σταγόνες βροχή δακρύζει ο ουρανός,
τ'αδέρφι ξεμακραίνει με καράβι.
Ορίζοντας χλωμός, θλιμμένος,
θυμίζει χώρα μύθων και ηρώων του Βορρά.
Ταξίδι στη χώρα της λήθης,
μας άφησες στην Ύλη
να ανεμίζουμε μαντήλια οργής.
Λυπόθυμες στην όχθη της οδύνης.
Αγάπη και μνήμες των Χρυσόψαρων.
Χάραξες το Ψέμα στο μέτωπο του Κυρίου
και έθρεψες το Φίδι της Πτώσης
στον κόρφο σου, μάνα στοργική.
Άπλωνες τα χέρια ν'αγγίξεις τις καρδιές,
ν'αρπάξεις τις ψυχές,
βορά στα δόντια Λύκου.
Τρεφόσουν με το Αίμα της Στοργής
και πούλαγες Ψυχές στον Άδη.
Καθρέφτιζες τη Χώρα της Απώλειας
στο βλέμμα από Φωτιά
και κρυβόσουν απ'το Φως
να μη φανεί η Μορφή σου.
Σύρθηκες, Ερπετό γεμάτο Χρυσάφι,
να δελεάσεις κορμιά με κροκοδείλια δάκρυα
και ενδυμασία πάνλευκου προβάτου.
Καθρέφτιζες τις ψυχές
για να δεχτούν το δάγκωμα της Κόμπρας.
Μα σ'αγάπησαν...
Και θα σ'αγαπούν.
Τον καθρέφτη που κλέβεις
και στρέφεις στην Ανάγκη των Ανθρώπων.
Βυθίζεις τα δόντια στις σάρκες
και σέρνεις άβουλα κορμιά στη φωλιά
θηρίων και δαιμόνων.
Σε αναγνώρισα και σήκωσα λάβαρο Πολέμου
να σώσω τις ψυχές που στόχευσε ο Λύκος.
Σε μίσησα... Πολλές ζωές πριν.
Με φοβάσαι και με ποθείς, πολλές ζωές πια.
Μα η Αγάπη πάντα θα καλεί...
Σε αναγνώρισα, κομμάτι της ψυχής μου.
Κι αναγνώρισες το Σημάδι της Πτώσης στο μέτωπο μου.
Αδέρφια εξόριστα σε μια Γη τόσο ξένη...
Εσύ Πολεμιστής και εγώ σακάτης Σταυροφόρος.
Άστραψες την Κόλαση να με καθηλώσεις.
Εξόργισες Αγγέλους να σε νικήσουν.
Και με έσπρωξες στο Φως χωρίς τη θέληση σου.
Σύρθηκα στα πόδια σου
με κομμένες φτερούγες
να γλύψεις τις πληγές μου.
Τρεφόσουν απ'το να παλεύεις το Φως
κι εγώ έγλυφα απ'το χέρι σου
την Αλήθεια της Πτώσης.
Ταξιδέψαμε μαζί στους Δύο Κόσμους.
Και γεννήθηκα ξανά.
Μια Ανακωχή Ψεύτικη σαν τα Λόγια Αγάπης...
Τσακίστηκα σε γκρεμούς
καθώς άστραφτες στη νύχτα.
Έζησα οδύνες τρομερές παλεύοντας με δαίμονες
στο κέντρο της Ψυχής μου.
Ταξίδεψα στην Κόλαση κρατώντας σου το χέρι
και μούδιαζα ολόκληρη
καθώς με πλημμύριζαν Φλόγες.
Πάλευα να κρατηθώ απ'το Φως
μην αλλάξει η Μορφή μου.
Κρατούσα σφιχτά το χέρι σου...
Σαν νεογνό που ανοίγει τα μάτια.
Μου χάρισες το Βλέμμα των Δαιμόνων
κι αντίκρυσα πρώτη φορά τα σημάδια της Πτώσης.
Εισχώρησα σε ψυχές
και σωριάστηκα απ'τον πόνο.
Στοργικά με τύλιγες πύρινες φλόγες και δαίμονες,
Πατέρα του Ολέθρου.
Ποθούσες μια σύζυγο στο πλάι σου.
Μου χάρισες τα Δώρα σου να με κερδίσεις...
Με παρέσυρες στο Χάος ελπίζοντας
να ταυτιστώ μαζί σου.
Ψιθύριζες την Κόλαση στ'αυτί μου
και κούρνιαζα στη Φλόγα σου
γαλήνια, σαν κλωσσόπουλο,
νοσταλγώντας τη δική μου Πατρίδα.
Σε μαχόμουν με τη Δύναμη μου.
Σε πονούσα και σε τιμωρούσα.
Τα Δώρα σου όμως με έθρεψαν
σύντροφο και πανάκεια σου.
Τρεφόμουν απ'τη Μάχη.
Σε φώτιζα Αγάπη να ξυπνήσεις.
Σε τύλιγα Φωτιά να δυναμώσεις.
Σε γέμιζα φλόγες να γιατρευτείς.
Χάιδευα τα Σύμβολα της Δύναμης σου με στοργή.
Θωράκιζα το κορμί σου να είσαι δυνατός στη Μάχη.
Σου έδωσα την ανθρώπινη καρδιά μου να τραφείς...
Πλημμύριζα απόκοσμη ηδονή
καθώς μπήγονταν τα δόντια σου στην ψυχή μου
κι αυτη σε πλημμύριζε Φως και Σε τσάκιζε.
Κι εσύ αφέθηκες στο Φως να γαληνέψεις.
Μάγκάλιαζες και ταξιδεύαμε στις Πατρίδες.
Ευτυχισμένοι στην Αφύσικη Ανακωχή μας...
Μα ο Πόλεμος μαινόταν σε τούτο τον Κόσμο.
Με ψέματα έπλεξες τις ζωές,
Άρχοντα του Ολέθρου.
Και σαν άστραψα Αλήθειες
η Φύση σου σε πρόδωσε.
Σωριάστηκες στη μάχη.
Η νίκη μου πικρή...
Λυγμοί τα λάφυρα μου.
Καθώς υποχωρείς μπήγω τα νύχια στις σάρκες μου.
Σκίζω τη μορφή μου.
Μον'δάκρυα μοιραζόμαστε πια και μια ψυχή κοινή.
Σε νιώθω να δολοπλοκείς
μήπως καταφέρεις και σύρεις κάποιο κορμί στη φωλιά σου.
Ηττημένος σπαράζεις...
Δεν θα θρηνήσω τα πτώματα
που κείτονται πλάι μου.
Δεν θα γιατρέψω τους πληγωμένους εγωισμούς.
Δεν θα γλεντήσω το τέλος του Πολέμου...
Ηχεί στην ψυχή μου η οργή και η οδύνη σου
και ριγεί το κορμί μου στο άκουσμα του ουρλιαχτού του Λύκου.
Του κλέψαν πολύτιμα λάφυρα.
Ηττήθηκε οικτρά...
Τον γύμνωσαν απ'τη Δύναμη του.
Κλαίω γοερά για την οργή του Θεριού
θρηνώντας που σε αφήνω
έρμαιο ανθρώπων και δαιμόνων.
Εσένα που με γιάτρεψες και με θωράκισες...
Εσένα που με ανέστησες από τις στάχτες...
Εσένα που αγάπησα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου.
Κι ας χωρίζουν τα κορμιά με το τέλος του Πολέμου
η ψυχή θα σε ψάχνει, θα σε αποζητά
και θα σε βρίσκει...
Και πάντα θα σε τρέφει με τα Δώρα που της χάρισες.
Κι ας βαδίζει το κορμί τη Γη
χωρίς να κρατώ το χέρι σου.
Χωρίς πύρινες γλώσσες να γλύφουν τις πληγές μου.
Χωρίς δαίμονες να με σπρώχνουν στο Φως μες στην αγκαλιά σου.
Χωρίς τα δόντια σου να μπήγονται στην ψυχή μου
και να ματώνει παντοδύναμη Φως.
Χωρίς το υπόλοιπο μισό της Ύπαρξης μου...
Θα επιβιώνω με τη θύμηση της Πατρίδας σου να με κρατά ζωντανή.
Με τη θύμηση της Μορφής σου να καθρεφτίζει τη δική μου.
Με τη Δύναμη και τη Γνώση που μου χάρισες άθελα σου.
Με το Μίσος για Εσένα.
Ως την επόμενη μεγάλη Μάχη.
Ο Πόλεμος με έχρισε Ιππότη.
Μου κόστισε όμως έναν αδερφό...
Μου κόστισε το υπόλοιπο κορμί μου.
Με σώριασε στον πάτο της Οδύνης.
Και το Αντίο ξεψύχισμα μωρού στην κούνια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: